Από αυτούς που είχαν χάσει τα πάντα… Kαι σας βλέπουν να καμαρώνετε VACCINATED
Είχα μια δουλειά και μια οικογένεια. Ήμουν μια επιτυχημένη επαγγελματίας στον τομέα μου και είχα ένα πολύ καλό όνομα στην αγορά. Όταν ξεκίνησε η οικονομική κρίση του 2009, βρέθηκα μπροστά στο εκβιαστικό δίλημμα, να κλείσω για να σωθώ ή να συνεχίσω τη δουλειά με κίνδυνο να βρεθώ με χρέη και πληρώνοντας τα έξοδα «από την τσέπη μου». Τελικά αναγκάστηκα να κλείσω λίγα χρόνια μετά, έχοντας μαζέψει χρέη που πάλευα να ξεπληρώσω. Τότε ο σύζυγός μου, που είχε μείνει και εκείνος άνεργος, μας εγκατέλειψε και δεν είχα ιδέα πώς ζούσε και πού ήταν.
Οι δικοί μου, φοβούμενοι ότι εξαιτίας μου θα χαλάσει το καλό τους όνομα στην κοινωνία, άρχισαν να με κακοποιούν βάναυσα και να λένε ότι εγώ φταίω. Βρισιές, απειλές, προσβολές, ξυλοδαρμοί συνέβαιναν πάντα, όταν πήγαινα να τους επισκεφθώ. Μου είχαν πάρει με τη βία το παιδί μου και παρακαλούσα για να το βλέπω. Κάποιες φορές δεν μου άνοιγαν. Μια φορά πήγα στον αξιωματικό υπηρεσίας, τους πήρε τηλέφωνο, αλλά τον έπεισαν να μην μου δώσει σημασία, γιατί είμαι μια τρελή. Ήταν φορές που δεν είχα ούτε φαγητό, ένας γνωστός μου, που ζούσε στο περιθώριο, μου έφερνε τρόφιμα που του τα έδιναν ως ελεημοσύνη εστιατόρια ή φούρνοι. Έχω κόψει φρούτα από δέντρα στην πόλη, σύκα ή πορτοκάλια. Πήγαινα σε εκείνη την εκκλησία, τον Άγιο Ματθαίο των Σιναϊτών που είχαν έξω ένα τραπέζι με μεγάλα κομμάτια «πρόσφορο» και έπαιρνα δυο τρία κάθε φορά. Πήγαινα σε εκδηλώσεις, συνέδρια, παρουσιάσεις βιβλίων, για να φάω κάτι στο μπουφέ. Με αυτή την ευκαιρία απέκτησα και πολλές νέες γνώσεις. Δεν ήμουν ούτε «ναρκομανής» ούτε τίποτα. Μια επιτυχημένη επαγγελματίας ήμουν που η κρίση μου πήρε τη δουλειά και την οικογένεια.
Η μοίρα με χτύπησε ακόμα πιο σκληρά. Αρρώστησα, μπαινόβγαινα στο νοσοκομείο και σε ιδιώτες γιατρούς. Η διάγνωση ήταν μια οδύσσεια που κράτησε ένα χρόνο, μια σπάνια ασθένεια, απειλητική για τη ζωή που όμως μπορούσε να θεραπευτεί εντελώς. Οι δικοί μου βρήκαν γιατρούς και πλήρωσαν τα έξοδα της θεραπείας μου, γιατί δεν ήθελαν να πει ο κόσμος ότι με άφησαν να πεθάνω. Εκείνη την εποχή, όσο και αν είναι τρομακτικό, δεν με αγαπούσαν. Ο χωρισμός μου και όσα είχαν γίνει με έκαναν στα μάτια τους το μαύρο πρόβατο, που θα χαλούσε την «εικόνα» τους. Με έβαλαν στο περιθώριο, όμως εγώ δεν εγκατέλειψα τις προσπάθειες. Πήγα στο συμβουλευτικό κέντρο γυναικών και βρήκα την υποστήριξη και την βοήθεια που χρειαζόμουν. Βγαίνοντας από το χειρουργείο, μόλις είχα ξυπνήσει στην εντατική και ήρθε η μητέρα μου. Παραπονέθηκα που ο αδερφός μου δεν ήταν δίπλα μου. Αν ξαναπείς κάτι γι’ αυτόν θα σου σπάσω τα δόντια. Χάρη σε αυτόν ζούμε, χάρη στη δουλειά του.
Όταν άρχισα να αναρρώνω, απελπισμένη, δέχτηκα την πρόταση ενός άντρα να ζήσω μαζί του. Ήταν γνωστός μου και ήταν νέος και όμορφος άντρας, δεν είναι ότι εξαναγκάστηκα. Μια χαρά πέρασα και εγώ, προτίμησα να περάσω λίγο καλά με αυτόν, παρά να μείνω στους δικούς μου και να με κακοποιούν. Κάποια στιγμή αυτός άλλαξε, άρχισε να γίνεται βίαιος και τότε κάλεσα την αστυνομία. Βρέθηκα στο δρόμο χωρίς λεφτά σε μια ξένη χώρα και παρακάλεσα τον αδερφό μου να μου στείλει χρήματα για εισιτήρια. Με τα 200 ευρώ που μου έστειλε πέρασα μια απίστευτη οδύσσεια, διανυκτέρευσα σε δύο αεροδρόμια και τελικά έφτασα, για να βιώσω και πάλι την πείνα και τον αποκλεισμό. Ξέχασα να αναφέρω ότι έχω υποστεί και ακούσια νοσηλεία για μήνες, επειδή οι δικοί μου ήταν θυμωμένοι μαζί μου και ήθελαν να με εκδικηθούν. Μια γιατρός εκεί μέσα, προς τιμήν της, μου είπε ότι αυτοί φαίνεται να έχουν το πρόβλημα, όχι εγώ και με αδίκησαν για λόγους εκδίκησης, για να ξεσπάσουν το θυμό.
Ο άντρας μου δεν τα κατάφερε. Πήγε κατά διαόλου και δεν μπορούσε πια να γυρίσει. Πριν λίγες μέρες βρήκα τα γράμματα που μου έστειλε, ανακάλυψα ένα χαρτί πάνω στο οποίο ήταν τυπωμένο με κόκκινα γράμματα το ποίημα Νύχτα στο Παρίσι
Τρία σπίρτα άναψαν μέσα στη νύχτα ένα ένα
Το πρώτο για να δω όλο το πρόσωπό σου
Το δεύτερο για να δω τα μάτια σου
Το τελευταίο για να δω το στόμα σου
Και όλα μαζί για να θυμηθώ πώς ήταν όλα αυτά, στην αγκαλιά μου
Μια χρονιά ήταν Πάσχα και Πρωτομαγια και το πέρασα μόνη μου, γιατί τη Μεγάλη Παρασκευή, επιστρέφοντας από την εκκλησία, η μητέρα μου με ξυλοκόπησε, γιατί ξέχασα ανοιχτή την πόρτα του μπαλκονιού και μπήκαν οι γάτες και έφαγαν τα καλτσούνια… Είχα γίνει μηδέν, είχα πιστέψει και εγώ η ίδια ότι δεν αξίζω απολύτως τίποτα.
Όταν γύρισα από το εξωτερικό, είχα φέρει μαζί μου μερικά πακέτα σοκολάτες από ένα ακριβό πολυκατάστημα που μου τα είχε αγοράσει ο φίλος μου, πριν ακόμα επέλθει η σύγκρουση. Για μέρες επιβίωσα με αυτές, γιατί δεν είχα κάτι άλλο, ούτε χρήματα.
Άρχισα να δουλεύω σε δουλειές – κάτεργα, σαν σκλάβα, για να έχω τουλάχιστον το χαρτζηλίκι μου και να αποκαταστήσω τις σχέσεις μου με την οικογένειά μου.
Όταν πήγα στην αστυνομία να καταγγείλω τη βία από το φίλο μου, μου είπαν απλά να του αδειάσω τη γωνιά το συντομότερο και ας έμενα στο δρόμο χωρίς λεφτά, στα χιόνια, αρχές του Φεβρουαρίου, σε μια ξένη χώρα. Καλά ξεκουμπίδια! Μου είπε χαιρέκακα μια γυναίκα αστυνομικός.
Τώρα είμαι εδώ, στην πατρίδα μου. Η αγάπη μου για τη ζωή ήταν μεγαλύτερη από την προδοσία τους. Συγχώρεσα και τον άντρα μου και τους συγγενείς μου, είμαστε ξανά ευτυχισμένοι. Είμαι δυνατή και δεν φοβάμαι τίποτα, γιατί έχω πεθάνει χιλιάδες φορές, ήταν χρόνια που κάθε μέρα ήταν και ένας θάνατος. Πάλεψα σαν λιοντάρι για να ξανακερδίσω την υγεία και τη ζωή. Μας είχατε υποσχεθεί εμβολιασμούς και τώρα δεν ξέρετε τι θα γίνει. Θέλω να μείνω σπίτι για να προστατέψω την υγεία μου, γιατί είναι επικίνδυνο να πας να δουλεύεις. Οι εργοδότες δεν νοιάζονται και αν μάθουν πως είσαι και ευπαθής κάνουν τα πάντα να σε ξεφορτωθούν. Μόνο στο δημόσιο υπάρχει κάποια προστασία. Δεν θέλω να ξαναζήσω τον εφιάλτη της οικιακής βίας και θέλω να εμβολιαστώ για να εργάζομαι και να έχω οικονομική ανεξαρτησία. Ξέρω, αυτό το γράμμα θα το τσαλακώσετε και θα το πετάξετε στον κάλαθο. Εγώ το έγραψα για να δώσω κουράγιο σε όλους εκείνους που ένα πρόβλημα υγείας τους έριξε στην κόλαση, αλλά τα κατάφεραν να έρθουν πίσω στη ζωή. Και φυσικά για όλους όσους παλεύουν με οποιοδήποτε τρόπο.
Μ.
Είχα μια δουλειά και μια οικογένεια. Ήμουν μια επιτυχημένη επαγγελματίας στον τομέα μου και είχα ένα πολύ καλό όνομα στην αγορά. Όταν ξεκίνησε η οικονομική κρίση του 2009, βρέθηκα μπροστά στο εκβιαστικό δίλημμα, να κλείσω για να σωθώ ή να συνεχίσω τη δουλειά με κίνδυνο να βρεθώ με χρέη και πληρώνοντας τα έξοδα «από την τσέπη μου». Τελικά αναγκάστηκα να κλείσω λίγα χρόνια μετά, έχοντας μαζέψει χρέη που πάλευα να ξεπληρώσω. Τότε ο σύζυγός μου, που είχε μείνει και εκείνος άνεργος, μας εγκατέλειψε και δεν είχα ιδέα πώς ζούσε και πού ήταν.
Οι δικοί μου, φοβούμενοι ότι εξαιτίας μου θα χαλάσει το καλό τους όνομα στην κοινωνία, άρχισαν να με κακοποιούν βάναυσα και να λένε ότι εγώ φταίω. Βρισιές, απειλές, προσβολές, ξυλοδαρμοί συνέβαιναν πάντα, όταν πήγαινα να τους επισκεφθώ. Μου είχαν πάρει με τη βία το παιδί μου και παρακαλούσα για να το βλέπω. Κάποιες φορές δεν μου άνοιγαν. Μια φορά πήγα στον αξιωματικό υπηρεσίας, τους πήρε τηλέφωνο, αλλά τον έπεισαν να μην μου δώσει σημασία, γιατί είμαι μια τρελή. Ήταν φορές που δεν είχα ούτε φαγητό, ένας γνωστός μου, που ζούσε στο περιθώριο, μου έφερνε τρόφιμα που του τα έδιναν ως ελεημοσύνη εστιατόρια ή φούρνοι. Έχω κόψει φρούτα από δέντρα στην πόλη, σύκα ή πορτοκάλια. Πήγαινα σε εκείνη την εκκλησία, τον Άγιο Ματθαίο των Σιναϊτών που είχαν έξω ένα τραπέζι με μεγάλα κομμάτια «πρόσφορο» και έπαιρνα δυο τρία κάθε φορά. Πήγαινα σε εκδηλώσεις, συνέδρια, παρουσιάσεις βιβλίων, για να φάω κάτι στο μπουφέ. Με αυτή την ευκαιρία απέκτησα και πολλές νέες γνώσεις. Δεν ήμουν ούτε «ναρκομανής» ούτε τίποτα. Μια επιτυχημένη επαγγελματίας ήμουν που η κρίση μου πήρε τη δουλειά και την οικογένεια.
Η μοίρα με χτύπησε ακόμα πιο σκληρά. Αρρώστησα, μπαινόβγαινα στο νοσοκομείο και σε ιδιώτες γιατρούς. Η διάγνωση ήταν μια οδύσσεια που κράτησε ένα χρόνο, μια σπάνια ασθένεια, απειλητική για τη ζωή που όμως μπορούσε να θεραπευτεί εντελώς. Οι δικοί μου βρήκαν γιατρούς και πλήρωσαν τα έξοδα της θεραπείας μου, γιατί δεν ήθελαν να πει ο κόσμος ότι με άφησαν να πεθάνω. Εκείνη την εποχή, όσο και αν είναι τρομακτικό, δεν με αγαπούσαν. Ο χωρισμός μου και όσα είχαν γίνει με έκαναν στα μάτια τους το μαύρο πρόβατο, που θα χαλούσε την «εικόνα» τους. Με έβαλαν στο περιθώριο, όμως εγώ δεν εγκατέλειψα τις προσπάθειες. Πήγα στο συμβουλευτικό κέντρο γυναικών και βρήκα την υποστήριξη και την βοήθεια που χρειαζόμουν. Βγαίνοντας από το χειρουργείο, μόλις είχα ξυπνήσει στην εντατική και ήρθε η μητέρα μου. Παραπονέθηκα που ο αδερφός μου δεν ήταν δίπλα μου. Αν ξαναπείς κάτι γι’ αυτόν θα σου σπάσω τα δόντια. Χάρη σε αυτόν ζούμε, χάρη στη δουλειά του.
Όταν άρχισα να αναρρώνω, απελπισμένη, δέχτηκα την πρόταση ενός άντρα να ζήσω μαζί του. Ήταν γνωστός μου και ήταν νέος και όμορφος άντρας, δεν είναι ότι εξαναγκάστηκα. Μια χαρά πέρασα και εγώ, προτίμησα να περάσω λίγο καλά με αυτόν, παρά να μείνω στους δικούς μου και να με κακοποιούν. Κάποια στιγμή αυτός άλλαξε, άρχισε να γίνεται βίαιος και τότε κάλεσα την αστυνομία. Βρέθηκα στο δρόμο χωρίς λεφτά σε μια ξένη χώρα και παρακάλεσα τον αδερφό μου να μου στείλει χρήματα για εισιτήρια. Με τα 200 ευρώ που μου έστειλε πέρασα μια απίστευτη οδύσσεια, διανυκτέρευσα σε δύο αεροδρόμια και τελικά έφτασα, για να βιώσω και πάλι την πείνα και τον αποκλεισμό. Ξέχασα να αναφέρω ότι έχω υποστεί και ακούσια νοσηλεία για μήνες, επειδή οι δικοί μου ήταν θυμωμένοι μαζί μου και ήθελαν να με εκδικηθούν. Μια γιατρός εκεί μέσα, προς τιμήν της, μου είπε ότι αυτοί φαίνεται να έχουν το πρόβλημα, όχι εγώ και με αδίκησαν για λόγους εκδίκησης, για να ξεσπάσουν το θυμό.
Ο άντρας μου δεν τα κατάφερε. Πήγε κατά διαόλου και δεν μπορούσε πια να γυρίσει. Πριν λίγες μέρες βρήκα τα γράμματα που μου έστειλε, ανακάλυψα ένα χαρτί πάνω στο οποίο ήταν τυπωμένο με κόκκινα γράμματα το ποίημα Νύχτα στο Παρίσι
Τρία σπίρτα άναψαν μέσα στη νύχτα ένα ένα
Το πρώτο για να δω όλο το πρόσωπό σου
Το δεύτερο για να δω τα μάτια σου
Το τελευταίο για να δω το στόμα σου
Και όλα μαζί για να θυμηθώ πώς ήταν όλα αυτά, στην αγκαλιά μου
Μια χρονιά ήταν Πάσχα και Πρωτομαγια και το πέρασα μόνη μου, γιατί τη Μεγάλη Παρασκευή, επιστρέφοντας από την εκκλησία, η μητέρα μου με ξυλοκόπησε, γιατί ξέχασα ανοιχτή την πόρτα του μπαλκονιού και μπήκαν οι γάτες και έφαγαν τα καλτσούνια… Είχα γίνει μηδέν, είχα πιστέψει και εγώ η ίδια ότι δεν αξίζω απολύτως τίποτα.
Όταν γύρισα από το εξωτερικό, είχα φέρει μαζί μου μερικά πακέτα σοκολάτες από ένα ακριβό πολυκατάστημα που μου τα είχε αγοράσει ο φίλος μου, πριν ακόμα επέλθει η σύγκρουση. Για μέρες επιβίωσα με αυτές, γιατί δεν είχα κάτι άλλο, ούτε χρήματα.
Άρχισα να δουλεύω σε δουλειές – κάτεργα, σαν σκλάβα, για να έχω τουλάχιστον το χαρτζηλίκι μου και να αποκαταστήσω τις σχέσεις μου με την οικογένειά μου.
Όταν πήγα στην αστυνομία να καταγγείλω τη βία από το φίλο μου, μου είπαν απλά να του αδειάσω τη γωνιά το συντομότερο και ας έμενα στο δρόμο χωρίς λεφτά, στα χιόνια, αρχές του Φεβρουαρίου, σε μια ξένη χώρα. Καλά ξεκουμπίδια! Μου είπε χαιρέκακα μια γυναίκα αστυνομικός.
Τώρα είμαι εδώ, στην πατρίδα μου. Η αγάπη μου για τη ζωή ήταν μεγαλύτερη από την προδοσία τους. Συγχώρεσα και τον άντρα μου και τους συγγενείς μου, είμαστε ξανά ευτυχισμένοι. Είμαι δυνατή και δεν φοβάμαι τίποτα, γιατί έχω πεθάνει χιλιάδες φορές, ήταν χρόνια που κάθε μέρα ήταν και ένας θάνατος. Πάλεψα σαν λιοντάρι για να ξανακερδίσω την υγεία και τη ζωή. Μας είχατε υποσχεθεί εμβολιασμούς και τώρα δεν ξέρετε τι θα γίνει. Θέλω να μείνω σπίτι για να προστατέψω την υγεία μου, γιατί είναι επικίνδυνο να πας να δουλεύεις. Οι εργοδότες δεν νοιάζονται και αν μάθουν πως είσαι και ευπαθής κάνουν τα πάντα να σε ξεφορτωθούν. Μόνο στο δημόσιο υπάρχει κάποια προστασία. Δεν θέλω να ξαναζήσω τον εφιάλτη της οικιακής βίας και θέλω να εμβολιαστώ για να εργάζομαι και να έχω οικονομική ανεξαρτησία. Ξέρω, αυτό το γράμμα θα το τσαλακώσετε και θα το πετάξετε στον κάλαθο. Εγώ το έγραψα για να δώσω κουράγιο σε όλους εκείνους που ένα πρόβλημα υγείας τους έριξε στην κόλαση, αλλά τα κατάφεραν να έρθουν πίσω στη ζωή. Και φυσικά για όλους όσους παλεύουν με οποιοδήποτε τρόπο.
Μ.