Για πολιτική ομηρεία του Κυριάκου Μητσοτάκη από τον Αντώνη Σαμαρά κάνει λόγο ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας σε άρθρο του για τα εθνικά θέματα και την εξωτερική πολιτική της χώρας στην ιστοσελίδα news247, υπογραμμίζοντας μεταξύ άλλων ότι «η εξωτερική πολιτική της χώρας είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό από τις ίντριγκες και τις ισορροπίες στο εσωκομματικό παιχνίδι της ΝΔ».
Αναφερόμενος συγκεκριμένα στη Συμφωνία των Πρεσπών, ο Αλέξης Τσίπρας διερωτάται αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης «θα πράξει το εθνικά επωφελές ή το κομματικά αναγκαίο», επισημαίνοντας πως ο ίδιος ως πρωθυπουργός είχε επιλέξει συνειδητά το εθνικά επωφελές, για να τονίσει πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης «οφείλει και αυτός, έστω τώρα, να πράξει το ίδιο. Διαφορετικά δεν θα είναι υπόλογος στον κύριο Σαμαρά αλλά απέναντι στην Ιστορία».
Όπως αποκαλύπτει, τον Ιανουάριο του 2018, όταν ενημέρωνε τους πολιτικούς αρχηγούς για μετά το Νταβός και τη συνάντησή του με τον Ζόραν Ζάεφ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης «είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις του» και «δεν επρόκειτο να δώσει καμία στήριξη στην προσπάθεια επίλυσης». Και προσθέτει: «Σε κάποια στιγμή, θυμάμαι, με ρώτησε αν με δεδομένη την άρνησή του να συναινέσει στην προσπάθεια εξεύρεσης έντιμης λύσης με τους βόρειους γείτονες, θα προχωρούσα. Του απάντησα δείχνοντας προς το Πρωθυπουργικό γραφείο αριστερά μας, πως όποιος κάθεται σε αυτήν τη καρέκλα οφείλει να κάνει αυτό που θεωρεί εθνικά επωφελές και όχι αυτό που ορίζει το δικό του πολιτικό και κομματικό συμφέρον».
Υπογραμμίζει ότι πρωταγωνιστής των αντιδράσεων απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών ήταν ο Αντώνης Σαμαράς, που «είδε την επανάληψη της ιστορίας όχι ως φάρσα, αλλά ως ευκαιρία να επανακάμψει», και παρατηρεί ότι ο κ. Μητσοτάκης «απλά επέλεξε για προφανείς λόγους κομματικού συμφέροντος να υιοθετήσει την ακραία ρητορική του», εκμεταλλευόμενος το πολιτικό κόστος της Συμφωνίας των Πρεσπών και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Αντώνη Σαμαρά στις πορείες με τις περικεφαλαίες, για να εκλεγεί πρωθυπουργός. Όμως, σχολιάζει, «σήμερα καλείται να διαχειριστεί τις αντιφάσεις ανάμεσα στην ανεύθυνη στάση του όταν ήταν στην αντιπολίτευση και στην ανάγκη να υπηρετήσει το συμφέρον της χώρας» και «η προσχώρησή του στις ακραίες και πατριδοκάπηλες θέσεις του κ. Σαμαρά χθες, τον καθιστούν πρωθυπουργό υπό την ομηρεία του σήμερα».
Σχολιάζει ακόμα ότι ο πρωθυπουργός ενώ τώρα τιμά τη Συμφωνία των Πρεσπών, παίζει καθυστερήσεις και αποφεύγει την ψήφιση στη Βουλή των τριών μνημονίων συνεργασίας, με αποτέλεσμα να εκτίθεται η χώρα διεθνώς και να υπονομεύονται τα εθνικά συμφέροντα. Κυρίως όμως, «οι θέσεις αυτές τον οδηγούν σε ένα θαμπό στίγμα σε σχέση με τις προθέσεις της κυβέρνησής του, στον κρίσιμο διάλογο με την Τουρκία, σε μια εποχή επικίνδυνης κλιμάκωσης των τουρκικών προκλήσεων».
Ο Αλέξης Τσίπρας χαρακτηρίζει την πρόσφατη συνέντευξη Σαμαρά ως «πρόκληση για τη χώρα», καθώς «ο κ. Σαμαράς αμφισβητεί την πάγια εθνική θέση για διεξαγωγή διερευνητικών και προσφυγή της Ελλάδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης». Προσθέτει ότι η «διαρκής κακοφωνία από την πλευρά της κυβέρνησης δεν είναι κάτι που περνά απαρατήρητο, ούτε από την απέναντι πλευρά ούτε από τον διεθνή παράγοντα» και υποστηρίζει ότι «η χώρα σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή δείχνει να προσέρχεται σε αυτές τις σημαντικές συνομιλίες δίχως να δηλώνει σαφώς, αλλά και δίχως να ξέρει τι επιδιώκει. Χωρίς πυξίδα, χωρίς στρατηγική, χωρίς σαφείς κόκκινες γραμμές».
Ο Αλέξης Τσίπρας σημειώνει ότι «σήμερα είναι πιο αναγκαίο από ποτέ να χαραχτεί η εθνική στρατηγική που έλειπε το 2020, τόσο για την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας, όσο και για τις διερευνητικές για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ με στόχο μια έντιμη συμφωνία στη βάση του διεθνούς δικαίου, διμερώς ή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, με σαφείς κόκκινες γραμμές». Και διαμηνύει ότι αν ο κ. Μητσοτάκης «συνεχίζει να μη σπεύδει να αποσαφηνίσει τη θέση της Κυβέρνησής του, φοβούμενος ενδεχομένως το εσωκομματικό κόστος», ο κίνδυνος είναι διπλός: «Είτε να οδηγήσει τη χώρα σε έναν διάλογο με την πλάτη στον τοίχο, με αποτέλεσμα να εξαναγκαστούμε σε απαράδεκτες υποχωρήσεις, είτε να αναλάβουμε στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης την ευθύνη για το ενδεχόμενο ναυάγιο των συνομιλιών».