Οι καταγγελίες της Σοφίας Μπεκατώρου για το βιασμό της από τον αντιπρόεδρο της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας, όχι μόνο πυροδότησε μια συζήτηση για το ίδιο το περιεχόμενο και τη φύση της εγκληματικής πράξης που υπέστη, αλλά θέτει ουσιαστικά και ένα κορυφαίο διττό πολιτικό ζήτημα: Πώς θα προστατευθούν τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και πώς θα εξαλειφθεί κάθε μορφή τέτοιου εγκλήματος.
Το ζήτημα αυτό προφανώς είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιλυθεί, καθώς στηρίζει την ύπαρξή του σε στερεότυπα δεκαετιών, καλλιεργημένα από τις δυνάμεις του οικονομικού και κοινωνικού κατεστημένου, σε έκταση μάλιστα που καταλήγουν τα ίδια τα θύματα να θεωρούν αυτές τις εγκληματικές πράξεις «κανονικότητα».
Τούτη η διαπίστωση δεν πρέπει να μοιάζει γενικόλογη ή αφηρημένη, καθώς ο σεξισμός καλλιεργήθηκε συνειδητά σε περιόδους που η υποτιθέμενη «πρόοδος» κάλπαζε. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τις ιλουστρασιόν περιοδικές εκδόσεις της δεκαετίας του ’90 και του 2000, στις οποίες οι γυναίκες εμφανίζονταν σαν συνοδευτικό πούρων ή εξαντλούσαν το ρόλο τους στο να είναι καλές «γκόμενες»; Ποιος μπορεί να αθωώσει την άρχουσα οικονομική τάξη που προόριζε τις γυναίκες να καταλαμβάνουν αποκλειστικά το ρόλο της δημιουργίας νέων φτωχών εργατικών χεριών ή στην καλύτερη περίπτωση τις θεωρούσε άξιες μόνο για συγκεκριμένες χειρωνακτικές δουλειές;
Τα προβλήματα που εμπότισαν μεγάλες ομάδες εντός της κοινωνίας δεν λύνονται από τη μία μέρα στην άλλη, προφανώς. Αλλά και η επίλυσή τους δεν μπορεί να εξαντληθεί μόνο στην (αναγκαία) προτροπή να μιλήσουν τα θύματα και να δημοσιοποιήσουν τα εγκλήματα. Με άλλα λόγια η σεξουαλική κακοποίηση ως φαινόμενο δεν θα απαλειφθεί ούτε με ευχολόγια ούτε μόνο με αποσπασματική και περιπτωσιολογική αντιμετώπιση.
Παράλληλα με τη δημοσιοποίηση, είναι αναγκαία η λήψη προληπτικών και προωθητικών μέτρων, που εκτείνονται από τις πρώτες βαθμίδες της παιδείας μέχρι την ελάχιστη καθημερινή πρακτική. Ανάμεσα σε αυτά τα μέτρα μπορεί να περιλαμβάνεται και η επιβολή ποσόστωσης συμμετοχής γυναικών σε φορείς, εκλεγμένα δώματα, διοικήσεις και ελεγκτικά όργανα, σε χώρους όπου παρατηρείται τέτοιου είδους εγκληματική συμπεριφορά.
Ο χώρος του αθλητισμού, όπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα, φαίνεται πως είναι ένας τέτοιος χώρος. Τι ρόλο έπαιξαν ή θα παίξουν οι πολιτικές δυνάμεις στον αγώνα ενάντια στα σεξουαλικά εγκλήματα; Η Αριστερά έδωσε δείγματα όσο ήταν στην κυβέρνηση και ένα από αυτά ήταν και όσα προέβλεπε ο νόμος 4603/2019 και συγκεκριμένα το άρθρο 25.
Σε αυτό προβλεπόταν πως «τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) των θέσεων των μελών του Δ.Σ. [εντός αθλητικού σωματείου] καταλαμβάνουν υποψήφιοι του ενός από τα δύο φύλα». Στόχος ήταν να αυξηθεί η συμμετοχή των γυναικών στις διοικήσεις των σωματείων, ώστε βάσει της πραγματική κατάστασης στα σωματεία, να προωθηθούν στις διοικήσεις και περισσότερες αθλήτριες.
Η συγκεκριμένη πρόβλεψη καταργήθηκε από τον σημερινό υφυπουργό Αθλητισμού. Ο Λευτέρης Αυγενάκης είχε δηλώσει πως «η ποσόστωση φύλου αποτελεί ανοησία, ιδεοληψία και απολίθωμα».
Η ΝΔ, λοιπόν, δεν φέρει ευθύνη μόνο για το ότι δεν απομάκρυνε έγκαιρα τον βιαστή της Σοφίας Μπεκατώρου από τις τάξεις της. Αλλά επειδή κατάργησε και ένα μικρό νομικό βήμα που βοηθούσε την ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στα αθλητικά πράγματα. Προς όφελος ποιών αλήθεια;
Από το κύριο άρθρο της “Αυγής”
Δυστυχώς το πρόβλημα είναι γενικότερο. Στον 21o αιώνα, στο δήθεν πολιτισμένο κόσμο και στη χώρα μας, άλλες γυναίκες έχουν κοινωνικά-οικονομικά- επαγγελματικά οφέλη από τις προσωπικές τους επιλογές, ενώ άλλες ταλαιπωρούνται, υποφέρουν ή ακόμα και δολοφονούνται.