Την άσκηση συμπληρωματικής κακουργηματικής ποινικής δίωξης κατά τουλάχιστον 10 στελεχών της Πυροσβεστικής και της γενικής γραμματείας Πολιτικής Προστασίας ζητά εκ νέου ο ανακριτής που χειρίζεται την υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι. Η νέα δίωξη αφορά το κακούργημα της θανατηφόρας έκθεσης σε κίνδυνο βάσει νέων στοιχείων που προέκυψαν από την έρευνα.
Σύμφωνα με πληροφορίες από την ανακριτική έρευνα του ανακριτή Αθανάσιου Μαρνέρη, τα νέα στοιχεία αφορούν εγκληματικές παραλείψεις της Πυροσβεστικής και συγκεκριμένων επιτελικών στελεχών της στην οργάνωση της πυρόσβεσης, στη χρήση των εναέριων μέσων και γενικά στην κινητοποίηση όσων μέσων μπορούσαν να διατεθούν για την έγκαιρη αντιμετώπιση της πυρκαγιάς στην Ανατολική Αττική με αποτέλεσμα να καούν ζωντανοί 102 πολίτες.
Ο δικαστικός λειτουργός υπέβαλε για τρίτη συνεχή φορά στην εισαγγελία Πρωτοδικών της Αθήνας το αίτημα για άσκηση συμπληρωματικής δίωξης για το κακούργημα της θανατηφόρας έκθεσης σε κίνδυνο σε βάρος τουλάχιστον 10 υψηλόβαθμων στελεχών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας. Τα συγκεκριμένα πρόσωπα φέρονται τις κρίσιμες ώρες να «επέδειξαν εγκληματική αδιαφορία», αφήνοντας αβοήθητους τους κατοίκους της περιοχής που καιγόταν.
Ο ανακριτής Αθανάσιος Μαρνέρης στο αίτημα του για την άσκηση συμπληρωματικής δίωξης εις βάρος των συγκεκριμένων κατηγορουμένων, σημειώνει μεταξύ άλλων ότι με τις ιδιότητές τους μπορούσαν να προβλέψουν «το βαρύτερο αποτέλεσμα που τελικά επήλθε αποδεχόμενοι αυτό, καθώς δεν αξιοποίησαν έγκαιρα τα διαθέσιμα μέσα…. (…) Σε βάρος τους δεν προκύπτουν απλώς σοβαρές ενδείξεις για αμέλεια ως προς τα καθήκοντά τους , η οποία οδήγησε αιτιακά σε θανάτους και σωματικές βλάβες, αλλά σοβαρές ενδείξεις για ενδεχόμενο δόλο ως προς την πρόκληση του κινδύνου, ήτοι ενδεχόμενο δόλο για την τοποθέτηση των θυμάτων από ασφαλή σε μη ασφαλή θέση που τα κατέστησε αβοήθητα και μη δυνάμενα να διαφύγουν του κινδύνου καθώς και τον ενδεχόμενο δόλο για την άφεση των θυμάτων αβοήθητων».
Επίσης, προσθέτει, σύμφωνα με τα νέα δεδομένα, «προέκυψαν και στοιχεία που αφορούν την ενδεχόμενη τέλεση αδικημάτων προς συγκάλυψη των παραλείψεων και ενεργειών των αρμοδίων. Μεταξύ αυτών ψευδή ή πλαστογραφημένα στοιχεία που αναγράφονται στα ημερολόγιο του αεροδρομίου της Πάχης και της Υπηρεσίας Εναέριων Μέσων Πυροσβεστικού Σώματος».
Ο ανακριτής στο 41 σελίδων έγγραφό του με το οποίο ζητά την αναβάθμιση της κατηγορίας αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι τα στελέχη της Πυροσβεστικής και της Πολιτικής Προστασίας από τη θέση που κατείχαν «τους καθιστούσαν γνώστες του κινδύνου στον οποίο εξέθεταν τους κατοίκους και τους επισκέπτες της περιοχής, κίνδυνο που προφανώς αποδέχτηκαν, αφού ενώ είχαν τη δυνατότητα να πράξουν διαφορετικά, δεν έπραξαν. Δηλαδή αν και είχαν στη διάθεσή τους μέσα και χρόνο, γνώριζαν φυσικά την επικινδυνότητα της κατάστασης και μάλιστα γνώριζαν την ιδιομορφία της περιοχής που καθιστούσε άμεσο τον κίνδυνο για ανθρώπινες ζωές, κωλυσιέργησαν σε σημείο που επέδειξαν εγκληματική αδιαφορία, που στοιχειοθετεί τουλάχιστον τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, ο οποίος και αρκεί στην περίπτωση της κακουργηματικής μορφής της έκθεσης».
Ακόμα ο δικαστικός λειτουργός τους καταλογίζει ευθύνη γιατί, όπως σημειώνει «δεν έστειλαν εναέρια και επίγεια μέσα, έφυγαν από τη θέση τους ή δεν πήγαν ποτέ σε αυτήν, δεν διέταξαν την απομάκρυνση/εκκένωση των πολιτών ή τη διάσωση αυτών, δεν κηρύχτηκε καν η υπό κρίση περιοχή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενώ υπήρχαν τα διαθέσιμα μέσα. Σαφώς και ως προς το αποτέλεσμα (τους θανάτους και την πρόκληση σωματικών βλαβών) οι ως άνω κατηγορούμενοι δεν είχαν δόλο, έστω κι ενδεχόμενο παρά μόνο αμέλεια. Ωστόσο, ως προς την κατάσταση κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία των παθόντων ή επιτάσεως του επισυμβάντος κινδύνου, σαφώς οι κατηγορούμενοι είχαν ενδεχόμενο δόλο, καθώς δεν είναι δυνατό να υποστηρίξει κανείς βάσιμα ότι εκ της θέσης τους δεν αποδεχόντουσαν την επίταση του κινδύνου για τους πολίτες από την παντελή αδιαφορία που επέδειξαν έστω κι αν διατηρούσαν μία ατεκμηρίωτη ελπίδα, η οποία και πάλι οδηγεί σε στοιχειοθέτηση ενδεχόμενου δόλου».
«Οι κατηγορούμενοι αυτοί είχαν τουλάχιστον ενδεχόμενο δόλο, καθώς αυτοί είχαν γνώση των συνθηκών και των δυνατοτήτων που είχαν να ελέγξουν τη φωτιά, καθώς αν επιχειρούσαν σε πρώτο χρόνο τουλάχιστον τρία εναέρια μέσα, και συγκεκριμένα από ώρα 16.50 έως και 17.30, και σε δεύτερο χρόνο, δηλαδή από τις 17.30 μέχρι και τις 18.15, άλλα τρία εναέρια μέσα προς ενίσχυση των ανωτέρω, ο κίνδυνος θα είχε αποφευχθεί, καθώς και του ότι σε περίπτωση μη έγκαιρης επέμβασης οι κάτοικοι θα περιάγονταν σε κατάσταση κινδύνου για τη ζωή και την υγεία τους και είχαν τουλάχιστον αποδεχτεί τον κίνδυνο αυτόν. Δηλαδή είχαν αποδεχτεί ότι με το να εκτρέπουν τα εναέρια μέσα προς περιοχές που δεν παρουσίαζαν κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα των πολιτών, να μη δίνουν εντολή να προσγειωθούν/απογειωθούν τα εναέρια μέσα από κατάλληλα αεροδρόμια για τη μεταστάθμευση, αλλά αντίθετα να δίνουν εντολή για μεταστάθμευση στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας, το οποίο ήταν κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα “εκτός ενεργείας”, και να μη διαθέτουν όλα τα μέσα (εναέρια και επίγεια ) προς την περιοχή Ν. Βουτζά και Ματιού. Οι κατηγορούμενοι α) είχαν το ενδεχόμενο κινδύνου και της επίτασης του κινδύνου αυτού (γνωστικό στοιχείο) και β) με τη στάση που κράτησαν αποδέχτηκαν τον ως άνω κίνδυνο (βουλητικό στοιχείο), ο οποίος και πραγματώθηκε τελικά επιφέροντας ως αποτέλεσμα το θάνατο 102 ατόμων και σωματικές βλάβες σε τουλάχιστον 21 άτομα, για το αποτέλεσμα δε αυτό υπήρχε μεγάλη πιθανότητα πρόβλεψης λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος του κινδύνου και τις επαγγελματικές ιδιότητες των κατηγορουμένων».
Ειδικά για κάποιους από τους κατηγορούμενους, ο Αθανάσιος Μαρνέρης επισημαίνει ότι εξελίχθηκαν υπηρεσιακά γιατί όπως αναφέρει «είχαν κίνητρο να αφήσουν τους παθόντες εκτεθειμένους σε κίνδυνο ζωής ή σωματικής ακεραιότητας αποδεχόμενοι τελικά τον κίνδυνο αυτό, καθώς με αυτόν τον τρόπο και κυρίως με την εξασφάλιση όλων των εναέριων μέσων κυρίως για την MOTOR OIL και το στήσιμο “παγίδων” στους εσωτερικούς αντιπάλους τους στην Υπηρεσία, ανταγωνιστές τους στη διαδοχή σε σημαντικές θέσεις που εξασφάλιζαν πέρα από κύρος και άλλου είδους (προφανώς) ωφελήματα, προσδοκούσαν ευνοϊκή μεταχείριση των αρμοδίων στο μέλλον, ευνοϊκή μεταχείριση η οποία και επήλθε καθώς οι περισσότεροι εξ αυτών έλαβαν προαγωγή μετά ή εξήλθαν του Σώματος χωρίς να υποστούν οποιαδήποτε δυσμενή συνέπεια».