Εκτίναξη της θνητότητας των βαριά νοσούντων, από το 30% στο 65%, την περίοδο που το σύστημα Υγείας είχε φτάσει σε επίπεδα κορεσμού στη βόρεια Ελλάδα, καταγράφει ο καθηγητής Βασίλης Τσαουσίδης – Η ανάλυση καταρρίπτει, με στοιχεία, το κυβερνητικό αφήγημα περί επάρκειας κλινών ΜΕΘ.
Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι και δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για παρερμηνείες.
Το αφήγημα του υπουργείου Υγείας ότι στη διάρκεια της έκρηξης του δεύτερου επιδημικού κύματος το σύστημα άντεξε στην πίεση και υπήρχε ανά πάσα στιγμή επαρκής αριθμός διαθέσιμων ΜΕΘ για όσους ασθενείς τις χρειάζονταν, δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα υπάρχοντα δεδομένα.
Ο καθηγητής Βασίλης Τσαουσίδης (φωτογραφία), διευθυντής στο Εργαστήριο Προγραμματισμού και Επεξεργασίας Πληροφοριών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, που ξεκίνησε – από επιστημονική περιέργεια, όπως αναφέρει – την ανάλυση των στοιχείων του ΕΟΔΥ, ήταν ο πρώτος που ανέδειξε ότι ένα τρομακτικό ποσοστό άνω του 80% των θανάτων από COVID-19 συνέβη εκτός των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας. Το iatronet επιβεβαίωσε το γεγονός με πραγματικά στοιχεία θανάτων από νοσοκομεία της βόρειας Ελλάδας, το ανέδειξε με αποκαλυπτικά ρεπορτάζ και έθεσε επίσημα το ερώτημα στους αρμόδιους φορείς. Η απάντηση του αναπληρωτή υπουργού, Βασίλη Κοντοζαμάνη, ότι υπήρχαν διαθέσιμες ΜΕΘ και ήταν ευθύνη των γιατρών η αξιοποίησή τους, προκάλεσε κύμα σφοδρών αντιδράσεων από την ιατρική κοινότητα, που δεν έχει κοπάσει ακόμη.
Στη συνέντευξή του σήμερα στο iatronet, o κ. Τσαουσίδης παραθέτει δύο ακόμη διαγράμματα, που καταδεικνύουν πως το σύστημα περίθαλψης δεν είχε τη δυνατότητα να ανταποκριθεί με επάρκεια στη διάρκεια επέλασης του επιδημικού κύματος. Από τις καμπύλες των διαγραμμάτων προκύπτουν δύο βασικά συμπεράσματα:
- Ότι από τα μέσα Νοεμβρίου ως το τέλος Δεκεμβρίου, όταν οι ΜΕΘ ήταν πλήρεις, κατέληγαν κάθε εβδομάδα πολύ περισσότεροι από όσους νοσηλεύονταν σε αυτές. Επομένως, είναι λογικά αδύναμος ο ισχυρισμός ότι ήταν απόφαση των γιατρών η μη νοσηλεία τους σε ΜΕΘ, εφόσον η δυνατότητα νοσηλείας σε ΜΕΘ (περίπου 600 κλίνες) όχι απλώς δεν μπορούσε να καλύψει όσους ασθενούσαν βαριά, αλλά ούτε καν το υποσύνολο αυτών που τελικά κατέληξαν.
- Ότι στην ίδια περίοδο, που το σύστημα αδυνατούσε να εξυπηρετήσει το ρυθμό αύξησης των ασθενών που νοσούσαν βαριά από COVID-19, η πιθανότητα να καταλήξει κάποιος που νόσησε σοβαρά υπερδιπλασιάστηκε: από το 30% στο 65%.
Τα συγκεκριμένα συμπεράσματα, σύμφωνα με τον καθηγητή, καταδεικνύουν την αναγκαιότητα να ενισχυθεί το σύστημα, ώστε να αυξήσει τη δυνατότητα εξυπηρέτησης σε πιθανή επόμενη πρόκληση, αλλά και να μπορεί να προβλέπει σε πραγματικό χρόνο την εξάπλωση της πανδημίας. Ο ίδιος παρατηρεί ότι οι πόροι του συστήματος Υγείας σε συνδυασμό με τις σχεδιαστικές δυνατότητες διαχείρισης της πολιτείας, φαίνεται να επαρκούν σήμερα, μόνο υπό συνθήκες εγκλεισμού (lockdown).
Τα δύο διαγράμματα
Στο πρώτο διάγραμμα (πάνω), αποτυπώνεται με πράσινο χρώμα ο αριθμός των ασθενών που νοσηλεύονταν σε ΜΕΘ και η εξέλιξή τους, σε εβδομαδιαία βάση, από το καλοκαίρι έως τις αρχές Ιανουαρίου. Η κόκκινη γραμμή αποτυπώνει τον συνολικό αριθμό θανάτων (εντός και εκτός ΜΕΘ) στο ίδιο διάστημα.
Από τις καμπύλες προκύπτει με σαφήνεια πως ενώ μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου οι νοσηλευόμενοι σε ΜΕΘ είναι περισσότεροι από τους θανάτους, η σχέση αυτή ανατρέπεται στην κρίσιμη περίοδο της έκρηξης της πανδημίας, όταν η πίεση στα νοσοκομεία γίνεται ασφυκτική. Στο διάστημα από τις 17 Νοεμβρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου, οι θάνατοι εντός και εκτός ΜΕΘ είναι περισσότεροι από τους νοσηλευόμενους στις μονάδες εντατικής. Ιδιαίτερα την τελευταία εβδομάδα του Νοεμβρίου και τις δύο πρώτες εβδομάδες του Δεκεμβρίου, όταν ο αριθμός των ασθενών σε ΜΕΘ κυμαίνεται στην περιοχή των 600, αγγίζοντας το 100% της κάλυψης, ο αριθμός των εβδομαδιαίων θανάτων είναι κοντά στους 800.
“Είναι προφανές από αυτό το διάγραμμα ότι το σύστημα αδυνατεί να εξυπηρετήσει αυτούς που νοσούν σοβαρά, εφόσον αυτοί που νοσηλεύονται ανά εβδομάδα είναι λιγότεροι από αυτούς που καταλήγουν. Μέχρι σήμερα, έχουν καταλήξει (εντός και εκτός ΜΕΘ) 5.387 άνθρωποι, ενώ εξυπηρετήθηκαν σε ΜΕΘ περίπου 2.000. Μου φαίνεται πολύ αδύναμος ο ισχυρισμός ότι ήταν ιατρική απόφαση να μην νοσηλευτούν σε ΜΕΘ οι περίπου 4.500 που κατέληξαν έξω από αυτές, ιδίως όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμες ΜΕΘ”, σημειώνει ο κ. Τσαουσίδης και προσθέτει: “Αποδείχτηκε ότι μια αστοχία στον σχεδιασμό και την πρόβλεψη της εξέλιξης της πανδημίας, σε συνδυασμό με την ανεπάρκεια υποδομών και προσωπικού, μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφή”.
Η εξέλιξη της καμπύλης στην αρχή του 2021 δείχνει πως το σύστημα μόλις επανήλθε σε οριακή επάρκεια εξυπηρέτησης, παραμένει όμως υπό μεγάλη πίεση.
Στο δεύτερο διάγραμμα (πάνω), καταγράφεται σε ποσοστά (%) η πιθανότητα να καταλήξει κάποιος που νόσησε σοβαρά από COVID-19 στη χώρα μας. Οι σοβαρά νοσούντες ορίζονται από το άθροισμα όσων κατέληξαν, όσων εξήλθαν από τις ΜΕΘ και όσων νοσηλεύονται στις ΜΕΘ.
Η εξέλιξη της καμπύλης, που ξεκινά στα μέσα Σεπτεμβρίου, ταυτόχρονα με το άνοιγμα των σχολείων, και καταλήγει στα μέσα Ιανουαρίου, δείχνει πως, όταν το σύστημα αδυνατεί να εξυπηρετήσει με τον ρυθμό που νοσούν σοβαρά οι πολίτες, η πιθανότητα να καταλήξει κάποιος που νοσεί σοβαρά αυξάνεται ραγδαία (17 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου). Στη συνέχεια, κορυφώνεται, στην περίοδο ως το τέλος του έτους, όταν συσσωρεύονται πολλές σοβαρές περιπτώσεις που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν επαρκώς. Τότε, η πιθανότητα να καταλήξει κάποιος που νόσησε σοβαρά αγγίζει το 65,5%, όταν τον Σεπτέμβριο ήταν λίγο πάνω από το 30%.
Σήμερα, το ποσοστό έχει μειωθεί στην περιοχή κοντά στο 50%, ακολουθώντας την πορεία αποκλιμάκωσης της πίεσης στο σύστημα, ενώ αναμένονται τα δεδομένα της τρέχουσας εβδομάδας.
“Αυτός ο ‘δείκτης επιβίωσης’ θα μπορούσε να αποτελεί κριτήριο για να λαμβάνει η κυβέρνηση τις κρίσιμες αποφάσεις για την άρση ή επιβολή περιοριστικών μέτρων”, υποστηρίζει ο καθηγητής.
Το κόστος της έλλειψης ΜΕΘ
Σύμφωνα με τον κ.Τσαουσίδη, δεν μπορεί να βγάλει κανείς ασφαλή συμπεράσματα για το μέγεθος της απώλειας συμπολιτών μας λόγω έλλειψης ΜΕΘ, καθώς λείπουν από τα διαθέσιμα δεδομένα κρίσιμα ποιοτικά στοιχεία, όπως οι ηλικίες και τα πιθανά υποκείμενα νοσήματα των ανθρώπων που καταλήγουν, τα οποία θα καθόριζαν και την πιθανότητα επιβίωσής τους αν είχαν οδηγηθεί σε ΜΕΘ. “Μπορεί, ωστόσο, κάποιος να ισχυριστεί με βεβαιότητα ότι από τη στιγμή που καταλήγουν εκατοντάδες ανά εβδομάδα χωρίς να περάσουν από ΜΕΘ δεν είναι δυνατόν να εμφανίζεται το σύστημα να έχει δήθεν ακόμα περιθώρια εξυπηρέτησης ασθενών. Αυτή είναι μια στρεβλή και καθόλου έντιμη παρουσίαση της πραγματικότητας“, σημειώνει ο ίδιος.
Σχεδιασμός, διαφάνεια, ανοικτά δεδομένα
Με βάση τα στοιχεία της ανάλυσης, ο καθηγητής παρατηρεί πως οι πόροι του συστήματος Υγείας, σε συνδυασμό με τις σχεδιαστικές δυνατότητες της διαχείρισης, φαίνεται να επαρκούν μόνο υπό συνθήκες εγκλεισμού.
“Προκύπτει ότι εξίσου σημαντικό ζήτημα είναι ο σχεδιασμός και η πρόβλεψη της εξέλιξης της πανδημίας, ώστε το σύστημα να μπορεί να ανταποκριθεί με βάση τις δυνατότητές του. Δηλαδή, αφενός θα πρέπει το σύστημα να ενισχύσει τις δυνατότητές εξυπηρέτησης που παρέχει στους πολίτες (περισσότερες ΜΕΘ, κλίνες, προσωπικό) και αφετέρου θα πρέπει να τελειοποιήσει τη δυνατότητά του να αντιλαμβάνεται την εξάπλωση του ιού σε πραγματικό χρόνο και με μεγαλύτερη λεπτομέρεια, ώστε να λαμβάνονται τα κατάλληλα, στοχευμένα μέτρα. Αυτό θα μειώσει τους θανάτους και θα επιτρέψει μια στοιχειώδη λειτουργία της αγοράς και της εκπαίδευσης”, τονίζει και προσθέτει πως “κάθε αστοχία ή έστω απόκλιση από την βέλτιστη λύση έχει από σοβαρές έως καταστροφικές συνέπειες“.
Στο πλαίσιο αυτό, θεωρεί ως επιτακτική την ανάγκη μεγαλύτερης διαφάνειας και δημοσιοποίησης δεδομένων, ανοικτών προς τους επιστήμονες.
“Υπάρχει μια τεράστια ακαδημαϊκή κοινότητα εκεί έξω που μπορεί να βοηθήσει. Το να κρατάμε ‘μυστικά’ την ώρα της μάχης είναι λάθος. Αν δεν εντοπίσουμε τα προβλήματα δεν μπορούμε να τα λύσουμε και αυτός είναι και ο τρόπος να προστατευθεί και η ίδια η επιτροπή από οποιαδήποτε ενδεχόμενη αστοχία: να καταστήσει τα δεδομένα και την επεξεργασία τους (δια της δημοσιότητας) συλλογική ευθύνη της ακαδημαϊκής κοινότητας”, υπογραμμίζει.