Η καταγγελία γίνεται στο Candiadoc από εργαζόμενη που εκβιάστηκε για να αποχωρήσει από τη δουλειά εν μέσω lockdown, προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας όπου, χθες, από κι που είχε ρο δίκιο με το μέρος της, παρολίγο να βρεθεί στο κρατητήριο, εξαιτίας της μεροληπτικής στάσης εκπροσώπου της υπηρεσίας!
Αξίζει τον κόπο να διαβάσουμε για να καταλάβουμε τον εργασιακό μεσαίωνα και στο Ηράκλειο και τη λειτουργία των αρμόδιων υπηρεσιών…
Ήμασταν τρεις σε εκείνη τη δουλειά. Ο ένα, ο δύο και εγώ. Ο ένα ήταν το αφεντικό, ο δύο και εγώ ήμασταν οι εργαζόμενοι. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι την ανακοίνωση του lockdown στις αρχές Νοέμβρη. Ή μάλλον, σχεδόν καλά. Ο δύο και εγώ στα διαλείμματα βγαίναμε στην αυλή, πίναμε καφέ και μιλούσαμε. Για την πανδημία, για την επικαιρότητα, για τα ψέματα των πληρωμένων μέσων ενημέρωσης, για τα ταξίδια μας, για τις παλιές καλές μέρες.
Ένα βράδυ στα τέλη του Νοέμβρη, μια δυο μέρες πριν πούμε χρόνια πολλά στις Κατερίνες, ο ένα μας κάλεσε στο γραφείο του. Λοιπόν παιδιά, θα μπείτε σε αναστολή αναδρομικά για το Νοέμβρη, αν και είχατε εργαστεί, γιατί έτσι θα πάρετε πιο πολλά, σε σύγκριση με αυτά που θα παίρνατε, αν σας πλήρωνα εγώ. Ο δύο είχε περίεργη όψη, ήταν σαν βρεγμένη γάτα. Νόμιζα πως και αυτός σκεφτόταν τα ίδια με εμένα, ότι δεν φτάνει που όλο το Νοέμβρη αναγκαζόμασταν να πηγαίνουμε στο ωράριο κανονικά, ενώ είχαμε δικαίωμα για τηλεργασία από το σπίτι μας, αλλά τώρα θα μείνουμε και απλήρωτοι και θα περιμένουμε τα επιδόματα της αναστολής για τα μεροκάματα και το δώρο Χριστουγέννων από το κράτος, ενώ ο ένα θα εισπράττει και τα χρήματα από τους πελάτες.
Αυτά σκεφτόμουν εγώ, μέχρι που ο δύο απάντησε: Όσον αφορά εμένα, είναι εντάξει. Έφυγα απογοητευμένη, ταπεινωμένη και δεν ήξερα τι να κάνω.
Την άλλη μέρα το πρωί μέσα από ηλεκτρονική αλληλογραφία, ο ένα μου έστειλε τη φόρμα που έπρεπε να συμπληρώσω, για να γίνει η εικονική αναστολή της σύμβασής μου. Όπως επεσήμανε ο ένα, δεν έφταιγε αυτός, ο λογιστής του είχε την ιδέα. Αποφάσισα στιγμιαία ότι δεν θέλω να συμμετέχω σε αυτό. Δήλωσα ότι η αναστολή είναι για να μένουμε σπίτι. Εντάξει, θα πληρωθείς για όσο δούλεψες, απάντησε εξοργισμένος ο ένα.
Νόμιζα ότι θα βρίσκαμε μια λύση. Θα αφήναμε πίσω την «ανήθικη» πρόταση και θα συνεχίζαμε τη συνεργασία, απλά θα απαιτούσα πλέον να εργάζομαι από το σπίτι, για να είμαι ασφαλής. Εργάστηκα από το σπίτι δύο μέρες. Στο διάστημα αυτό, με έπαιρναν τηλέφωνο από το πρωί ως το βράδυ ο ένα και όλο του το σόι, οι οποίοι εν μέσω lockdown σύχναζαν στη δουλειά μετατρέποντας τη σε παράνομο καφενείο, με έβριζαν και απαιτούσαν να υποβάλλω οικειοθελή αποχώρηση.
Δεν ξαναπήγα, δεν ξαναμίλησα μαζί τους και την επομένη έφτασε με δικαστικό κλητήρα η «οικειοθελής μου αποχώρηση». Μαζί με την αποχώρηση, προχώρησα και σε καταγγελία των γεγονότων στην αρμόδια υπηρεσία και το ραντεβού δόθηκε για χθες ενώ είχαν περάσει σχεδόν πενήντα μέρες από την ημέρα της καταγγελίας.
Και μου έλεγαν οι δικοί μου άνθρωποι, μην πας. Δεν έχεις να κερδίσεις κάτι. Και όμως κέρδισα. Μια ακόμα εμπειρία. Μια ακόμα επιβεβαίωση ότι είναι κακό να εξαρτάσαι από το «μισθό» σου. Τι, θα πας να εργάζεται; Τι είσαι; «Φάφουτος»;
Μπήκαμε στο γραφείο της υπηρεσίας, εγώ, ο ένα και δύο άτομα. Ο ένας ανάλαβε τη δουλειά, η συνάδελφός του στεκόταν δίπλα σαν καλή γυναικούλα.
-Λοιπόν, τι σας χρωστάει ο εργοδότης σας; Από ό,τι βλέπω δεν σας χρωστάει τίποτα. Τι ήρθατε να κάνετε εδώ αν δεν σας χρωστάνε τίποτα, εμείς εδώ είμαστε για οφειλές.
-Συγγνώμη κύριε, ακόμα και αν δεν μου χρωστάει, η υπηρεσία σας δεν είναι αρμόδια για παράνομες και αυταρχικές συμπεριφορές του εργοδότη σε βάρος του εργαζόμενου; Με διέταξε να μπω σε αναστολή εικονικά, για διάστημα που είχα εργαστεί και αυτό αποδεδειγμένα. Δηλαδή αν τώρα είμαι απροστάτευτη, τι θα γινόταν αν δεν είχα καταφέρει να φέρω τις αποδείξεις; Τα στοιχεία τα έχω προσκομίσει στην υπηρεσία σας, δεν τα έχετε;
-Ναι, συμφώνησε τελικά. Είναι παράνομο να διατάξει ο εργοδότης εικονική αναστολή εκβιαστικά.
Συνέχισε να αγνοεί το γεγονός ότι δεν ήταν απλή καταγγελία, αλλά αποδεδειγμένη με τη σχετική ηλεκτρονική αλληλογραφία, γιατί προφανώς ο ένα δεν φανταζόταν ότι θα τολμούσα να καταγγείλω τη συμπεριφορά του και να χάσω τη δουλειά μου ως αποτέλεσμα.
Στη συνέχεια ρώτησαν τον ένα πόσους υπαλλήλους είχε και είπε δύο, εμένα και τον δύο. Από τον πρώην εργοδότη μου άκουσα για πρώτη φορά ότι ο δύο, που δουλεύαμε μαζί και πίναμε καφέ στο διάλειμμα, ήταν ήδη σε αναστολή όλο το διάστημα και… επέστρεψε τη μέρα που «παραιτήθηκα εγώ! Ούτε αυτό φάνηκε ύποπτο και ένοχο. Ένοχη ήμουν εγώ, που είχα το θράσος να καταγγείλω αυταρχική συμπεριφορά και εργοδοτική αυθαιρεσία.
Έφτασε στο σημείο να με απειλήσει ότι θα διακόψει τη διαδικασία και ότι θα καλέσει την… ασφάλεια. Πραγματικά φοβήθηκα ότι θα με συλλάβουν, θα βρεθώ στα κρατητήρια, θα τιμωρηθώ που τόλμησα να πάω εκεί.
– Ήρθατε εδώ να καταγγείλετε κακή συμπεριφορά, αλλά η δική σας συμπεριφορά είναι κακή, μου είπε.
-Έχετε άδικο. Απάντησα. Θέλω να φύγω, γιατί δεν ήρθα εδώ για να χάσω το δίκιο μου.
Τελικά συμφώνησε να συμπεριλάβει στο πρακτικό που συντάχτηκε για τη συνάντηση, το βασικό κομμάτι, ότι είχα εκβιαστεί για εικονική αναστολή. Προσπάθησε να το αφαιρέσει το βασικό κομμάτι και μόνο αφού επέμεινα έντονα και απειλήθηκα ξανά και ξανά ότι θα με πετάξουν έξω ή θα με συλλάβουν, δέχτηκε να το συμπεριλάβει. Και τώρα τι; Τελικά όντως δεν είχα κάτι να κερδίσω εκτός του ότι χάλασε η μέρα μου. Ευτυχώς που πρόλαβα να φύγω πριν μου συμβούν τα χειρότερα.
Εγώ αποφάσισα να κάνω αυτήν την καταγγελία, γιατί έχω την πεποίθηση ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να προστατεύονται και να έχουν δικαιώματα. Συγγνώμη που το έκανα. Βλέπω ότι βρίσκομαι κατηγορούμενος εγώ. Και η παρανομία του εργοδότη είναι ολοφάνερη, εξόφθαλμη, αποδεδειγμένη, δεν είναι ότι είχα την ατυχία να μην μπορώ να την αποδείξω.
Σκέφτομαι όλους εκείνους τους εργαζόμενους που τους εκμεταλλεύονται, τους εκβιάζουν, τους κακοποιούν και δεν μπορούν ούτε να το αποδείξουν, αλλά και τρέμουν μην χάσουν τη δουλειά τους. Κατεβαίνοντας τη σκάλα ένιωθα ότι πέρασα μια εμπειρία «βιασμού» της δικαιοσύνης, των δικαιωμάτων του εργαζόμενου. Λίγο πιο εκεί ήταν κάτι ξένοι εργάτες που τους ξέρω. Σχεδόν κλαίγοντας διηγήθηκα τι μου είχε συμβεί.
Δεν το ήξερες; Αν λες αλήθεια βρίσκεις μπελά σου.
Είχα το θράσος να έχω ανάγκη για εργασία. Είχα το θράσος να θέλω να ζήσω χωρίς να είμαι βάρος στους συνταξιούχους γονείς και στα αδέρφια μου. Είχα το θράσος να μη θέλω να γίνω βάρος στον/στην σύντροφό μου. Είχα το θράσος «να εξαρτώμαι» από τη δουλειά μου και ταυτόχρονα να μην υποκύπτω σε όλες τις ορέξεις του αφεντικού. Εγώ δεν θα χαθώ. Θα πάω στο χωριό να μαζεύω χόρτα, όπως με προέτρεψε το αφεντικό…