Πρωτοχρονιάτικά σατιρικά στιχουργήματα του Σουρή, τόσο από τον «Ρωμηό», το επίσης σατιρικό έντυπο «Ασμοδαίος»,, αναδημοσιεύουμε σήμερα. Θέματά τους η πολιτική, οικονομική και κοινωνική επικαιρότητα, σχεδόν όμοια με τη σημερινή: φόροι, δάνεια, οικονομικά μέτρα, φτώχεια του απλού κόσμου, αλλά και τα …κακά του ρωμαίικου!
Τον «Ασμοδαίο» εξέδιδε από το 1875 μέχρι το 1885 ο ο Θέμος Άνινος, με το οποίο συνεργάζονταν, μεταξύ άλλων, ο Εμμανουήλ Ροΐδης και ο Γεώργιος Σουρής, ακόμη κι όταν ο τελευταίος εξέδιδε τον «Ρωμηό».
Ο «Ρωμηός», είναι το πιο γνωστό και επιτυχημένος σατιρικό περιοδικό που κυκλοφορούσε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αι. Στιχουργήματα του Σουρή από τον «Ρωμηό» έχει φιλοξενήσει πολλές φορές η στήλη. Ο Σουρής έγραφε μόνος του το έντυπο για 35 χρόνια, από το 1883 μέχρι το 1918. Στα πρώτα τεύχη είχε τη συνεργασία του Ιωάννη Πολέμη και του Δημητρίου Κόκκου, αλλά γρήγορα ο Σουρής επέλεξε να γράφει αποκλειστικά αυτός.
Από τον «Ασμοδαίο» της Πρωτοχρονιάς του 1884 αναδημοσιεύουμε ένα ποιητικό κείμενο με τον τίτλο «Προφητειών το ανάγνωσμα», με «προβλέψεις» για την πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση της χρονιάς.
Από το ίδιο φύλλο του «Ασμοδαίου» παρουσιάζουμε ένα καταπληκτικό σύντομο στιχούργημα με τον τίτλο «Εξέλιξις πολιτευομένου». Είναι ανυπόγραφο, αλλά σε πολλά θυμίζει τη γραφή του Σουρή.
Από το πρωτοχρονιάτικο φύλλο του ίδιου εντύπου, για το 1885, αναδημοσιεύουμε το στιχούργημα με τον τίτλο «Η Πρωτοχρονιά», που είναι μια φανταστική εικόνα των επιθυμιών του Ρωμιού, οι οποίες συνοψίζονται σε ένα και μόνο στόχο: το διορισμό στο δημόσιο! Το κείμενο υπογράφεται από τον συνεργάτη του εντύπου με το όνομα «ΚΩΣΤΗΣ», χωρίς να γνωρίζουμε σε ποιόν αντιστοιχεί. Πιθανώς να είναι ο πρώτος διευθυντής σύνταξης Κωνσταντίνος Αλεξανδρόπουλος.
Τέλος, από τον «Ρωμηό» της Πρωτοχρονιάς του 1894, λίγο μετά την πτώχευση, ο Σουρής τα ψάλλει … έξω από τα δόντια!
Τα φύλλα των εφημερίδων εντοπίσαμε, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος και στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Πατρών.
“Ασμοδαίος” 1-1-1884 : Εξέλιξις Πολιτευομένου
Εις την αρχήν χοιροβοσκός, αρχιληστής κατόπιν,
Και έπειτα αγωνιστής και σύμβουλος του Δήμου
Και έπειτα ταξείδιον μικρόν εις την Ευρώπην
Και τέλος τίτλος βουλευτού περιφανούς κ’ εντίμου
Αν η εξέλιξις αυτή έως εδώ δεν μείνη
Ο χθεσινός χοιροβοσκός και υπουργός θα γείνη.
“Ασμοδαίος 1-1-1884”: Προφητειών το Ανάγνωσμα
Για τον καινούριο χρόνο ζητώ να προφητεύσω,
εδώ το κάθε ψέμμα θα βγη αληθινό.
γι΄αυτό πολλά θα γράψω χωρίς να κινδυνεύσω
μετά Χριστόν προφήτης ‘στον κόσμο να φανώ.
Και όχι εγώ μόνον, αλλά και κάθε άλλος
‘μπορεί εδώ προφήτης να φαίνεται μεγάλος.Σ’ αυτό τον νέο χρόνο τι λέτε πως θα γίνη;
θαρρείτε πως καινούρια θα πέσουνε καλά;
Θαρρείτε πως o τόπος ‘στα ίδια δεν θα μείνη;
θαρρείτε πως θα πάμε δυό ρούπια πειό ψηλά;
θαρρείτε πως τη μοίρα του έθνους δεν θα κλαίμε;
θαρρείτε και του χρόνου τα ίδια δεν θα λέμε;Θαρρείτε πως θα λείψη ο δόλος και το ψέμμα;
θαρρείτε πως η φτώχια το έθνος δεν θα πνίγη;
θαρρείτε πως με νίκας θα λαμπρυνθή το στέμμα
κι’ ο βασιλεύς θα παύση των γάτων το κυνήγι;
Πως άνθρωποι θα γίνουν του έθνους οι πατέρες,
και δε θα τρών με λόγια της νύκταις και της ‘μέραις;
Θαρρείτε πως δεν θάβγη κανένα νέο κόμμα;
πως ο Σταμούλης άσπραις δεν θα φορή γραβάταις;
θαρρείτε πως θα παύση, των πολιτών το στόμα
να ομιλή για νέα ‘στα σπήτια και ‘στης στράταις;
Η μη ο Στεφανίδης, θαρρείτε, δεν θα σκούζη,
και δεν θα ξαναβάλη εκείνο το μπουρνούζι;
Εις τη βουλή απ’ έξω, θαρρείτε, οι παυμένοι
πως δεν θα τριγυρίζουν ν’ ακούν πολιτικά;
θαρρείτε κι η κυρία Ροζού δεν θα πηγαίνη
στων κυριών το πάλκο να πέρνη πρακτικά;
θαρρείτε πως καθένας στρωμένος ‘στη λιακάδα
δεν θάχη μες ‘στο νου του την κλασικήν Ελλάδα;
Θαρρρείτε δεν θα γίνη καμμιά επιστρατεία,
χωρίς να πέση αίμα σταλαματιά ‘στη γη;
θαρρείτε σ’ όλους νίκης δεν θα δοθούν βραβεία
και δεν θα ξεφυτρώσουν και άλλοι στρατηγοί;
Κ’ ίσως αυτή την ώρα που γράφω ό,τι λάχη,
κολλούν σειραίς γαλόνια οι Μαραθωνομάχοι.
Θαρρείτε πως και φόροι και δάνεια θα λείψουν;
πως δεν θα γίνουν πρέσβεις σαν τον Σκουλούδη κι άλλοι;
πώς μ’ εντροπή κι οι κλέφταις τα μούτρα των θα κρύψουν.
κι ο κόσμος θα τους σπάση με πέτραις το κεφάλι;
Πως άτιμοι δεν θάνε οι τίμιοι σαν πρώτα,
και δεν θα τους γυρίζουν οι άρχοντες τα νώτα;
Θαρρείτε πως θα λείψουν οι χαβιαροχανίταις;
πώς δεν θα έλθουν κι άλλοι χρυσοί ομογενείς;
θαρρείτε πως αμάξια δεν θάχουν οι μεσίταις
και ούτε κάν θα στρέφη να τους ιδή κανείς;
Πως οικοπεδοφάγοι την γη μας δεν θ’ αρπάζουν
και του πτωχού το χώμα πως δεν θα το μοιράζουν;
Θαρρείτε πως κανένας για φόνο δεν θα κλάψη;
πως ο Ρωμηός τον άλλο Ρωμηό θε ν’ αγαπήση;
θαρρείτε πως μαχαίρι στον ήλιο δεν θ’ αστράψη;
θαρρείτε πως πιστόλι ποτέ δεν θα βροντήση;
Θαρρείτε πως Δημάρχους θα παύσουν να σκοτώσουν,
κι Εφόρους και Νομάρχας πως δεν θα στηλιαρώνουν;
Θαρρείτε το σπουδαίον ΔΕΛΤΙΟΝ του ΑΙΩΝΟΣ
πώς για κλεψιαίς και φόνους ποτέ δεν θ’ αναφέρη;
πώς θα μας ημερώση αυτός ο νέος χρόνος
κι ο ένας δεν θ’ αδειάζη του άλλου το κεμέρι;
Και εκείνοι που φορούνε την κόκκινη γιακέτα
θαρρείτε πως θ’ αφήσουν την έρημη πασέτα;
Θαρρείτε πως θα λάμπουν αι προσφιλείς Αθήναι;
θαρρείτε πως θ’ αλλάξη κι αυτός ο Κοσσανάκος;
θαρρείτε πως στους δρόμους ψοφήμια δεν θα είνε
και πως σε κάθε βήμα δεν θε να χάσκη λάκκος;
Θαρρείτε πως θα φέγγουν των δρόμων τα φανάρια,
και δεν θα σπάνε ράχαις και χέρια και ποδάρια;
Μη Σύλλογοι θαρρήτε δεν θ’ αναλάμψουν κι άλλοι;
πως δεν θα δούμε σμήμη εφημερίδων νέων;
πως εκλογαίς και φούριαις δεν θάχουμε και πάλι,
κι αιματηρούς αγώνας κομματαρχών γενναίων;
Πώς με σταυρούς τα στήθη δεν θα στολίσουν όλοι,
πώς κι άλλοι Οσμανιέδες δεν θάλθουν απ’ την Πόλι;
Θαρρείτε πως για τόπο κλεινού φρενοκομείου
κανείς Δρομοκαΐτης παράδες δεν θ’ αφήση;
πως Πρύτανις κανένας του Πανεπιστημίου
αγάλματα μωρίας και φρίκης δεν θα στήση;
Κι ο Δαμαλάς, εκείνος ο κριομύξης, πάλι
‘στον Γλάδστωνα θαρρείτε πως λόγο δεν θα βγάλη;
Θαρρείτε εφευρέται δεν θάβγουν ένας κι’ ένας
και με τας εφερεύσεις τ’ αυτιά μας δεν θα φαν;
θαρρείτε ανελπίστως πως Ποταγός κανένας
δεν θα μας έλθη πάλιν από το Κορδοφάν;
Ή δεν θα καταπλήξη, θαρρείτε, τας Αθήνας
κανείς Γρυπάρης νέος, Δε – Κάστρος, ή Μπαστίνας;
Τα γράμματα θαρρείτε σοφούς πως θ’ αναδείξουν.
και πάνσοφα τα κτήνη πως δεν θ’ αναφανούν;
και της Ακαδημίας αι πύλαι πώς θ’ ανοίξουν,
κι’ εις έδρας πως θ’ ανέβουν διδάσκαλοι με νουν;
Κι’ εκείνοι οι θεοί της οι χρυσαρματωμένοι
θαρρείτε πως μια μέρα δεν θα ‘βρεθούν σπασμένοι;
Μεταμορφώσεις κι άλλαι θαρρείτε δεν θα γίνουν;
θαρρείτε ο Καζάζης πως δεν θα καμαρώνη;
θαρρείτε τα παλούκια παλούκια πως θα μείνουν,
και μ’ ΕΥΣΕΒΕΙΣ τας τάφρους κανείς δεν θα πληρώνη;
Ή μήπως νέος ΚΩΔΩΝ βαρειά δεν θα σημάνη
και με το Τίγκι Τάγκα δεν θα μας ξεκουφάνη;
Θαρρείτε πως εις μάχας θ’ αφήσουμε τα κώλα;
θαρρείτε πως παιάνων θ’ ακούσωμεν τους ήχους;
θαρρείτε τέλος πάντων πώς θα προκόψουν όλα.
κι’ εγώ πώς θ’ αποκάμω να φλυαρώ με στίχους;
Ο νέος χρόνος σ’ άλλους νέα καλά μοιράζει,
αλλά για ‘μας μονάχα το ΝΟΥΜΕΡΟ ΑΛΛΑΖΕΙ
SOURIS: “Ασμοδαίος” 1-1-1885
Aπάνω στο κρεββάτι μου με μάτια σφαλισμένα
δια του κόσμου το φθαρτόν εφιλοσόφουν μόνος,
όταν κανόνα έξαφνα βροντούν εκατόν ένα,
και τότε πια θυμήθηκα πως ήλθε νέος χρόνος.
Κι αρχίζω να τον χαιρετώ κι εγώ απ’ το κρεββάτι
με όλο μου το πρωινό “Ρωμαίϊκιο ραχάτι”.
Καλώς τ’ ογδώντα πέντε μας με την πολλή του φούρια,
καλώς το το καλλίτερο απ’ όλα μας τα χρόνια,
καλώς τ’ ογδώντα πέντε μας με δάνεια καινούρια,
Καλώς το που το χαιρετούν κι’ εμπορικά κανόνια.
Καλώς τον χρόνο της πολλής κακομοιριάς και ζάλης.
Καλώς τον χρόνο της φειδούς, τον χρόνο της σπατάλης.
Εμπρός ταμπούρλα, σάλπιγγες, σφυρίκτραις και φλογέραις,
τον χρόνον χαιρετήσατε, ω προσφιλείς Αθήναις
που με τρακόσαις έρχεται κι εξήντα πέντε μέραις…
όπως κι αν έχη, πάντοτε καινούργιος χρόνος είνε.
Κι αν πρόβαλε με σύννεφα και μ’ αδειανή την τσέπη,
μα πάντοτε χαιρετισμούς και τελετή του πρέπει.
Ο κόσμος είνε μάταιος και τριγυρνά η σφαίρα,
και κατά Εξαρχόπουλον ομοιάζει περιβόλι,
που μπαινοβγαίνουν μεσ’ ‘ς αυτό με μια ταμπακέρα
να πάρουν τον αέρα των μικροί, μεγάλοι, όλοι.
Λοιπόν γλεντίσετε και σείς κατενθουσιασμένοι,
και θέλει καλοπέρασι η φτώχια η καυμένη.
Ο κόσμος είνε μάταιος και ψέμματα γεμάτος .
διοργανίζονται στρατοί, αναμορφούνται στόλοι,
κι εκεί που απελπίζεσαι για των Ρωμηών το κράτος
μπορεί του χρόνου έξαφνα να τους ιδής στην Πόλι.
Καθώς σας είπα, τριγυρνά της γης αυτής η σφαίρα,
και χίλιοι χρόνοι δεν γεννούν ό,τι γεννά μια μέρα.
Ενθυμηθείτε, κύριοι, την φίλην Ιταλίαν
κι άλλα πολλά κρατίδια πως είνε τώρα κράτη,
και πως επήραμ’ άλλοτε κι εμείς την Θεσσαλίαν…
στα περασμένα ρίξετε για μια στιγμή το μάτι,
ενθυμηθήτε, κύριοι, κι αυτήν την Κωπαΐδα,
και παύσετε οικτείροντες την τάλαιναν πατρίδα.
Πενήντα χρόνους αριθμεί το νεαρόν μας κράτος
κι όμως με τόσα δάνεια ευρίσκεται και φόρους.
Εκαμε σιδηρόδρομον και ο Μαυρογορδάτος,
κι αναριθμήτους έχομεν γιατρούς και δικηγόρους.
Προς τούτοις απεκτήσαμεν και βουλευτάς διακόσους,
και ποιητάς και συγγραφείς δεν ενθυμούμαι πόσους.
Τον άνθρωπον τον παλαιόν λοιπόν αποβαλόντες,
ας ενδυθώμεν, κύριοι, τον άνθρωπον τον νέον,
κι ας ευχηθώμεν σύσσωμοι κι εκ της χαράς πηδώντες
τον νέον χρόνον ευκλεή κι εις δάνεια γενναίον.
Κι είθε μεσ’ το κρεββάτι της κουκουλωμένη πάλι
η νυσταγμένη Μούσα μου τ’ ογδώντα έξη ψάλη.
SOURIS: “Ασμοδαίος 1-1-1885”: Η Πρωτοχρονιά (Ρωμαίικη παράδοσις)
Χειμώνας, νύχτα, βροχή, κρύο.
Ενας ρωμηός χωρίς παρά
Κάθηται ‘ς ένα καφενείο
Συλλογισμένος φοβερά
Ξάφνου σηκώνει το κεφάλι,
Και του ξεφεύγει ένα Α!!
Με ρουχ’ αλλόκοτα και κάλλη,
Σαν οπτασία, σα σκιά,
Ψηλή γυναίκα εμπρός του στέκει.
Και τον κυττάζει τρυφέρα.
“Τι θέλεις από με, κυρά;”
Θέλει να πη, αλλά τα μπλέκει.
Τον πιάνει φόβος. Πάει να φύγη.
Αλλά να φύγη δε ‘μπορεί
Τρίβει τα μάτια του, τ’ ανοίγει,
Μα πάλι ‘μπρος του τη θωρεί.
Από μετάξ’ η φορεσιά της
Και από τράπουλας χαρτιά.
Κάτου ‘ς το πάτωμα η ουρά της
Ξεσέρνεται, μακρυά, πλατειά.
Στους ώμους της διπλώνει ταίρι
Φτερά διαμαντοπλουμιστά,
Με χάρις το ‘να της το χέρι
Ενα χρυσό ραβδί βαστά.
Και ‘ς τάλλο της κρατεί ζεμπίλι
Οπού μ’ ασήμ’ είνε φκιαστό,
Ολο γεμάτο ως τα χείλη
Βαρύ βαρύ, αλλά κλειστό.
Μα τι παρέξενη ωραιότης,
Και τι θωριά αστραφτερή!
Ανάμεσα ‘ς το μέτωπό της,
Οπως ‘ς των Τούρκων τα Ουρί
Λάμπει ένα κάρβουνο αναμμένο,
Ενα ρουμπίνι μαγικό!
Και λέει ‘ς το νιό το σαστισμένο
Μ’ ένα χαμόγελο γλυκό:
“Εγώ ‘ς ταις μοίραις ειμ’ η πρώτη,
Πάντα χιλιόπλουτη και νιά.
Με χαιρετούν χαραίς και κρότοι,
Εγώ είμαι η πρωτοχρονιά.
Αλλους πλουτίζω, άλλους φτωχαίνω
Με ευσπλαγχνία ή μ’ απονιά.
Όλους εδώ σας ξετρελλαίνω
Εγώ είμαι η πρωτοχρονιά.
Μα τορ’ αυτά πώχω για σένα
Ποτέ καμμιά της γης γωνιά,
Κανείς δεν τάειδε αραδιασμένα,
Εγώ είμαι η πρωτοχρονιά!
Πες μου τι θές να σου χαρίσω,
Αγαπημένο μου παιδί;
Λέγε. μου φτάνει να σ’ εγγίσω
Με το χρυσό μου το ραβδί!
Θες να γλεντήσης ‘ς το Παρίσι;
Θέλεις ‘ς την Λόντρα ν’ ακουστής;
Να πας ‘ς Ανατολή και Δύσι
Ακούραστος σεργιανιστής;
Θέλεις να χάσκουν, καβαλάρης
Οταν περνάς κάθε μεριά;
Στην εμμορφιά να είσαι Πάρις,
Και Οδυσσεύς ‘ς την πονηριά,
Στην εκκλησία Πατριάρχης,
Αρχιρραβίνος μεσ’ τη χάδρα,
Να γράφης στίχους σαν Πετράρχης,
Να λαχταρά για σε μια Λαύρα;
Πες μου τι θέλεις να σε κάνω;
Αυλάρχη, λόρδο, στρατηγό,
Κατακτητή, σοφό, σουλτάνο,
Θησαυροφύλακα, υπουργό;
Οτι κι αν θες, μικρό, μεγάλο,
Μπροστά σου θα το ιδής ευθύς,
Φτάνει το χέρι μου να βάλω
Μεσ’ το ζεμπίλι… Τι ποθείς;”
Μόλις το στόμα της εκλείσθη
Και μόλις πήρε ανασασμό,
Αυτός λιγάκι εσυλλογίσθη,
Και απαντά:
– Διορισμό!
ΚωστήςΣ’έναν χαβά καινούριο πολύ βαρύ κι αργό ο Μπούμπουλης τα λέει με τον Πρωθυπουργό
“Ο Ρωμηός” 1-1-1894
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή του νέου χρόνου
και μην ακούτε της βρισιαίς του κάθε φαμφαρόνου.
‘Στη ράχη φορτωθήκαμε τη Μαύρη μας τη Μοίρα
να ψάλωμε τα κάλαντα ‘στους μαχαλάδες γύρα.
Δέστε καράβι μια φορά εις τη γερή μας πλάτη,
oπού την ώρα κι’ είκοσι μπορεί να πέρνη μίλια…
θα πάμε να το δείξωμε κι απάνω ‘στο Παλάτι
για να χαρή κι ο Βασιλιάς μαζί με τη φαμήλια.
Αυτά τα θεοκάραβα, που τζάμπα τ’ αγοράσαμε
και του Σεβάχ θαλασσινού τα βάσανα ‘περάσαμε,
μας λεν πως θα τα βγάλουνε εις την δημοπρασία
και για τους τόκους θα γενούν εσπερινή θυσία.
Αλλ’ έννοια σας, μωρέ παιδιά, κι αν μας τα κατασχέσουν
τα ξακουστά καράβια μας ποτέ δεν θα ξεπέσουν,
και δίχως καν να βγάζουνε καπνό απ’ τα φουγάρα
θα ‘ναι φοβερ’ αδιάκοπη σε καθεμιά μαγάρα.
Χαρά σ’ εμάς, χαρά σε σας, χαρά ‘στην Βασιλεία…
τα τρία θεοβάπορα θα μας καλοκαρδίσουν…
επαναστάται τα ζητούν κι’ από την Βραζιλία
Το Ρίον Ιανέιρον μ’αυτά να βομβαρδίσουν.
Αλλ’ έννοια σας, μωρέ παιδιά, κι εμείς δεν τα πουλούμε,
πάντα με τα κανόνια των τον κόσμο θα χαλούμε,
και κάλλιο τ’ άδεια πιάτα μας να γλείφωμε σαν γάταις
και μόνο μέλι άγριο να τρώγωμε κι ακρίδες,
παρά χωρίς πολεμικαίς να ζήσωμε φρεγάταις,
που σκιάζουνε τους κοκοβιούς, της γόπες και μαρίδες.
Αρχιμηνιά κι’ αρχιχρονιά και μπουμ μια μπαταρία
κι Αη Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,
νέα διαμαρτύρησι των δανειστών μας δείχνει
και βαρελότα δεξιά κι’ αριστερά μας ρίχνει.
Βασίλη μου, τι γίνεσαι; Βασίλη, τι θα γένης;…
Βασίλη, πόθεν έρχεσαι;… Βασίλη, πού πηγαίνεις;…
-Από την Λόντρα ‘πέρασα κι’ οι φίλοι σας Εγγλέζοι
εσκύβανε με συλλογή σ’ ένα μακρύ τραπέζι…
μεγάλος θρήνος και βρυγμός… της τρίχαις των μαδούν
και μήτε καν ζωγραφιστούς δεν θέλουν να σας δουν.
Κουράγιο, τους εφώναξα, υπομονή κομμάτι
κι’ ο Λόρδος ντούρος στέκεται απάνω στην βαλβίδα,
κι’ αυτοί μ’ αγριοκύτταξαν με γουρλωμένο μάτι
κι’ ούτε πουδίγκαις μούδωσαν μ’ Ελληνική σταφίδα,
και μούπαν αντιπρόσωπο τον Τσέστων πως θα στείλουν
να μάθη τι σας ώφειλαν και πόσα σας οφείλουν.
-Κι απ’ τη Γαλλία διάβηκα, την πρώτη φιλενάδα σας,
κι’ εκείνη σώνει και καλά γυρεύει την αρμάδα σας,
κι αν στέμματα στον Βασιληά ο Μοντολών προσφέρη
μα καθεμιά εφημερίς και Παρισιάνα τσούπα
με γλώσσα Παρισιάνικη και τεντωμένο χέρι
ψάλλει για σα, Μυλλόρδε μου, όσα δεν σέρν’ η σκούπα.
-Επέρασα για μια στιγμή κι’ από την Γερμανία,
την προσφιλή σας συγγενή και πρώτη συμπεθέρα,
κι’ εκείνη με μουγγρίσματα και με θυμού μανία
ζητεί των συμπεθέρων της να κόψη τον αέρα.
Σκασμός μωρέ Φλούχτηδες, ‘στους συμπεθέρους είπα,
κι’ αυτοί μου ‘κόψαν με φωναίς τη δυνατή μου φόρα,
κι’ εφώναξαν πως οι Ρωμηοί δεν έχουν διόλου τσίπα
κι’ όλοι των εβλαστήμησαν χίλιαις φοραίς την ώρα,
που τους κατέβη κι’ έκαμαν με τους Ρωμηούς χωριό
και τον μπελά των ‘βρήκανε με το συμπεθεριό.
-Αη Βασίλη, τι μας λες και πώς μας χολοσκάνεις;
φάγε μελομακάρουνα το στόμα να γλυκάνης.
-Αμμ τι να φάω και να πιω, που τίποτα δεν ‘βρίσκω,
και παίζει κι η κοιλίτσα μου μαζί σας Καραΐσκο;
Αχ! άφησέ με, Λόρδε μου με τα ψηλά φωκόλα,
και δώστε μου για γλύκυσμα φαρμακωμένη φόλα.
-Γεια σου, Μπουρλότε θαυμαστέ… μ’ ένα μεγάλο σκέρτσο
εσύ με τρόπο έφερες τον ένα κι’ άλλον τέρτσο…
Μυλλόρδε, πόδι κτύπησε… Μυλλόρδε, ντούρος σήκω,
κι όλους εσύ τους έφερες ‘στον πρώτο πρώτο λύκο,
κι ερούφηξες σιγά σιγά τα δανεικά των πλούτη
με το μεγάλο σφόλιο σου και με το μπαλαμούτι,
κι απ’ όσους έπαιξαν με σε κανείς δεν ήλθε σότος
κι απ’ όλους ονομάζεσαι μπαλαμουτιέρης πρώτος.
Μ’ εκείνα τα τερτίπια σου, Σωτήρα, τα καπάτσα
ως τώρα μόνο τα μισά τους ‘πήρες με τη φάτσα,
όμως σαν πρωτομάστορης και πρωτοκατεργάρης
μπορείς και τρία τάταρτα ‘στο μέλλον να τους πάρης,
κι’ αν με τα τέρτσα παίξουνε κι’ αν παίξουν με τα σότα
κι’ έτσι κι’ αλλοιώς στη ράχη των θα σκάσουνε μπουρλότα.
Αρχιμηνιά κι’ αρχιχρονά, και τούτο το καράβι
ας βλέπη κάθε μπουνταλάς και της Φραγκιάς κουτάβι.
Αρχιμηνιά κι’ αρχιχρονιά και μπουμ μια μπαταρία
κι Αη Βασίλης έρχεται από την Εσπερία.
Σκορπά χαρτί ‘στους δανειστάς και με τα δυό του χέρια,
κρατεί λιβάνι και κεριά και μαύρα βουλοκέρια,
πετά ‘στα μούτρα των Ρωμηών σουπιαίς και καλαμάρια,
βαστά και για της ράχαις των γαϊδουρινά σαμάρια.
Αρχιμηνιά κι’ αρχιχρονιά… τον κόσμο τον τ’ αράξαμε
και με τη Μαύρη Μοίρα μας σία, παιδιά, κι’ αράξαμε,
και προς τιμήν της στρούγγας μας, του κράτους και του θρόνου
τέρτσους να ξαναφέρωμε τους δανειστάς του χρόνου.
Στους Ρωμηούς τους βόας-βους
πάντα χρόνους ακριβούς
και ‘στους ξένους τους γκαβούς
και μεγάλους παλαβούς
ένα κόσκινο βολβούς.