Της Ελευθερίας Μηλάκη
Ήταν ένα ήσυχο βράδυ. Τέτοια βράδια όλα φαίνονται όμορφα και ακίνδυνα. Στο ραδιόφωνο ακούγεται η φωνή του εκφωνητή. Καλό μήνα! Και καλό καλοκαίρι. Εκείνο το βράδυ τίποτα δεν προμήνυε τι θα συνέβαινε. Εκείνο το βράδυ άκουσα τα τελευταία του λόγια. Έλα να σε φιλήσω. Καληνύχτα. Πού είναι η βρύση στον κήπο, τον ρώτησα, γιατί ήθελα να ποτίσω τα λουλούδια. Στη λεμονιά. Μετά γύρισα σπίτι. Οι γάτες δεν είχαν καταλάβει τίποτα. Όμως εκείνο το βράδυ φοβόμουν. Δεν ανησύχησα ότι μπήκε στην Εντατική. Γιατί δεν είχα καταλάβει τίποτα. Δεν ήξερα ότι η εντατική μπορεί να οδηγούσε στο θάνατο. Και όμως φοβόμουν. Δεν είχα συνηθίσει να μένω μόνη στο σπίτι.
Το επόμενο πρωί πήγα με το λεωφορείο στην Άγιο Νικόλαο. Στο λεωφορείο διάβαζα ένα γερμανικό βιβλίο, για μια μεταφράστρια με κόκκινα μαλλιά, η οποία εγκατέλειψε το σύζυγο, τον εραστή της και τη δουλειά της και έφυγε για τη χειμωνιάτικη Βενετία, αναζητώντας την περιπέτεια. Το μυαλό μου ήταν καθαρό και μπορούσα να συγκεντρωθώ στο διάβασμα. Όταν μπορώ να συγκεντρωθώ στην ανάγνωση ενός βιβλίου, όλα μοιάζουν να είναι εντάξει. Όλα εντάξει, σκεφτόμουν. Φτάσαμε στον Άγιο Νικόλαο. Αυτό το μέρος το έβλεπα σχεδόν για πρώτη φορά. Το μικρό νοσοκομείο ήταν μόνο λίγα μέτρα από το σταθμό των λεωφορείων. Στην Εντατική η ατμόσφαιρα δεν ήταν καλή. Μια νεαρή γυναίκα έκλαιγε για τον αδερφό της. Μετά μπήκα στο δωμάτιο. Πήρα τις μάσκες. Mascarillas Chirurgicas. Ισπανικά πρέπει να ήταν. Τότε για πρώτη φορά ανησύχησα. Mascarillas Chirurgicas, μονολογούσα ψιθυριστά μπαίνοντας στο δωμάτιο. Όταν τον είδα, τότε τα κατάλαβα όλα. Κατάλαβα τι εννοούσε ο γιατρός, όταν είπε «δεν πάμε πολύ καλά». Ήθελα να του μιλήσω και ήξερα ότι με άκουγε. Παλεύει, είπε η νοσοκόμα. Χαροπαλεύει, σκέφτηκα εγώ.
Τέτοιες στιγμές νιώθεις ταπεινωμένος, μετά δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να αμυνθείς. Δεν μπορούσα να μείνω για πολύ στο ίδιο σημείο. Πήγαινα πάνω κάτω. Τι διακοπές! Η μικρή πόλη ήταν όμορφη. Υπό άλλες συνθήκες θα ήταν ιδανική για διακοπές. Στο παρκάκι πάνω από τη λίμνη καθόμουν σε ένα παγκάκι και σκεφτόμουν. Ήξερα ότι δεν υπήρχε λύση και προσπαθούσα μόνο να μαζέψω λίγη υπομονή και κουράγιο. Κι όμως ο κόσμος φαινόταν όμορφος. Όμως η πραγματικότητα ήταν το νοσοκομείο. Η Εντατική. Ο θάνατος. Το αναπόφευκτο. Ελάχιστες ελπίδες είχαν απομείνει. Αν πίστευα στα θαύματα, θα άλλαζε άραγε κάτι; Δυστυχώς έχασα την ελπίδα, τη στιγμή που είδα το κουτί με τις μάσκες. Η ζωή είναι σαν τις σειρήνες της ελληνικής μυθολογίας. Φαίνεται όμορφη και γλυκιά, αλλά κάποια στιγμή βρίσκεσαι στον προθάλαμο μπροστά στην Εντατική. Τέτοιες στιγμές νιώθεις πως κάποιος σου είπε ψέματα, δεν είναι όμως ξεκάθαρο ποιο ήταν το ψέμα και ποιος το είχε πει. Ήταν απόγευμα Σαββάτου. Τον είδα και ήξερα ότι όλα είχαν τελειώσει. Πήρα το λεωφορείο και γύρισα πίσω στο Ηράκλειο. Περίμενα να χτυπήσει το κινητό. Το κινητό χτύπησε νωρίς το πρωί. Πέθανε. Μετά προσπάθησα να συγυρίσω το σπίτι. Σίγουρα θα είχαμε επισκέψεις. Ήμουν ήσυχη και δεν σκεφτόμουν τίποτα. Μετά ήρθαν τα κορίτσια και η μαμά. Βάλαμε μαύρα και πήγαμε στο χωριό γα την κηδεία. Ήταν Κυριακή. Το Οροπέδιου του Λασιθίου έχει το καλοκαίρι ένα χρυσό χρώμα. Η κόσμος είχε μόνο δυο χρώματα εκείνη τη μέρα, το χρυσό και το μαύρο…
Πριν από λίγες μέρες συναντηθήκαμε στο αεροδρόμιο. Επέστρεφα από ταξίδι στην Κύπρο και ήρθε να με πάρει. Πάντα όταν γυρνούσα στην Κρήτη από ταξίδι με περίμενε στο αεροδρόμιο. Ήταν το δεύτερο ταξίδι μου στη Λευκωσία. Από την πρώτη στιγμή εκεί ένιωθα σαν να βρισκόμουν στο χωριό του παππού μου. Το καλοκαίρι εκεί ήταν το ίδιο ζεστό και λαμπερό. Με περίμενε στο αεροδρόμιο. Πρώτη φορά τον είδα τόσο λυπημένο. Μήπως ήξερε ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνει; Ήταν τόσο σοβαρός που φοβήθηκα. Μερικές φορές ο χρόνος συστέλλεται. Συμβαίνουν πολλά σε μικρό χρονικό διάστημα. Γίνεσαι πρωταγωνιστής μιας τραγωδίας χωρίς να το ξέρεις, αυτό είναι η ειρωνία.
Εκείνη τη χρονιά δίδασκα αγγλικά σε ένα χωριό. Δυο φορές τη βδομάδα πήγαινα εκεί με τον μπαμπά. Πηγαίναμε με το αυτοκίνητό του πάντα μεσημέρι. Πάντα σταματούσαμε σε μία καντίνα. Ένα ή δύο; Ένα, έλεγα εγώ, αν δεν πεινούσα πολύ. Αυτός έτρωγε πάντα δυο σουβλάκια. Ο ζεστός και τρυφερός, ο ασύγκριτος μπαμπάς. Καμιά φορά σταματούσαμε και για παγωτό στην επιστροφή. Και ξαφνικά έπρεπε να ζήσω χωρίς αυτόν. Έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Μόνο έτσι θα κατάφερνα να επιβιώσω.
Το καλοκαίρι αλλιώς το είχα φανταστεί. Νόμιζα πως θα πηγαίναμε στη θάλασσα, όπως κάθε χρόνο. Αλλά δεν βυθίστηκα στην απελπισία. Γιατί σκεφτόμουν ότι ο μπαμπάς είμαι εγώ. Στο λεωφορείο για το σπίτι έκλαιγα κάθε φορά. Γιατί πριν πηγαίναμε το βράδυ στο σπίτι μαζί. Όμως είχα την αίσθηση ότι ο αποχαιρετισμός ήταν μόνο κάτι προσωρινό. Δεν ήθελα να πιστέψω ότι το γεγονός ήταν κάτι οριστικό. Έφυγε απλά για ταξίδι. Σπάνια ταξίδευε και δεν είχε ποτέ ταξιδέψει στο εξωτερικό. Ακόμα περιμένω να γυρίσει.
Όταν ήταν θυμωμένος, έλεγε «θα ποθάνω και τότε θα δω τι θα απογίνετε». Ο μπαμπάς έφυγε και εμείς οι τέσσερις που μείναμε πίσω, με πολλή προσπάθεια τα καταφέραμε. Εκείνο το καλοκαίρι είχα τόσες πολλές καλοπληρωμένες δουλειές που τελικά η δουλειά στο φροντιστήριο, όπου έπρεπε να ανεχτώ και το δυσμενές ωράριο και την αυταρχικότητα του αφεντικού, αποδείχτηκε χάσιμο χρόνου. Η στενή μου φίλη, η Κ., ενώ μια μέρα περπατούσαμε στη Δαιδάλου με ρώτησε με μια υποψία ζήλιας «πού τα βρίσκεις τόσα λεφτά;»… Τα κέρδιζα δουλεύοντας, κάνοντας εργασίες για πολίτες, φοιτητές, επιχειρηματίες, επιστήμονες, υπηρεσίες και ιδρύματα. Εργαζόμουν μέρα νύχτα ακόμα και όσο ο μπαμπάς ζούσε και ήταν πάντα δίπλα μου σαν φίλος, στήριγμα και οδηγός. Κάθε βράδυ γυρίζαμε στο σπίτι με το αυτοκίνητό μου και σταματούσαμε στο περίπτερο κοντά στο σπίτι, από όπου αγόραζα ενεργειακά ποτά για να μην νυστάξω και να ξενυχτίσω πάλι δουλεύοντας.
Δυστυχώς για μένα, στην οικογένεια από την πλευρά της μαμάς το είχαν κάπως σαν κακιά συνήθεια, σαν τικ, να σκέφτονται ότι κάποιες άλλες είναι πιο τυχερές και πιο έξυπνες και «καταφέρνουν να βρουν κάποιους να τις αναλάβουν», ενώ εμείς δεν ξέρουμε πώς να βρούμε. Αν τελικά βρούμε, συνεχίζουμε να κλαιγόμαστε ότι οι άλλες είναι πιο έξυπνες και πιο τυχερές και βρίσκουν.. πιο πλούσιους, πιο εργατικούς, πιο «υπάκουους». Ναι, εκτός των άλλων αρετών πρέπει να είναι και υπάκουοι. Δεν έκανα καμία προσπάθεια για να πετύχω τον υπέρτατο στόχο. Αντίθετα, έδινα όλη μου την ενέργεια στη δουλειά και με τα χρήματα που κέρδιζα φρόντιζα να περνάω καλά.
Ένα βράδυ είχα βγει με την Κ. και είχαμε πάει σε ένα ουζερί, όπου για πρώτη φορά ήπια ούζο. Έτσι όπως δεν ήμουν συνηθισμένη στο αλκοόλ, πόσο μάλλον στο ούζο, άρχισα να αισθάνομαι πολύ περίεργα. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό μου. Ήταν ένας πελάτης που ήθελε να εξυπηρετηθεί άμεσα. Έφυγα αμέσως, για να πάω σπίτι στον υπολογιστή μου, να κάνω την εργασία και να τη στείλω με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Η δουλειά μου έδινε χαρά, με έκανε να νιώθω ότι κάτι αξίζω και επιπλέον, με τα χρήματα που κέρδιζα έκανα ψώνια, ταξίδια, βόλτες με τις φίλες μου, με δυο λόγια, περνούσα καλά. Μας είχαν κάνει πλύση εγκεφάλου για τον καλό γάμο, όμως η επαγγελματική επιτυχία και ο καταναλωτισμός ήταν αρκετά, ώστε να ξεχνάμε τον πόνο για το γεγονός ότι δεν εμφανιζόταν ο γαλάζιος πρίγκιπας πάνω στο άσπρο άλογο. Έτσι, για την τιμή των όπλων, βρήκα δυο τρεις καλούτσικους στόχους, αλλά αστόχησα. Από τότε έκανα μια στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών. Το δικό μου πρότυπο, ο πατέρας μου, δεν ήταν ένας γλυκανάλατος, καταναλωτικός, γαλάζιος πρίγκιπας. Ήταν σαν τον «Τάκη Πλούμα», από το ομώνυμο ποίημα, «πρώτος στην ομορφιά και στην ορμή». Διάβαζα τις προάλλες για ένα γάλλο συγγραφέα που παραδέχτηκε ότι ντρεπόταν για την εργατική καταγωγή των γονιών του. Κακώς. Αυτός ήταν περήφανος για την καταγωγή του από τους αγρότες της Κρήτης και προσπαθούσε να είναι προσγειωμένος στην πραγματικότητα και να ξεπερνάει τις δυνάμεις του, παραμένοντας πιστός στον εαυτό του. Γιατί όπως έλεγε και ένας συγγενής της μαμάς «εμείς Λενιώ είμαστε παστρικοί».