Της Ελευθερίας Μηλάκη
Μια Παρασκευή, Νοέμβριο μήνα, η Ακριβένια Λαζαρέτο έκλεισε το γραφείο της, αφαίρεσε την επιγραφή της εισόδου που ήταν κολλημένη με σιλικόνη και ξεκίνησε για την Ελλάδα. Κανείς δεν θα το πίστευε με το πρώτο, ότι η γενική γιατρός, λίγους μόνο μήνες μετά την έναρξη του επαγγέλματός της, έπαιρνε την επιγραφή της, μια βαλίτσα χρώματος βυσσινί, μια κρεμ ομπρέλα με φρου φρου στο τελείωμα και τα καινούρια της γυαλιά ηλίου, σιγοτραγουδώντας χαρούμενη για το διήμερο στην Ελλάδα που ξανοιγόταν μπροστά της.
Στη βαλίτσα της, αγορασμένα από ένα πολυκατάστημα, είχε βάλει μόνο τα απαραίτητα: Ένα φορεματάκι παραλίας, ένα μαύρο παντελόνι, ένα μαύρο σακάκι, το νεσεσέρ με τα καλλυντικά της, μερικά εσώρουχα της κούτας και το φυλαχτό της, που το είχε μαζί της όπου πήγαινε. Τι ακριβώς πράγμα ήταν αυτό και τι χρώμα είχε το φορεματάκι θα το ανακαλύψουμε παρακάτω. Είχε στο νου της να παραλάβει πριν φύγει και το πακέτο χαλάρωσης, παραγγελία από ένα σάιτ στο διαδίκτυο. Νυχτικό μαύρο, κιμονό εκρού με σατέν μαύρες κορδέλες, μαύρες βελούδινες παντόφλες, κερί με άρωμα μαστίχας και λουκούμια Νάξου. Μετά από χρόνια, φορτωμένη με αναμνήσεις, νοσταλγία και παιδική ανυπομονησία, η Ακριβένια Λαζαρέτο επέστρεφε στην Ελλάδα, στην όμορφη Κέρκυρα των παιδιών και των φτωχοδιάβολων. Άραγε θα αντάμωνε ξανά τους φίλους της; Το Γιάννη με τη χοντρή κοιλιά, την Ξανθιά Αλεπού με την περιπαικτική φωνή, το γέρο Τεό με την παράλογη πεποίθηση ότι μπορεί να τον περάσουν για «γκόμενο», τη γριά Πεζούνα με τα ασημογάλαζα μαλλιά, τους παλιούς γείτονες, τους παλιούς δασκάλους, τις μάγισσες και της νυχτερίδες.
Φτάνοντας στην Πλατεία Σαρόκο η Ακριβένια Λαζαρέτο περίμενε να δει το Γιάννη με τη χοντρή κοιλιά, όμως, τι περίεργο, δεν κυκλοφορούσε ψυχή, ενώ ήταν ήδη δέκα και τέταρτο. Ανέβηκε αργά αργά την Ευγενίου Βουλγάρεως, ώσπου έφτασε στη μεγάλη πλατεία Εσπιανάδα. Νόμιζε πως θα περάσει η Ξανθιά Αλεπού, για να θυμηθούν πόσο αστεία ήταν με τις μαύρες βαμβακερές κάλτσες που έφταναν δέκα πόντους πάνω από το γόνατο και όλο έπεφταν και όλο τις τραβούσε πάνω. Δεν ήταν εκεί ούτε η Ξανθιά Αλεπού, ούτε ο γέρο Τεό περιδιάβαινε ανησυχώντας ότι μπορεί να τον περάσουν για γκόμενο.
- Συμπεθέρα, τι καλός άνεμος σε φέρνει πίσω στα μέρη μας; Πού είναι το λημέρι σου; Τι δουλειές έχεις στο πνεύμα σου το ανήσυχο; Και τι γατούλα είναι αυτή;
- Γέρο Κρητικέ, αυτό το γατί λέγεται Σφινξ και είναι Αιγυπτιώτισσα. Το λημέρι μου είναι είναι ένα hotel εδώ στο κέντρο και δουλειά δεν έχω. Είμαι στο όμορφο νησί των Φαιάκων για ένα διήμερο επαγγελματικής ξεκούρασης. Καθαρίζω τις σημειώσεις μου. Ξεσκαρτάρω τους μαθητές μου, την ατζέντα μου και την ημερήσια μου διάταξη. Κάθε πρωί πίνω σπιτική λεμονάδα χωρίς ζάχαρη με φρέσκια πιπερόριζα με τόνικ. Το μεσημέρι αγγούρι άφθονο και για δείπνο ένα εκλεκτό φιλετάκι λαχανικού, όπως κολοκύθα, μελιτζάνα ή καρπούζι. Φυσικά, δεν παραλείπω ποτέ το τσάι μου στις 5 το απόγευμα με τους φίλους μου, τον κύριο Σαΐντ, μαροκινό φυσικό με φαλάκρα και γυαλιά μυωπίας χωρίς σκελετό, τον κύριο Μαχίρ, συμπατριώτη του, καθηγητή Μεταφραστικής, τη Σφινξ εννοείται και τη Δεσποινίδα Μεξικάνα.
- Ποια είναι αυτή; Γιατί τη λένε Μεξικάνα;
- Πού να σου εξηγώ. Έχω ήδη αργήσει. Το ένστικτό μου με οδηγεί στον καθεδρικό ναό. Εκεί κάτι μου λέει πως έχει φτωχοδιάβολο.
Έφυγε αργά και αθόρυβα η Ακριβένια Λαζαρέτο και παρουσιάστηκε στη μικρή πλατεία μπροστά στον καθεδρικό ναό. Αυτό που είδαν τα μάτια της δεν θα το πίστευε ούτε με σφαίρες. Ο Γιάννης με τη χοντρή κοιλιά ντυμένος γαμπρός, στο πλευρό του μια ωραία γυναίκα και οι φωτογράφοι να παίρνουν τις τελευταίες λήψεις πριν το ζευγάρι καθίσει για φαγητό. Ο γάμος ήταν έτοιμος, το ίδιο και το τραπέζι στο διπλανό εστιατόριο. Ο φωτογράφος θα καθόταν στο ίδιο τραπέζι με τον κουμπάρο και τον παπά, ενώ το ζευγάρι, για ρομαντικούς λόγους θα καθόταν μόνο του. Στο τραπέζι των φωτογράφων και του κουμπάρου υπήρχε μια άδεια θέση και επίσης ένα άδειο καλαθούνι, στρωμένο με κόκκινο παπλωματάκι καρό και μαξιλαράκι πιε ντε πουλ. Σαν να μας περίμεναν. Σαν να ήταν αόρατη, κάθισε και έβαλε τη Σφινξ στο καλαθούνι. Σε λίγο τα λέμε.
Παραπέρα, στο Δημαρχείο, μόλις είχε τελειώσει ένας άλλος γάμος. Ο φωτογράφος φορούσε γυαλιά μυωπίας και είχε περίεργο ύφος σαν επαγγελματίας φωτογράφος που ήταν. Στα λιγοστά μαύρα μαλλιά του είχε μια στεφάνη με ψύλλους, ψείρες και μια καλοθρεμμένη χοντρή χοντρή Σπάιντερ – Σκόρπιο, αγορασμένη ονλάιν κατά παραγγελία από Θεσσαλονίκη.
Να και το ταξί. Ήταν η Νάγκαν, η ταξιτζού με το λιλά φιόγκο.
- Γεια σας. Είμαι η Άξι, από το Ακριβένια. Τι κάνετε; Τι κάνουν οι γονείς σας; Εδώ η Νάγκαν η νύφη μας που αγαπά το τυράκι. Να ζήσετε και να φύγετε να πάτε αλλού.
- Ευχαριστώ.
- Ωραίο νυφικό. Πού το πήρατε;
- Από Κω. Ο Κυριάκος. Δηλαδή. Φέραμε το ύφασμα από Κύπρο, το νήμα από Κομοτηνή, το βελόνι από εδώ, το φιόγκο…
- Το φιόγκο; Ορίστε!
- Ο φιόγκος ήτανε από Αφρική, τα παιδιά από Λίβανο, η κυρία από Αθήνα, το μερτικό από Κρήτη και το γουρούνι…
- Το γουρούνι; Ορίστε!
- Το γουρούνι ήταν ξένο, αλλά το είχαμε εκθρέψει. Εντάξει;
- Όλα καλά.
- Η μικρή είναι πεθαμένη.
- Δεν είμαι πεθαμένη.
- Είσαι.
- Απλά είχα πάει στην παραλία και φορούσα το μπλε φορεματάκι με τα λευκά τελειώματα και συνάντησα το Γιάννη τον άλλο και του είπα κάτι και με έσπρωξε… Τα λευκά τελειώματα του αγαπημένου μου φορέματος γεμίσανε αίμα. Μόνο αυτό σκεφτόμουν. Το πήγα στο καθαριστήριο, αλλά δεν καθάρισε εντελώς. Δεν είμαι πεθαμένη.
- Ο.Κ. Οκέι. Οκέι.
- Δεν το πιστεύω. Το πρόσωπό σου δεν βλέπεται… Πώς βγήκες έτσι έξω;
Η Ακριβένια και ο κρητικός γέρος έφυγαν ήσυχα από τη σκηνή. Πήγαν για φαγητό στη βόρεια Κέρκυρα και έφαγαν φρέσκα μανιτάρια και ωμά κουκιά σε ένα ταβερνείο. Μαζί τους ήταν και άλλοι άγγελοι. Είχε επίσης χταποδάκι τουρσί, ελιές καλαμών και κορινθιακές σταφίδες Πύργου. Αυτή η μαϊμού η μουσαφίρισσα η Σφινξ είχε μπει μέσα σε ένα τσουβάλι αλεύρι και έπαιζε με τις αραχνούλες της Σπάιντερ – Σκόρπιο. Το φυλαχτό της Ακριβένιας ήταν ένα δαχτυλίδι της Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Ένα μαρτύριο η ζωή της μα κέρδισε στο τέλος τον Παράδεισο. Ο Παράδεισος ανήκει στο Φτωχοδιάβολο.
Επίλογος
Κάποιοι άνθρωποι ζούνε έτσι κι αλλιώς στο περιθώριο, στιγματισμένοι.
Σε αυτόν τον κόσμο, σε αυτή τη σύντομη ζωή, δεν το αντέχω άλλοι να είναι σε παλάτια και άλλοι στο δρόμο. Δεν το αντέχω και γι’ αυτό ελπίζω πως ο παράδεισος θα ανήκει στους φτωχούς και στους αδικημένους. Στο κοριτσάκι με τα σπίρτα. Έτσι και αλλιώς, με το αίμα των φτωχών γράφεται η ιστορία του κόσμου.
* Τα λαζαρέτα ήταν χώροι υποδοχής όπου έμπαιναν σε καραντίνα επιβάτες, πληρώματα καθώς και εμπορεύματα που προέρχονταν από λιμάνια στα οποία άκμαζε η επιδημία της πανούκλας.
Η νησίδα Λαζαρέτο (παλαιότερα γνωστή και ως Άγιος Δημήτριος) είναι ακατοίκητη και βρίσκεται απέναντι από την περιοχή Κοντόκαλι-Γουβιών της Κέρκυρας. Απέχει 2,5 ναυτικά μίλια από την ακτή και έχει έκταση 70,82 στρέμματα. Φαίνεται ότι πήρε το όνομά της από το λεπροκομείο, λοιμοκαθαρτήριο (lazaretto, λαζαρέττο) που υπήρχε στο νησί.