Η κυβέρνηση, πιστή στην κουλτούρα της ιδιωτικοποίησης της πολιτιστικής κληρονομιάς και της κατά το δοκούν διαχείρισης των αρχαιοτήτων με τη συγκεκριμένη διάταξη, ξεπερνάει ακόμα και τον εαυτό της
Σφοδρές πολιτικές και επιστημονικές αντιδράσεις προκαλεί η διάταξη για τον μακροχρόνιο δανεισμό αρχαιοτήτων που εντέχνως ενέταξε το υπουργείο Πολιτισμού στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο για το ΤΑΠ.
Δείτε επίσης: Στο στόχαστρο η Μενδώνη για νομοσχέδιο που προβλέπει εξαγωγή έργων τέχνης από μουσεία – Ονομαστική ψηφοφορία ζητά ο ΣΥΡΙΖΑ
Πρόκειται για διάταξη που, αν τελικά υπερψηφιστεί, προχωράει σε αδικαιολόγητα μακρόχρονη εξαγωγή αρχαιοτήτων από τα μουσεία της χώρας μας, διασπά την ακεραιότητα μουσειακών συλλογών και αντιμετωπίζει τις αρχαιότητες και τα έργα τέχνης ως απλά εξαγώγιμα προϊόντα.
Παράλληλα στερεί τη δυνατότητα της ακαδημαϊκής έρευνας διότι τα μουσεία αποτελούν και κιβωτούς έρευνας, αλλά και από τουλάχιστον μια γενιά Ελλήνων και δεκάδες εκατομμύρια επισκέπτες της χώρας να θαυμάσουν τα μνημεία στη χώρα που τα γέννησε. Ταυτόχρονα στερεί έσοδα από τον κουμπαρά του υπουργείου, δηλαδή του ελληνικού κράτους. Από όποια πλευρά και αν το εξετάσει κανείς, πρόκειται για έναν πρωτοφανή τρόπο διαχείρισης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Η συγκεκριμένη διάταξη εντάχθηκε στο νομοσχέδιο με πρόσχημα να διευκολυνθεί το Μουσείο Μπενάκη, του οποίου δεν αμφισβητείται η σημαντική προσφορά, ώστε να ιδρύσει παράρτημα στη Μελβούρνη, όπως ζητούν ομογενείς. Και παράλληλα να ενισχυθεί από εκθέματα που ανήκουν κατά κυριότητα και κατά χρήση στο Ελληνικό Δημόσιο.
Μετά τα πυρά που δέχτηκε εντός και εκτός Βουλής, η υπουργός Πολιτισμού αναγκάστηκε να περιορίσει τον χρόνο δανεισμού από τον ένα αιώνα που προβλεπόταν αρχικά (50 χρόνια με δικαίωμα ανανέωσης για άλλα 50) σε μισό αιώνα (25 χρόνια με δικαίωμα ανανέωση για άλλα 25).
Ακόμα πιο προκλητική γίνεται η συγκεκριμένη διάταξη όταν στον ισχύοντα αρχαιολογικό νόμο προβλέπεται μακροχρόνιος δανεισμός αρχαιοτήτων, με όριο τα 5 χρόνια και δικαίωμα ανανέωσης. Πολλώ δε μάλλον όταν το βασικό επιχείρημα που προβάλλεται είναι η προώθηση και προβολή του ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό, όταν ακόμα και αυτή όχι απλώς προβλέπεται, αλλά υλοποιείται συστηματικά με την πραγματοποίηση περιοδικών εκθέσεων.
Ποιος εμπόδισε άραγε την προβολή του ελληνικού πολιτισμού μέσω περιοδικών εκθέσεων όπως η περίφημη “Οι Έλληνες” στις ΗΠΑ και τον Καναδά, “Ταξίδι στη χώρα των αθανάτων – 4.000 χρόνια ελληνικών θησαυρών” στην Ιαπωνία και άλλες εξίσου σημαντικές στη Ρωσία, την Κίνα κ.ά., που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία μόνο χρόνια;
Η κυβέρνηση, πιστή στην κουλτούρα της ιδιωτικοποίησης της πολιτιστικής κληρονομιάς και της κατά το δοκούν διαχείρισης των αρχαιοτήτων με τη συγκεκριμένη διάταξη, ξεπερνάει ακόμα και τον εαυτό της. Από τη συλλογή αρχαιοτήτων του αείμνηστου Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η οποία δωρήθηκε τελικά στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων, περνάει στην εξαγωγή κινητών μνημείων και εκθεμάτων για μισό αιώνα!
Για το μείζον αυτό ζήτημα μιλούν στην ΑΥΓΗ τρεις έγκριτοι αρχαιολόγοι, με σημαντική ακαδημαϊκή σταδιοδρομία και ερευνητικό έργο: οι Όλγα Γκράτζιου, ομότιμη καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και πρώην μέλος του ΚΑΣ, ο Δημήτρης Πλάντζος, καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και ο Γιάννης Χαμηλάκης, καθηγητής Αρχαιολογίας και Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Brown των ΗΠΑ.
Όλγα Γκράτζιου: Τα μουσειακά αντικείμενα δεν είναι ιδιοκτησία των υπουργών
Ο δανεισμός μεταξύ μουσείων γίνεται ευρύτατα με την ευκαιρία ειδικών εκθέσεων και είναι χρήσιμος για όλες τις πλευρές, διότι γίνεται με αμοιβαιότητα.
Η ρύθμιση για τον μακροχρόνιο δανεισμό που φέρνει σήμερα το ΥΠΠΟΑ είναι κάτι διαφορετικό: αδιανόητο και πρωτοφανές. Με το περίβλημα της λεξούλας δανεισμός προτείνεται μια άνευ προηγουμένου απεμπόληση μουσειακών αντικειμένων που δεν είναι ιδιοκτησία ούτε των υπουργών (που έρχονται και παρέρχονται) ούτε των βουλευτών που καλούνται να ψηφίσουν. Δανεισμός διάρκειας μισού αιώνα δεν είναι δανεισμός, είναι εκχώρηση, χάρισμα, είναι ξεπούλημα. Και δεν θέλω να ξέρω ποια ανταλλάγματα σκέφτονται οι εμπνευστές της πρότασης
Αντιφατικό και συγχρόνως αποτρόπαιο είναι το ότι η υπουργός Πολιτισμού υπερασπίζεται την προτεινόμενη ρύθμιση με επιχείρημα την αναπτυξιακή σημασία του πολιτιστικού τουρισμού για την Ελλάδα. Μα, αν είναι έτσι, γιατί το πλεονέκτημα αυτό το απομειώνει με την απεμπόληση πολιτισμικών αγαθών;
Αλλά ήδη η σκέψη ότι τα πολιτιστικά αγαθά, και εν τέλει και τα αρχαία μνημεία, χρησιμεύουν για να αναπτύξουν τον τουρισμό δείχνει το αντίθετο: φανερώνει υποτίμηση της έννοιας του πολιτισμού και δείχνει άγνοια σχετικά με την καθόλου μονοσήμαντη σχέση του τουρισμού με την πολιτιστική ανάπτυξη μιας χώρας.
Διότι ο πολιτισμός δεν μετριέται με το πλήθος των μνημείων, αρχαίων και νεότερων, που έχει στα μουσεία της μια χώρα, αλλά και με τον σεβασμό που δείχνει προς αυτά η ίδια. Εκείνοι που είναι ταγμένοι να τα φυλάσσουν, αλλά και ο υπόλοιπος πληθυσμός της. Το να εκποιεί το ίδιο το ΥΠΠΟΑ διά νόμου πολιτιστικά αγαθά δείχνει πολιτισμική φτώχεια.
Άστοχο και απαράδεκτο είναι επίσης το επιχείρημα ότι θα δανείζονται τα αρχαία που γεμίζουν τις αποθήκες των μουσείων. Πρώτον, όταν τα βγάζουμε στο σφυρί οι μνηστήρες θα ζητήσουν τα διάσημα αντικείμενα. Δεύτερον, αλίμονο να μην είναι οι μουσειακές αποθήκες γεμάτες. Αλίμονο αν τα μουσεία δεν έχουν τη δυνατότητα να εναλλάσσουν τα εκθέματά τους, να τα αναδιατάσσουν στις εκθέσεις τους, να αναδεικνύουν άλλες πλευρές της Ιστορίας, της τέχνης, της ζωής των ανθρώπων.
* Η Όλγα Γκράτζιου είναι ομότιμη καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, πρώην μέλος του ΚΑΣ
Δημήτρης Πλάντζος: Μόνιμη μετακίνηση αρχαίων για μία ή και δύο γενιές
Η πρακτική του δανεισμού αρχαιοτήτων στο εξωτερικό, ειδικά στο πλαίσιο ανταλλαγών με αντίστοιχα εκθέματα που εισάγονται προσωρινά στη χώρα, μπορεί να εμπλουτίσει σημαντικά την πολιτιστική ζωή μιας χώρας, ενισχύοντας παράλληλα την εικόνα της διεθνώς. Ακόμη και στην εποχή της ψηφιακότητας και των εικονικών εκθέσεων, η αυτούσια μετακίνηση έργων τέχνης διατηρεί την ελκυστικότητά της – και όλοι έχουμε επωφεληθεί από αυτό. Η πρόβλεψη όμως για υπερβολικά μακροχρόνιο δανεισμό -εκατό, όπως αρχικά προτάθηκε, ή ακόμη και πενήντα χρόνια- δεν μπορώ να αντιληφθώ πού αποσκοπεί. Ουσιαστικά ισοδυναμεί με μόνιμη μετακίνηση για μία ή και δύο γενιές. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ένα τέτοιο σχέδιο δεν θα μπορεί να αφορά «πρώτης γραμμής» αρχαιότητες. Δεν θα μπορεί, για παράδειγμα, να φύγει η Πεπλοφόρος ή η λάρνακα της Βεργίνας για πέντε ή επτά δεκαετίες.
Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου θα πρέπει να εξηγήσει λεπτομερώς πού αποσκοπεί μ’ αυτή την πρόταση, τι είδους αντικείμενα προβλέπεται να σταλούν σε τι είδους ιδρύματα και όχι να κρύβεται πίσω από μελλοντικές, υποθετικές γνωμοδοτήσεις του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Εάν δρομολογείται η μόνιμη έκθεση ελληνικών αρχαιοτήτων στο εξωτερικό, θα πρέπει να το ξέρουμε για να εξετάσουμε τη βιωσιμότητα αυτής της πρότασης.
* Ο Δημήτρης Πλάντζος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Γιάννης Χαμηλάκης: Εμπορευματοποίηση των αρχαιοτήτων
Η προτεινόμενη τροποποίηση του αρχαιολογικού νόμου δεν αφορά μόνο τη «μακρόχρονη εξαγωγή αντικειμένων των συλλογών μουσείου, τα οποία μπορεί να αποτελούν και μνημεία», όπως αναγράφεται στη σχετική τροπολογία, εξαγωγή που, καθώς προβλέπεται να διαρκεί αρκετές δεκαετίες, φαίνεται να γίνεται μόνιμη. Αφορά ουσιαστικά την αλλαγή της μουσειακής πολιτικής της χώρας, με τη δημιουργία παραρτημάτων μουσείων στο εξωτερικό, αλλαγή που δρομολογείται μέσα από μια τροπολογία σε ένα σχέδιο νόμου που αφορά διαφορετικά ζητήματα και χωρίς την απαιτούμενη δημόσια συζήτηση και διαβούλευση με τη συμμετοχή και των ειδικών, μουσειολόγων και αρχαιολόγων, αλλά και του κοινού. Όσο δε αφορά την αιτιολόγηση, αυτή φαίνεται να στηρίζεται αφενός στην εμπορευματοποίηση των αρχαιοτήτων και αφετέρου στην προώθηση αυτού που έχει ονομαστεί από τον Μπένεντικτ Άντερσον «εθνικισμός της διασποράς» ή και «long distance nationalism».
Γιατί αν πραγματικά χρειάζεται η χώρα αυτή τη στιγμή παραρτήματα των μουσείων της στο εξωτερικό, τότε θα πρέπει να συζητηθούν οι όροι και οι προϋποθέσεις, αλλά και το πλαίσιο μέσα στο οποίο κάτι τέτοιο εντάσσεται. Σε μια χρονική στιγμή που τα μουσεία διεθνώς αναζητούν τρόπους να απαλλαγούν από την αποικιακή αλλά και την εθνικιστική λογική πάνω στην οποία στηρίχτηκε η ίδρυση πολλών απ’ αυτά, η συγκεκριμένη κίνηση και η αιτιολόγησή της φαίνονται ιδιαίτερα αναχρονιστικές.
* Ο Γιάννης Χαμηλάκης είναι καθηγητής Αρχαιολογίας και Νεοελληνικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Brown (ΗΠΑ)