Της Ελευθερίας Μηλάκη
«Τους δίνεις χείρα βοηθείας και τη δαγκώνουν», με είχε προειδοποιήσει ο καθηγητής μου, ο οποίος δίδασκε αγγλική γλώσσα και λογοτεχνία. Οι καθηγητές, όπως και οι γονείς, δίνουν συμβουλές και προειδοποιήσεις, όμως τις περισσότερες φορές ο μόνος τρόπος για να μάθει κανείς είναι η εμπειρία, ακόμα και η δυσάρεστη. Όπως έλεγε και το τραγούδι «γιέ μου, δεν τον άκουσες το δόλιο σου πατέρα», δηλαδή αγνοούμε αυτά που μας λένε οι μεγαλύτεροι, αλλά έρχεται η στιγμή που τα ζούμε.
Όταν δίνεις «χείρα βοηθείας», δεν ξέρεις πάντα ότι είναι έτσι τα πράγματα. Αλλά όταν το ξέρεις, περιμένεις και ανάλογη συμπεριφορά… Δηλαδή εκτίμηση και ευγνωμοσύνη. Το πρώτο καμπανάκι χτύπησε όταν πήγα μια μέρα στη δουλειά, φορώντας ένα τζην σε χρώματα παραλλαγής και με μεγάλα σκισίματα στα γόνατα. Το είχα αγοράσει ογδόντα ευρώ από μια αγαπημένη μου εταιρεία και το αγαπούσα πραγματικά πολύ. Ήταν μια ανοιξιάτικη μέρα, ηλιόλουστη μέσα στο χειμώνα και λίγο πριν την πρώτη καραντίνα. Μόλις με είδε ο κύριος Ν., ο καλός και ευγενικός, μου είπε με υποτιθέμενο ειλικρινές ενδιαφέρον, «τι έγινε, Ε., έπεσες;». Δεν ήθελα να πιστέψω ότι σε μία δουλειά σαν αυτή, θα μου επέβαλλαν τι να φορέσω. Δεν ήμουν και σε μια δουλειά που απαιτεί αυστηρό… dress code. Το προσπέρασα και πραγματικά πίστεψα ότι ο καλός κύριος Ν. όντως νόμιζε ότι έπεσα και σκίστηκε το τζην και ανησύχησε για μένα…
Το αρνητικό της υπόθεσης ήταν ότι οι αμοιβές δεν είχαν ούτε ένα σεντς παραπάνω από το ελάχιστο που προβλέπει ο νόμος. Τι και αν είχα πτυχία, μεταπτυχιακό και πολυετή εμπειρία. Η αμοιβή μου ήταν σαν μιας κοπέλας που πήρε πέρυσι το Proficiency. Όμως, πλήρωναν στην ώρα τους τους μισθούς και τις υποχρεώσεις, όπως δώρο Χριστουγέννων κτλ. Ένιωθα σαν ντελιβεράς που οδηγεί με το μηχανάκι στη βροχή, είχε και χάλια καιρό. Όταν είχα προσωπική επιχείρηση , παλιότερα δεν ήθελα να να απασχολώ άτομο με χαμηλές αμοιβές, έστω και αν το προβλέπει ο νόμος. Προτιμούσα, όταν είχα πάρα πολλή δουλειά, να πίνω ενεργειακά ποτά και να δουλεύω όλη νύχτα. Όσο και αν αγαπάς τη δουλειά σου, όσο και αν την έχεις αναγάγει στο πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής σου, όταν απασχολείσαι με δυσμενείς όρους, η δυσαρέσκεια υπάρχει. Αυτό σημαίνει ότι όσο καλά και αν περνάς δουλεύοντας, όσο και αν η δουλειά είναι τόσο ευχάριστη σαν να πηγαίνεις για καφέ με φίλους, δύσκολα μπορείς να ανεχτείς τη σταγόνα που θα ξεχείλιζε το ποτήρι. Μου έχει συμβεί σε διάφορες επιχειρήσεις που τώρα έχουν πολλή δουλειά, όπως φούρνοι και σούπερμαρκετ, δυσαρεστημένοι υπάλληλοι να μην μπορούν να κρύψουν την κακή τους διάθεση μπροστά στον πελάτη, ξεχνώντας ότι η βασική αρχή των επιχειρήσεων είναι ότι «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο». Μπορεί να ήμουν δυσαρεστημένη για τις χαμηλές αμοιβές και το δυσμενές ωράριο, όμως πήγαινα πάντα στη δουλειά με αληθινή χαρά, γιατί ακόμα νόμιζα ότι η καριέρα, έστω, η απασχόληση, είναι το παν στη ζωή μου. Τώρα καταλαβαίνω τις γυναίκες που μένουν σπίτι και φροντίζουν την οικογένειά τους. Είναι προτιμότερο από το να έχεις ένα κακό αφεντικό που σε στίβει σαν λεμόνι, σου φέρεται αυταρχικά και εισπράττει τα χρήματα μόνο για τον εαυτό του. Το να μείνεις όμως και για πάντα στο σπίτι δεν είναι λύση, ειδικά αν είσαι ακόμα νέα, γιατί και ο σύζυγος δεν είναι συνταξιοδοτικό πρόγραμμα… Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα.
Το επόμενο καμπανάκι χτύπησε όταν είδα στο υπόγειο ένα σάκο γεμάτο… δωράκια, τα οποία ήταν κουμπαράδες. Ωχ, σκέφτηκα, η… αποταμίευση εδώ είναι άποψη. Έπαιρνα πάντα το βραβείο στη γιορτή της αποταμίευσης, περηφανεύτηκε η κυρία Α.Σ. Και όχι μόνο άποψη, αλλά και ιδεολογία… Μετά χτύπησαν όχι καμπανάκια, αλλά καμπάνες. Προσπάθησαν να εξαπατήσουν μια οικογένεια μεταναστών και έπαιξα και εγώ το παιχνίδι τους, για να μην χάσω τη δουλειά μου. Όμως οι Αλβανοί ερχόταν κάθε βράδυ οικογενειακώς και ζητούσαν τα λεφτά τους πίσω και αν δεν τα έδιναν «θα είχαν πρόβλημα». Μόνο επειδή φοβήθηκαν επέστρεψαν τα χρήματα στους ανθρώπους του μεροκάματου, τους οποίους ήθελαν να εξαπατήσουν. Όπως άκουγα να μιλάνε γι’ αυτούς, ένιωθα περίεργα. Οι Αλβανοί πελάτες μου παλιά ήταν καλοί, όχι μόνο πλήρωναν πρόθυμα, έδειχναν και σεβασμό στον επαγγελματία, στον επιστήμονα. Τον ίδιο σεβασμό μου έδειχναν πάντα και οι γονείς παιδιών, όταν έρχονταν να ρωτήσουν για την πρόοδό τους. Θυμάμαι την «Άννα» που δούλευε σε ξενοδοχεία ως καμαριέρα και σε σπίτια και γραφεία ως καθαρίστρια, που ερχόταν να πάρει τον έλεγχο για την πρόοδο των άριστων μαθητών της ντυμένη καλά, βαμμένη και φορώντας σκουλαρίκια και κολιέ. Πώς τολμάς εσύ επειδή πήρες ένα πτυχίο και βρήκες μια επιχείρηση με έτοιμο πελατολόγιο, να φέρεσαι ρατσιστικά και να κουτσομπολεύεις ανεξαιρέτως όλους, γονείς και μαθητές κάθε εθνικότητας, με τον τρόπο που που δείχνει πολύ χαμηλό επίπεδο. Όσο για μένα, τους φαινόταν αστείο το γεγονός ότι το χόμπι μου είναι να διαβάζω και να γράφω, το έβλεπαν επιφυλακτικά, σαν να έβλεπαν ένα «σπάνιο πουλί», με την κακή έννοια.
Για τους γονείς, τα παιδιά και τους καθηγητές η επιβολή της τηλεργασίας και το κλείσιμο των φροντιστηρίων ήταν μια αφόρητη πίεση. Εδώ και χρόνια, εκδοτικοί οίκοι οργάνωναν εκδηλώσεις και σεμινάρια με σκοπό τη χρήση της τεχνολογίας στη διδασκαλία. Στην αρχή αντιστεκόμουν πολύ, δεν καταλάβαινα τίποτα και δεν ήθελα να καταλάβω. Έτσι και αλλιώς στα φροντιστήρια ήταν τέτοιες οι συνθήκες εργασίας που ένιωθα ότι δεν είχα κανένα μέλλον, όμως θα μπορούσα πάντα να κάνω μια νέα αρχή. Όταν μπήκε στη ζωή μας ο κορωνοϊός, αναγκάστηκα να μάθω την τηλεδιδασκαλία, δεν ήταν κάτι τόσο δύσκολο. Οι δυσκολίες παρέμεναν, διακοπή ρεύματος, διακοπή ίντερνετ, θόρυβοι στα σπίτια των παιδιών. Ήταν όμως μια λύση ανάγκης και μπορώ να πω ότι τα παιδιά συνεργάζονταν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και περνούσαμε καλύτερα σε σύγκριση με το κανονικό μάθημα. Η άλλη λύση θα ήταν να γίνει αναστολή, να μείνουμε στην ασφάλεια του σπιτιού μας και να αναπληρωθούν τα μαθήματα μετά.
Τα «σκληρά» αφεντικά αρνήθηκαν να δουλεύουν οι καθηγητές από την ασφάλεια του σπιτιού του και να τον πληρώνουν. Ήθελαν να πηγαίνουν κανονικά στη δουλειά, κανονικά στο ωράριο και από μια αίθουσα άδεια από παιδιά να κάνουν την τηλεδιδασκαλία από τον υπολογιστή της αίθουσας. Όμως το δεύτερο lockdown ήταν καταστροφικό για τις μικρές επιχειρήσεις και κάποιος έπρεπε να πληρώσει τη νύφη. Θα είστε σε αναστολή και θα δουλεύετε κανονικά. Υπάρχουν συνεργάτες που το ανέχονται, γιατί τρέμουν μη χάσουν τη δουλειά τους. Όμως, όπως λένε και οι Άγγλοι «you can’t have your cake and eat it too» (δεν γίνεται να έχεις και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο). Δυστυχώς όμως το νομικό πλαίσιο δεν παρέχει καμία προστασία στον εργαζόμενο που «εξαρτάται από το μισθό του».
Αλίμονο. Το θέμα δεν ήταν μόνο οικονομικό. Λατρεύω την ιστορία. Με αφορμή της διάφορες γιορτές και επαιτείους, παρουσίασα στην τάξη θέματα ιστορίας, όπως για παράδειγμα το θέμα που βρήκα στο candiadoc, στις σελίδες ιστορίας «γερμανοί αντιφασίστες στις τάξεις του ΕΛΑΣ». Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν, όταν τους έδειξα τις αφίσες που προέτρεπαν τη συνεργασία με τον ΕΛΑΣ, έστω και την τελευταία στιγμή. Την 28η Οκτωβρίου παρουσίασα το θέμα των στρατιωτών που είναι ακόμα θαμμένοι στην Αλβανία. Επίσης παρουσίασα την βρετανική Remembrance Day μιλώντας για την αποκιοκρατία και την ανήθικη εξωτερική πολιτική της Μ. Βρετανίας διαχρονικά. Στη γιορτή του Πολυτεχνείου ήμουν διστακτική. Φοβήθηκα να κάνω αφιέρωμα στην τάξη. Ρώτησα μόνο ένα παιδάκι αν ξέρει τι γιορτάζουμε και μου είπε όχι. Ήταν το ίδιο παιδάκι που μου είχε πει την 28η Οκτωβρίου ότι γιορτάζουμε πως «οι Ιταλοί ήθελαν να πάρουν την πατρίδα μας και αν την έπαιρναν, εμείς κυρία που θα μέναμε;» Θα ήμουν πιο σωστή αν είχα κάνει αφιέρωμα στη γιορτή της κολοκύθας και στο Oktoberfest…
Το ήξερα ότι πρέπει ακόμα να τον κρύβω. Μια φορά έκανα ιδιαίτερα στα παιδιά μια γυναίκας, καλή γυναίκα φαινομενικά και τα παιδιά καλοί μαθητές. Συναντηθήκαμε μια μέρα τυχαία σε ένα εμπορικό κέντρο όπου είχα πάει με την οικογένειά μου. Μας κοιτούσε σαν να είδε φάντασμα, έμεινε με το στόμα ανοιχτό και τελικά κατάφερε να ψελίσσει «ο….σύζυγος»; Ναι, είπα. Και από τότε δεν έφερε ξανά τα παιδιά της για μάθημα. Πριν από λίγο καιρό, όταν σχολούσα, με περίμενε ο Α. για να πάμε σουπερμάρκετ. Τότε πέρασε η διευθύντριά μου και τον είδε. Είδα το πονηρό της ύφος, προφανώς δεν περίμενενε ότι ήταν ο «επίσημος» αγαπημένος μου, νόμισε πως ήταν κάποιος περαστικός από τη ζωή μου. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Και στο προηγούμενο φροντιστήριο που εργαζόμουν, όταν τους μίλησα για την καταγωγή του άντρα μου, ήρθε η αρχή του τέλους για τη συνεργασία μας, η οποία έτσι κι αλλιώς ήταν προς το δικό τους συμφέρον. Με τον Α. μια μέρα είναι σαν μια ολόκληρη ζωή, είχα πει στη Σοφία, τη γυναίκα ενός εργοδότη μου παλιά. Θα μπορούσα να τον περιμένω για χρόνια. Είσαι ολιγαρκής, απάντησε αυτή. Δεν έχεις διαβάσει το Για ποιον Χτυπάει η Καμπάνα του Χέμινγουεη, σκέφτηκα μόνη μου…
Ήταν καλοκαίρι και έκανε πολλή ζέστη, διηγείται ο Α. Σχόλασα από το σχολείο και πήρα το φαγητό να το πάω στο μπαμπά που δούλευε στο χωράφι. Περπατώντας στον αγροτικό δρόμο, είδα ξαφνικά ένα φίδι. Μου έδειξε με το χέρι του το σχήμα του κεφαλιού του και κατάλαβα ότι μιλούσε για κόμπρα. Και… τρεχότανε προς το μέρος μου. Το «τρεχότανε» ήταν υβρίδιο των λέξεων έτρεχε και ερχότανε. Τότε εγώ βγήκα από το δρόμο για να το αποφύγω και τρέχοντας μέσα από χωράφια έφτασα στον πατέρα μου. Αν σε προλάβει η κόμπρα, συνεχίζει ο Α., σου επιτίθεται, πετάγεται στο πρόσωπο σου, σε δαγκώνει και πεθαίνεις. Θα βρουν στο πρόσωπό σου παπά να θάψουν και την παπαδιά, αν είσαι καλός. Δυστυχώς για κάποιους καλός σημαίνει χαζός. Κυρίως όμως, είναι τρομερό να βλέπεις ότι φθονούν την επιτυχία σου μέσα στην ίδια τους την επιχείρηση, ενώ αντίθετα θα έπρεπε να χαίρονται γι’ αυτήν και να σε ανταμείβουν ανάλογα…