Της Ελευθερίας Μηλάκη
Θέλω να γράψω σαν τον Ντοστογιέφσκι. Σαν έτοιμη από καιρό. Όχι να σχεδιάζω, να γράφω, να σβήνω, να διορθώνω. Το αποτέλεσμα θα έρθει από μόνο του, χωρίς προσπάθεια. Και χωρίς να το έχει παραγγείλει κανείς. Άδικα περίμενα τόσο καιρό; Ούτε χθες, ούτε αύριο. Καλά θα ήταν να υπήρχε μόνο το τώρα. Δεν θα είχαμε κανένα λόγο να μετανιώνουμε για τίποτα και δεν θα είχαμε κανένα άγχος για αργότερα.
Η μικρή Μινέρβα κάθεται και κλαίει. Παράξενο όνομα για κοριτσάκι. Ο νονός της γιαγιάς της ήταν ένας πολιτικός που ήταν φιλόλογος και λάτρης των λατινικών. Δεν θα γίνω εγώ γεροντοκόρη σαν αυτές. Δεν θα με κάνετε σαν εσάς. Και αυτές που παντρεύτηκαν τι κατάλαβαν. Εγώ θα βρω δουλειά, θα έχω τα δικά μου λεφτά και θα παντρευτώ όποιον θέλω. Δεν σας έχω ανάγκη και τα μυαλά σας είναι 500 χρόνια πίσω. Μιλάει μόνη της και νομίζει ότι δεν την ακούει κανείς. Όμως λίγο πιο πέρα, στο αλώνι, στεκόταν ο Γιάννη, ο μικρός βοσκός. Τι κλαις καημένη. Για όλα υπάρχει λύση. Γιατί δεν λες στον πατέρα σου να σε στείλει στο θείο σου το Νικηφόρο στη χώρα, να γραφτείς στο γυμνάσιο. Δεν είσαι μωρέ και άριστη μαθήτρια, αλλά άμα βγάλεις το γυμνάσιο θα είσαι καλύτερη νύφη. Θα βρεις κανένα να σε πάρει. Η μικρή Μινέρβα άκουγε προσεχτικά, ήθελε κάτι παραπάνω από ένα γάμο, όμως δεν της φάνηκαν και παράλογα αυτά τα λόγια.
Θα το πω του μπαμπα. Αυτός μπορεί να με καταλάβει λίγο. Η μαμά αν το ακούσει θα θυμώσει πολύ. Πρέπει πάση θυσία να δραπετεύσω από αυτό το περιβάλλον. Εδώ είναι καθένας και απάνω του, κανείς δεν νοιάζεται για τον άλλο και ο πιο αναίσθητος επιβιώνει. Η μαμά πού να καταλάβει. Αυτή είναι ανέπαφη από κάθε θετικό ή αρνητικό συναίσθημα. Είναι παγωμένη, γιατί μεγάλωσε με ξένη μάνα, με μητριά. Η μητριά ήταν και αυτή μια γυναίκα έρμαιο της μοίρας, πώς να δώσει αγάπη στο ορφανό. Δεν αισθανόταν καν την ανάγκη να την αγαπάνε. Το θεωρούσε απόλυτα φυσιολογικό να μην την αγαπάνε και να μην αγαπάει. Αυτή η ορφανή. Μέχρι που πολλά χρόνια μετά κάτι άλλαξε μέσα της, όταν έγινε για πρώτη φορά γιαγιά. Τότε μόνο η κατάρα έσπασε, σαν να ξύπνησε μέσα της η αγάπη που είχε τόσα χρόνια εξουδετερωθεί.
Ακούσατε τι έγινε; Πέθανε η γυναίκα του Νικολή. Έμεινε χήρος με ένα μικρό κορίτσι. Το νέο κυκλοφόρησε στο μικρό χωριό σαν αστραπή. Τώρα ήταν η ευκαιρία. Η Μινέρβα είχε ήδη κλείσει τα 24 και δεν είχε βρει ακόμα γαμπρό. Οι γονείς της αποφάσισαν ότι θα παντρευτεί το χήρο Νικολή, είναι καλός άνθρωπος, τίμιος, εργατικός, δεν θα πεινάσει μαζί του. Τώρα που είναι μόνος και έχει ανάγκη από μια παραμάνα, μαγείρισσα και καθαρίστρια, τώρα θα του έρθει η Μινέρβα μας σαν δώρο Θεού. Εκείνη ούτε πού τη ρώτησαν. Τι, θα είχε την ευκαιρία να παντρευτεί και θα έλεγε και όχι; Δεν βρίσκεις κάθε μέρα έναν καλό άνθρωπο, θεοσεβούμενο και να έχει και τον τρόπο του.
Την επόμενη κιόλας μέρα, η προξενήτρα η Κατερινιώ πήγε ακάλεστη στο σπίτι του Νικολή. Το μωρό κοιμόταν στην κούνια του, σαν να μην είχε καταλάβει τίποτα, σαν να μην το ένοιαζε που αποχωρίστηκε τη μητέρα του τόσο νωρίς.
Καλημέρα Νικολή. Ήρθα να σου φέρω ένα καρβέλι ψωμί, ζύμωσα ψές. Σε λυπούμαι κακομοίρη. Να, σου στέλνει αυτό το φαΐ η γειτόνισσά μου η Τασία και αυτά τα καθαρά προικιά για το μωρό τα στέλνει η Μαρίνα του παπά. Μόνη της τα έραψε για την κορούλα σου, μέρα νύχτα έραβε για να προλάβει. Όπως ερχόμουν είδα τυχαία στο δρόμο τη Λενιώ του μπακάλη. Μια χαρά κοπέλα έγινε, σαν τα κρύα τα νερά. Ούτε 18 δεν είναι και όμως είναι σοβαρή και προκομμένη. Να κρύψω και μερικά χρονάκια να γίνει καλύτερα η δουλειά, μα τι; Θα πάει στο ληξιαρχείο να ερευνήσει; Σκεφτόταν η προξενήτρα. Αυτό το κορίτσι αξίζει πολλά, δεν πρέπει να το χάσεις. Πρέπει να προλάβεις, γιατί τη ζητάνε και άλλοι. Είναι περιζήτητη, σοβαρή, νοικοκυρά, ακούραστα θα φροντίζει εσένα και τη μικρή σου. Τι; Μπορείς να πάρεις υπηρέτρια έτσι όπως είναι η κατάσταση; Θα σε κουτσομπολεύουν όλοι. Θα σου βγάλουνε το όνομα. Θα λένε, με τα ίδια λεφτά τα έχει όλα. Βλέπεις; Είσαι αναγκασμένος να την πάρεις. Δεν έχεις πλέον άλλη επιλογή.
Αποσβολωμένος ο Νικολής έμεινε να κοιτάει την προξενήτρα. Δεν είχε και άδικο. Και πολύ άργησε. Ήδη είχαν περάσει δύο μήνες που φρόντιζε μόνος το μωρό και δεν μπορούσε ούτε να βγει από το σπίτι, ούτε να πάει να δουλέψει, ούτε να πάει στο καφενείο. Η συγχωρεμένη είχε φανεί στον ύπνο του, όταν έκλεινε τα σαράντα και του μίλησε σαν να ήταν ζωντανή μπροστά του. Το ξέρω πως δεν κλαις για μένα Νικολή. Και καλύτερα, γιατί οι νεκροί που δεν τους κλαίνε είναι πιο τυχεροί. Ξεχνάνε τις πίκρες της ζωής, γιατί πίνουν από τη βρύση πού βγάζει το νερό της λησμονιάς. Αν ρίξεις ένα δάκρυ το νερό θολώνει και οι μνήμες επιστρέφουν. Πιο καλά είμαι έτσι, να περιδιαβαίνω λιβάδια από ασφοδίλους σαν να μην υπήρξα ποτέ. Θα δεις, έχει και αλλού πορτοκαλιές, έχει και άλλα ψάρια η θάλασσα. Ένα ψαράκι καινούριο θα σου στείλει ο Θεός και αυτό μπορεί να το αγαπήσεις. Αν και δύσκολο μου φαίνεται. Μια καρδιά που είναι τόσο σκληρή και εγωιστική δεν μπορεί να αγαπήσει κανένα, γιατί το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να έχει πρόσωπο, καλή εικόνα στην κοινωνία. Προτιμάς να πεθάνεις από να χαλάσεις την εικόνα σου και αυτός είναι ο άκαμπτος, ατσάλινος χαρακτήρας σου.
Καλά τα λες μωρέ Κατερινιώ. Γιατί δηλαδή να είμαι εγώ εδώ μόνος και να μην κάνω και μια καλή πράξη να πάρω το κορίτσι αυτό; Όχι δηλαδή ότι δεν θα βρούνε και άλλους υποψήφιους γαμπρούς αν θέλουν, αλλά να, καταπώς φαίνεται έχουνε και άλλη σαβούρα, δηλαδή τρεις αδερφές ακόμα. Το ξέρουμε καλά και οι δυο ότι χάρη θα τους κάνω.
Σε στενό οικογενειακό κύκλο, λόγω του πένθους, έγινε ο γάμος του Νικολή και της Μινέρβας. Σε ένα χρόνο ακριβώς καλωσόρισαν και την κόρη τους, την Ειρήνη. Τα δυο κορίτσια μπορεί να ήταν από άλλη μάνα, αλλά έμοιαζαν σαν δίδυμα. Κοράκου χρώμα τα ίσια μαλλιά τους, ενώ μεγαλώνοντας απέκτησαν ένα ψηλόλιγνο στητό παράστημα, όχι και τόσο καλό για τα πρότυπα ομορφιάς της εποχής. Η Μαρία και η Ειρήνη ήταν πολύ αγαπημένες. Δεν ξέρω πώς τα κατάφερε η Μαρία να μην την δηλητηριάσει το γεγονός ότι η μητριά της αγαπούσε μόνο την δική της κόρη, ενώ την Μαρία την αντιμετώπιζε σαν ένα αναγκαίο κακό, όμως αυτό το κακό ήταν εργατικό και χρήσιμο. Νοικοκεραδάκι ήταν η Μαρία από πολύ μικρή. Είχε μάθει να μην την αγαπάει κανείς εκτός από την αδερφούλα της. Τα δυο κορίτσια δεν ένιωσαν ποτέ ότι δεν είναι αληθινές αδερφές. Παράξενο, γιατί είναι άλλα αδέρφια, από την ίδια μάνα και τον ίδιο πατέρα, που αν η μάνα ή ο πατέρας αγαπά περισσότερο το ένα παιδί, θυμώνουν και το μισούν. Και ας λένε μερικοί ότι οι γονείς αγαπάνε όλα τα παιδιά το ίδιο. Είναι όπως μας ρωτούσαν όταν ήμασταν παιδιά, ποιον αγαπάς καλύτερα, το μπαμπά ή τη μαμά; Και είχαμε μάθει ότι πρέπει να απαντήσουμε: Και τους δυο. Μακάρι να ήταν έτσι. Μαρία, το ξέρεις ότι σε λίγα χρόνια θα χάσεις τον μοναδικό άνθρωπο που αγαπάς και σε αγαπάει;
Τα χρόνια περνούσαν και τα κορίτσια μεγάλωναν. Αν ήταν όμορφες, παχουλές, θα ήταν ήδη παντρεμένες. Όμως ήταν και οι δύο ψηλές, ξερακιανές, σαν βέργες, με μαύρα, κατάμαυρα μαλλιά και, αλίμονο, μαύρο, πολύ μελαμψό δέρμα. Όμως για όλους έχει ο Θεός. Ήταν 1922. Ο μοναδικός ξάδερφος της Μαρίας από την οικογένεια της νεκρής μητέρας της, το Μανωλιό, χάθηκε στη Μικρά Ασία. Δεν βρέθηκε ποτέ, κάποιοι είπαν πως τον είδαν να πεθαίνει, αλλά κανείς δεν ήξερε όλη την αλήθεια και κανείς δεν την έμαθε ποτέ. Άλλοι γύρισαν και συνέχισαν τη ζωή τους, σακατεμένοι σωματικά και ηθικά. Ένας από αυτούς ήταν ο πατέρας του μικρού βοσκού, του Γιάννη. Απαρηγόρητοι οι γονείς του που έχασαν το μοναχογιό και μοναχοπαίδι τους, έδωσαν την όχι και τόσο μικρή περιουσία τους στην ορφανή Μαρία. Για την εποχή ήταν μια πολύ καλή προίκα. Αυτό κάλυπτε κάπως το γεγονός ότι η Μαρία ήταν αδύνατη, μαύρη, ορφανή και αγέλαστη.
Η Αλίκη, μια γυναίκα δυναμική, παχουλή, τολμηρή και παμπόνηρη έψαχνε νύφες για τα παιδιά της. Αυτή είχε την τύχη να έχει μόνο γιους και μάλιστα τέσσερις. Τι στο καλό, τόσο άδικη είναι η τύχη που σε άλλους έδινε μόνο αγόρια και σε άλλους μόνο κορίτσια; Και όμως έτσι ήταν η Ελλάδα τότε. Μόλις έμαθε τα νέα η Αλίκη, ότι η Μαρία απέκτησε κληρονομιά, αποφάσισε να αναλάβει δράση. Ποτέ δεν θα της έλεγε κανείς όχι. ‘Ηταν πάντα νικήτρια σε ό,τι αποφάσιζε να κάνει και πάντα εκείνη είχε τον τελευταίο λόγο σε ο,τιδήποτε αφορούσε τη ζωή της. Μια άλλη υποψήφια συμπεθέρα είχε τολμήσει να της πει πως ο γιος της δεν ήταν αρκετά καλός για την κόρη της. Όμως γρήγορα το όχι έγινε ναι. Και έτσι πάντρεψε το γιο της. Είχε έρθει η σειρά του δεύτερου γιού, του Λευτέρη. Ήταν ρομαντικός ο Λευτέρης και ονειροπόλος, είχε μια μεγάλη και γενναία καρδιά και λαμπερά γαλάζια μάτια. Όμως πίσω από την ντελικάτη και τρυφερή εμφάνιση τού έκρυβε ένα πείσμα ατσάλινο, σαν της μαμάς του της Αλίκης. Παντρεύτηκαν λοιπόν τα δύο ατσάλινα περιστέρια και έφτιαξαν τη δική τους φωλιά, στον παραδεισένιο κήπο του ήρωα της Μικρασίας, του Μανωλιού. Μου είναι δύσκολο μα πρέπει να σε αφήσω, σε αυτή την ήσυχη ακτή του el paradiso. Τι τραγούδι. Εκείνη την εποχή με εξέφραζε απόλυτα και κάθε φορά το θυμάμαι, όταν πρόκειται για καταστάσεις χαμένες από χέρι.
Μετά τη Μαρία παντρεύτηκε και η Ειρήνη. Τη χρονιά που έπεσε το σκοτάδι στην Ελλάδα, στην Κρήτη και σε όλο τον κόσμο. Η Κρήτη έπεσε ηρωικά στους Γερμανούς μετά από δεκαήμερη άγρια μάχη. Το τελευταίο ελεύθερο κομμάτι του ελληνικού εδάφους έπεσε στα χέρια του σατανικού εχθρού. Ο φόβος σκέπασε τις καρδιές, οι κατακτητές έδειξαν το φρικτό πρόσωπό τους με εκτελέσεις, ληστείες και καταστροφές, ενώ η νιόπαντρη Ειρήνη αρρώστησε βαριά. Κάθε βράδυ, η αγαπημένη της αδερφή η Μαρία περπατούσε κρυφά μέσα στο σκοτάδι και πήγαινε για να την φροντίσει. Ο άντρας της είχε αρχίσει να χάνει πια την υπομονή του. Τόσο καιρό ετοιμοθάνατη και δεν πέθαινε με τίποτα. Ήταν η αγάπη της Μαρίας που την κρατούσε στη ζωή, όμως η αρρώστια της ήταν αγιάτρευτη και η μάχη ήταν άνιση. Από τη μέρα εκείνη η Μαρία δεν γέλασε ποτέ ξανά, αν και έτσι κι αλλιώς σπάνια χαμογελούσε και δεν είχε γελάσει ποτέ δυνατά. Η ίδια είχε ήδη τέσσερις κόρες. Είπαμε, δεν ήταν όλες οι οικογένειες το ίδιο τυχερές. Με τον άντρα της, το Λευτέρη, δεν τους έδενε τίποτα, είχαν όμως και οι δύο εκείνο το ατσάλινο πείσμα. Σαν ένα μεταδοτικό γονίδιο, το πείσμα αυτό το πήρε η κόρη τους, η μικρή Μινέρβα, που πήρε το όνομα της μητριάς της μητέρας της. Σκληρός χαρακτήρας από νωρίς, δυνατός, αλύγιστος, αν τα έβαζε άλλο παιδί μαζί της την είχε άσχημα. Μπορούσε να σε φτύσει, να σε δαγκώσει, ακόμα και να σε βρίσει, αν δεν φοβόταν ότι ο παπάς θα της έβαζε πιπέρι στο στόμα ή, ακόμα χειρότερα, θα της έκοβε τη γλώσσα. Ήταν ένα κοριτσάκι ατίθασο, κακότροπο μα ανεξάρτητο. Διαφορετική από τις μοιραίες γυναίκες της παλιότερης γενιάς. Και όταν λέμε μοιραία γυναίκα εδώ, εννοούμε γυναίκα που δεν μπόρεσε ποτέ να πάρει τη ζωή στα χέρια της και να κερδίσει ένα κομμάτι ψωμί ολότελα δικό της. Και ένα κομμάτι ουρανό δικό της. Τα μαλλιά της ήταν κατάμαυρα αλλά κυματιστά. Θα μπορούσες να την πεις όμορφη. Το δυνατό της σημείο πάντως ήταν ο χαρακτήρας της. Κανείς δεν μπορούσε να τη νικήσει.
Λένε πως η σκληρότητα του χαρακτήρα αποκτιέται όταν περάσεις δύσκολα και κυρίως από οικονομική άποψη. Είναι λέει δύσκολο να μεγαλώσεις με στερήσεις και να μη γίνεις σκληρός. Μα η Μινέρβα δεν πείνασε. Τρόφιμα είχανε από την κήπο, φρέσκα φρούτα, λαχανικά, αβγά, κοτόπουλα. Είχαν γάλα από τις κατσίκες και κάθε χρόνο μεγάλωναν με αγάπη και φροντίδα ένα χοίρο που τον αποχωρίζονταν με βαριά καρδιά τα Χριστούγεννα. Καθαρά τα είχε όλα τα παιδιά η Μαρία, καλοντυμένα, καλοχτενισμένα και περιποιημένα. Τους μαγείρευε καθημερινά τη λιτή, γνήσια κρητική κουζίνα, έψηνε ψωμιά στο φούρνο, έραβε, κεντούσε, ύφαινε, έμαθαν και οι μεγάλες κόρες να είναι νοικοκυρές, καθαρές, τελειομανείς, εργατικές. Ο Λευτέρης είχε ένα καφενείο, στο οποίο μάζευε τους φίλους του μετά τη δουλειά στα χωράφια. Εκεί συζητούσαν για τα πολιτικά και για φιλοσοφικά θέματα. Διάβαζαν τον Καζαντζάκη, μελετούσαν την Αγία Γραφή, ανήσυχα πνεύματα, με επίπεδο. Έπιναν καφέ ελληνικό, γκαζόζα και τσάι από βότανα. Ο Λευτέρης ήταν τρυφερός με τη μικρή Μινέρβα. Αυτή γεννήθηκε μετά την Κατοχή και στο πρόσωπό της έβλεπε την ελπίδα για τη ζωή που συνεχίζεται μετά τον όλεθρο. Ήθελε να του μοιάσει. Να φαίνεται ευαίσθητη αλλά να είναι σκληρή. Αυτό ήταν το ιδανικό της. Μπορεί να ήταν και γονίδιο μεταδοτικό, μπορεί και πρότυπο για μίμηση. Αλλά η ανάγκη να έχεις πάντα δίκιο είναι πνευματική αναπηρία. Ήταν και ένα χαρακτηριστικό των ανθρώπων της εποχής εκείνης να είναι προσκολλημένοι σε ιδέες και προκαταλήψεις, σε προλήψεις, δεισιδαιμονίες, στερεότυπα και ένα πολύ μεγάλο συντηρητισμό. Μήπως τελικά δεν ήταν αρρώστια, αλλά μετατράπηκε σε τέτοια, όταν την κουβάλησε η μικρή Μινέρβα από το χωριό της στην πόλη;
‘Ολες αυτές τις πληροφορίες και τις περιγραφές χαρακτήρων τα δημιούργησα με βάση αυτά που άκουγα και αυτά που έζησα στο πέρασμα των χρόνων. Είναι δικές μου αναμνήσεις, ζωντανές ή θολές, καθώς και αναμνήσεις άλλων και ιστορίες που άλλοι άκουσαν από άλλους. Η μαμά μου συνηθίζει να λέει «ο άνθρωπος με τσι γνώμες του μισιέται και αγαπιέται». Αυτό είναι μια ξεκάθαρη απειλή. Ότι δεν θα με αγαπάει αν δεν είμαι καλόγνωμη και γενικά αν έχω άλλη γνώμη από τη δική της σε πολλά θέματα. Θα ήθελα πολύ να ήμουν άγγελος, να ήμουν αγαθή, καλή, καλοσυνάτη. Όμως δεν είμαι αγία και έχω και εγώ την κακιούλα μου. Γιατί πολύ απλά είμαι άνθρωπος και ουδείς αναμάρτητος. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν καθόλου μοχθηρία. Αν υπήρχαν καλλιστεία ψυχών, αυτοί θα έπαιρναν τα πρώτα βραβεία. Υπάρχουν όμως και αυτοί που είναι άψυχοι, ανύπαρκτοι. Μαύρες βασίλισσες, όχι λευκές, που σε πονάνε και σε καίνε σαν πονόδοντος και προτιμούν να καταστρέψουν τα πάντα, να παραδώσουν τα πάντα στο διάβολο, από το να πουν μια συγνώμη ή να χαλάσουν το ωραίο πρόσωπό τους στην κοινωνία…