Ένα παράδοξο κείμενο του Καζαντζάκη, παραμονές της ιταλικής επίθεσης: Ο πόλεμος ευκαιρία για ένα νέο πολιτισμό!

Ένα παράδοξο και ίσως προκλητικό κείμενο στο περιοδικό «Νέα Εστία», τον Σεπτέμβριο του 1940, για τον πόλεμο και την ευθύνη των νέων και των πνευματικών ανθρώπων.

Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη

andrikakisalekos@gmail.com

Σεπτέμβριος 1940, λίγο πριν ο ιταλικός φασισμός εισβάλει στην Ελλάδα. Ο Καζαντζάκης δημοσιεύει στην περίφημη «Νέα Εστία» ένα προκλητικό κείμενο, με το οποίο, λίγο ως πολύ, καταδικάζει τους ανθρώπους του πνεύματος, έναντι των ανθρώπων που «έχουν νεφρά», που μπορούν να αποτελέσουν πρότυπο για την ηρωική τους δράση κι όχι την πνευματική παραγωγή τους!

Φαίνεται παράδοξο όλο τούτο να έχει γραφεί από τον Καζαντζάκη, έναν άνθρωπο που ήταν μαχητής – και μάλιστα από την πρώτη γραμμή- με το πνεύμα και τη γραφίδα του.
Η «πρόκληση» αυτή ασφαλώς συνδέεται με τη νεανική πίστη του Καζαντζάκη στον νιτσεϊκό Υπεράνθρωπο και στο μοναχικό του χρέος στην εποχή και την ανθρωπότητα. Μια αντίληψη που φυσικά επηρέαζε δια βίου τον μεγάλο Κρητικό στοχαστή.
Πιο προκλητική είναι όμως η αναφορά του για τον πόλεμο που ήδη έχει παραβιάσει την πόρτα της Ευρώπης. Τον θεωρεί, ξεκάθαρα, ως μια κοσμοχαλασιά, αλλά και ως μια κοσμογονική φάση που θα φέρει έναν νέο, καλύτερο κόσμο, σε αντικατάσταση του παρακμασμένου πολιτισμού! Δείχνει να ανέχεται τον ίδιο τον ναζισμό που σκεπάζει με θάνατο ήδη τον κόσμο!
Κι όμως, ο Καζαντζάκης τα γράφει αυτά, στην περίοδο της ταλάντευσής του, σ’ εκείνη την περίοδο που αργότερα, τόσο ο Πρεβελάκης όσο και ο Νικηφόρος Βρεττάκος θα γράψουν ότι είχε χάσει την επαφή του με την πραγματικότητα.
Το κείμενο που αναδημοσιεύουμε από τη «Νέα Εστία» της 1ης Σεπτεμβρίου 1940 (τεύχος 329) έχει τον τίτλο «Μια κουβέντα μ’ ένα νέο». Τον επόμενο χρόνο συμπεριλήφθηκε ως ένα μικρό κεφάλαιο στο έργο του «Ταξιδεύοντας στην Αγγλία» (1941), έργο που διαπνέεται από την ίδια περίπου αντίληψη: ο Καζαντζάκης αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στις ιδέες που έχει διακηρύξει για τις ανθρώπινες αξίες και την ελευθερία και την άρνησή του να αποκηρύξει τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι στη δεκαετία του 1930. Τότε που αρνήθηκε (1936) να καταδικάσει την εισβολή των φασιστικών ορδών του Μουσολίνι στην Αβησσυνία.

Είναι ασφαλώς μια αμφισβητούμενη περίοδος του Καζαντζάκη.

Όταν θα ξαναβρεί την επαφή του με την πραγματικότητα που είχε χάσει, θα εξηγήσει ότι δεν θεώρησε ποτέ τον πόλεμο ή τον ναζισμό ως «απαραίτητα στοιχεία» μιας επερχόμενης δημιουργικής περιόδου. Σε μια συνέντευξή του στην Αντίμπ της Γαλλίας το 1954 θα δώσει απάντηση σ’ αυτές τις κατηγορίες που είχαν διατυπωθεί για τη στάση του εκείνη την εποχή του πολέμου. Θα απαντήσει σε μια διφορούμενη αναφορά του για τον πόλεμο, το 1936, όταν πηγαίνοντας στην Ισπανία με δημοσιογραφική αποστολή να καλύψει τον εμφύλιο, είχε απαντήσει σε δημοσιογραφική ερώτηση αν είναι υπέρ ή κατά του πολέμου. Εκείνος απάντησε: «Μήτε υπέρ μήτε κατά … Όπως δεν είμαι μήτε υπέρ μήτε κατά του σεισμού». Θεώρησε δηλαδή, σύμφωνα με την απάντηση, τον πόλεμο περίπου ως ένα απόλυτα φυσιολογικό και αναπόφευκτο φαινόμενο. Τουλάχιστο έτσι εκλήφθηκε η απάντησή του. Όμως αυτό ήταν αντίθετο με τη διακηρυγμένη φιλοσοφία του, την ελευθερία του ανθρώπου, τον αγώνα του να αλλάξει τη Μοίρα του.

Με τη συνέντευξη όμως στην Αντίμπ, το 1954, θα ξεκαθαρίσει (ή θα διορθώσει) τη θέση του και θα βάλει τα πράγματα στην καζαντζακική τάξη. «Ξέρεις τι θυμήθηκα;», έλεγε σ’ εκείνη τη συνέντευξη. «Ένα Αθηναίο δημοσιογράφο πούρθε ως εδώ κι έγραψε έπειτα, πως είμαι υπέρ του πολέμου! Το να με ρωτάνε «Είσαι υπέρ ή κατά του πολέμου;», είναι σα να με ρωτάνε «Είσαι υπέρ ή κατά του σεισμού;». Δεν είπα ποτέ πως είμαι υπέρ του πολέμου. Μόνο που δεν με κατάλαβε, τι έλεγα. Βρισκόμαστε στο τέλος μιας ιστορικής εποχής. Ο κόσμος
 τούτος που ζούμε, βρίσκεται σε διάλυση. Αποσύνθεση ηθική, ψυχική, οικονομική. Βρωμάει ο κόσμος απ’ την αποσύνθεση. Αυτή ’ναι η εποχή μας. Μια άλλη εποχή, όπως γίνεται πάντοτε, μάχεται να γεννηθή γιατί η αποσύνθεση στάθηκε πάντα ο πρόλογος της σύνθεσης. … Το μεταξύ ενός πολιτισμού που χάνεται κι’ ενός που δημιουργείται διάστημα, τ’ ονόμασαν πάντοτε μεσαίωνα. Αυτόν ζούμε. Δεν τον βλέπουμε. Οι ιστορικοί θα τον δούνε. Κι’ είναι γεγονός πως πάντοτε ένας μεσαίωνας έχει πολέμους».

Ποιος όμως θα μπορέσει πραγματικά να κατηγορήσει τον Καζαντζάκη ως φιλοπόλεμο ή αληθινό φιλοναζί; Είχε σταθερά τις ιδέες και τις αξίες του, αυτές που «φώναξε» σ’ όλο τον κόσμο με το έργο του – και με το έργο μετά τον πόλεμο, με τα σαλπίσματα ελευθερίας και αγώνα δια βίου, με τον «Ζορμπά», 1946. τον «Καπετάν Μιχάλη», το «Χριστός ξανασταυρώνεται», τον «Τελευταίο Πειρασμό», την «Αναφορά στον Γκρέκο». Το σημειώσαμε ήδη. Ήταν η περίοδος της αμφιταλάντευσής του ή, όπως έγραψαν οι στενοί του φίλοι Παντελής Πρεβελάκης και Νικηφόρος Βρεττάκος, η περίοδος που είχε χάσει την πραγματικότητα.

Άλλωστε είναι γνωστό ότι ο Καζαντζάκης είχε μια βασική φιλοσοφία της ζωής, που την περνούσε μέσα από το έργο του: ο άνθρωπος και το χρέος του να αλλάξει τη Μοίρα μέσα από συνεχή αγώνα. Όμως παράλληλα είχε ιδεολογικές αναζητήσεις και φάσεις στη ζωή του, μέσα από τις οποίες προσπάθησε να προσεγγίσει το στόχο του. Όπως έλεγε η Έλλη Αλεξίου, σε μια ομιλία της για τον άλλοτε γαμβρό της (μην ξεχνάμε ότι η αδελφή της, η Γαλάτεια, ήταν η πρώτη σύζυγός του), στο Επιμελητήριο Ηρακλείου, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, δεν υπήρξε κομμουνιστής, αντικομμουνιστής, σοσιαλιστής, χριστιανός ή βουδιστής. Γνώρισε στις αναζητήσεις του τον Χριστό και τον απέρριψε, γνώρισε τον Μωάμεθ και τον απέρριψε, γνώρισε τον Βούδα και τον απέρριψε, γνώρισε τον Λένιν και τον απέρριψε, γνώρισε τον Χίτλερ και τον απέρριψε. Αυτός ήταν ο Καζαντζάκης!

Το κείμενο στη «Νέα Εστία»

Το κείμενό του «Μια κουβέντα μ’ ένα νέο» είχε γραφεί μετά από πεντάμηνη παραμονή του στην Αγγλία, το 1939, όταν άρχισαν οι βομβαρδισμοί των ναζιστικών δυνάμεων. Όπως σημειώσαμε, πρωτοδημοσιεύτηκε ως ανεξάρτητο πόνημα στη «Νέα Εστία» την 1η Σεπτεμβρίου 1940, χωρίς μάλιστα να προαναγγέλλεται η ένταξή του στο έργο που ετοίμαζε για την Αγγλία. Συνήθως ο Καζαντζάκης συνήθιζε να προαναγγέλλει τη δημοσίευση κάποιου κειμένου στα βιβλία που ετοίμαζε, εφόσον το συμπεριλάμβανε σ’ αυτό.

Σ’ έναν διάλογο μ’ έναν νέο Άγγλο ποιητή, μ’ έναν άνθρωπο που συγκεντρώνει δηλαδή και τα δύο χαρακτηριστικά, αυτά του νέου και του πνευματικού ανθρώπου, ο Καζαντζάκης επιχειρεί να θέσει το θέμα του χρέους αυτή τη νέα, δύσκολη εποχή του πολέμου και της ναζιστικής απειλής. Και θα ήταν άδικος κανείς αν θεωρούσε ότι αυτό το κείμενο είναι ένα «φιλοπόλεμο» ή «φιλοναζιστικό». Είναι εμφανής φυσικά μια απάθεια στην αγωνία για τον κίνδυνο αυτό. Αυτή για την οποία στην ουσία κατηγορήθηκε την εποχή εκείνη. Όμως, όπως και παραπάνω, το ξεκαθαρίζει: είναι μια περίοδος που προκαλεί κοσμοχαλασιά, αλλά παράλληλα είναι κοσμογονική. Ο παλιός, χρεοκοπημένος πολιτισμός της παλιάς γενιάς, «με τις σκηνογραφημένες ελεφτερίες της, με τη δολερή ηθική της, τις σαλτιπάγκικες σκοινοβασίες του θεωρητικού λεγόμενου νου», καταρρέει, όπως γράφει. Πρέπει να γκρεμιστεί ένας κόσμος «καμουφλαρισμένης σκλαβιάς, καλοπέρασης και ψεφτιάς». Είναι απαραίτητη αυτή η επώδυνη περίοδος για να έλθει κάτι το καλύτερο, όπως πιστεύει τότε.

Όχι ότι το καλύτερο είναι ο τρόπος που προκαλείται η κρίση, δηλαδή ο φασισμός και ο πόλεμος. Δεν το αναφέρει πουθενά αυτό Καζαντζάκης.

Ο «ηρωικός» τύπος ανθρώπου

Κι εδώ καταθέτει την άποψή του για το χρέος των νέων και των πνευματικών ανθρώπων αυτή την εποχή. Με προκλητικό όμως τρόπο απορρίπτει το ρόλο της πνευματικής δημιουργίας υπέρ της πράξης και μάλιστα της ηρωικής πράξης. Οι νέοι και ο πνευματικός κόσμος, γράφει οφείλουν να κάνουν έφοδο. «Οι καλήτεροι νέοι του κόσμου σήμερα δεν γράφουν· ενεργούν. Αντικρύζουν ηρωικά το θάνατο, τους κυριέβει ένθεη μανία, άνοιξε η καταπαχτή και τινάχτηκαν οι υποχθόνιες δύναμες από τα παμπάλαια ιερά σκοτάδια του υποσυνείδητου και κάνουν έφοδο».

Δεν είναι φυσικά καινούργια αυτή η ιδέα για τον Καζαντζάκη. Έρχεται από τα παιδικά του χρόνια, τότε που η μορφή του πολεμιστή ήταν αυτή που κυριαρχούσε. Ο γραφιάς δεν μετρούσε, αν δεν κρατούσε το τουφέκι μαζί με την πένα. Ο νέος δεν είχε συμβολή αν δεν προσέγγιζε, μαζί με την αγκαλιά της κοπέλας, την αγκαλιά του θανάτου για την ελευθερία.

Οι αποδοκιμασίες των διανοουμένων (και του ίδιου) στο Ηράκλειο

Μάλιστα βρίσκει έναν τρόπο παραστατικό προκειμένου να περιγράψει αυτό το χρέος της ενδιάμεσης εποχής. Γιατί δεν μπορούσε παρά να είναι μια νέα ευθύνη, που θα κρατούσε όσο κρατούσε το μεταβατικό στάδιο μιας πολεμικής περιόδου. Όπως περιγράφει, στην Κρήτη της τουρκοκρατίας και των επαναστάσεων οι διανοούμενοι αποδοκιμάζονταν στην αγορά, ακριβώς επειδή δεν είχαν τη συμβολή των άλλων ανδρών στη μάχη με το τουφέκι. Εδώ η αναφορά του σχετίζεται με προσωπικές εμπειρίες. Ο νεαρός Καζαντζάκης περνώντας από την κεντρική αγορά του Μεγάλου Κάστρου, ξεχώριζε από τους μπαρουτοκαπνισμένους και σκληρούς Κρητικούς. Ήταν γνωστός «γραφιάς» για τους σκληρά εργαζόμενους χειρώνακτες της αγοράς των «Ντερμιτζήδικων». Όταν περνούσε από κει, οι πιτσιρικάδες έβγαιναν στο δρόμο και χτυπώντας τα τσικαλικά τον χλεύαζαν!

Οι καζαντζακικές λέξεις

Σε σχέση με τη μορφή του κειμένου είναι απαραίτητο επίσης να διευκρινίσουμε ότι πολλές λέξεις που συναντούμε είναι γραμμένες με τον πολύ ιδιαίτερο καζαντζακικό τρόπο χειρισμού της γραπτής γλώσσας. Παραθέτουμε σειρά λέξεων όπως τις χρησιμοποιεί η Καζαντζάκης, ώστε να μη θεωρηθούν «γραμματικές αβλεψίες» και να διαβαστεί καλύτερα το κείμενο. Σε παρένθεση παραθέτουμε τη σωστή και γνωστή γραφή. Η διευκρίνιση είναι απαραίτητη καθώς στο τελικό κείμενο που συμπεριελήφθη ως κεφάλαιο στο «Ταξιδεύοντας στην Αγγλία» το 1941, μερικά έχουν τροποποιηθεί.

Μια κουβέντα μ’ ένα νέο

Δύσκολο να ζήσει ο σημερινός άνθρωπος χωρίς ν’ αναγκαστεί από εσωτερική ή εξωτερική πίεση να καταταχτεί σ’ ένα στρατόπεδο. Δεξιά ή αριστερά, αν είναι ζωντανός, στη μέση αν είναι καλοκάγαθη καθυστερημένη ψυχή κ’ ελπίζει ακόμα πως με τη λογική και την τρεχούμενη ηθική θα μπορέσουν να βολεφτούν τα πάντα. Τα πάντα όμως σήμερα τα «οιακίζει κεραυνός». Οι αγαθές φιλειρηνικές ψυχές που δεν μπορούν ν’ ανεχτούν το αίμα, την αδικία και τη συφορά, όσες υπάρχουν ακόμα, δε θα μπορέσουν πολύ να βαστάξουν μέσα στη νέα υψηλή θερμοκρασία της γης.

Κι ένας άνθρωπος που επιμένει, και τόρα ακόμα, να υπηρετεί το «Πνέμα» πρέπει, αν θέλει να σωθεί, να δει με σαφήνεια και γεναιότητα ποιο είναι το χρέος του, τι αποστολή μπορεί να έχει μέσα στα μεγαθήρια και να πάρει τη θέση του στη σημερινή τούτη κοσμοχαλασιά και κοσμογονία.

Μπήκαμε σε μια περίοδο που θα βαστάξει ίσως διακοσαριά χρόνια κι όπου ο πόλεμος θα διαδέχεται πανωτά την ένοπλη ειρήνη. Οι αξίες θα μετατοπιστούν, παμπάλαιες αρετές που ατρόφησαν με τον πολιτισμό, θ’ αναδειχτούν πάλι: η ηρωολατρεία, η δαιμονική δράση, η παράφορη λαχτάρα του κιντύνου.

Ποτέ οι νέοι, σε όλα τ’ αληθινά ζωντανά έθνη, δεν είχαν όσο σήμερα τόσο ζωικό οργασμό. Συνεπαίρνουνται από «μαγικά» συνθήματα μάζας, από ένα είδος ξόρκια που δεν αποτείνουνται καθόλου στο καθαρό λογικό μήτε στο Λέφτερο Πνέμα, παρά σε βαθήτερες, λιγότερο φωτισμένες, πιο χοντρά γόνιμες δυνάμεις που εδρέβουν κι ενεδρέβουν όχι πια στο κεφάλι και στην καρδιά του ανθρώπου, παρά στα νεφρά του.

Μήπως οι δυνάμεις αφτές, που τόσο τις περιφρονούν και τις τρομάζουν οι ντελικάτοι ξεθυμασμένοι διανοούμενοι, δεν ανανέοσαν, πάντα τη γης;

Πρέπει, για να κρίνουμε δίκαια, πλατιά, απάνω από τα σημερινά πεινασμένα κι αναγκαστικά κοντόφθαλμα πάθη, να ξεπεράσουμε, όσο μπορούμε, τη μικρή περιοχή του καιρού μας και να δούμε πιο πέρα.

Και να μην τρομάξουμε. Νάχουμε εμπιστοσύνη στον πηλό αφτόν που τον λένε άνθρωπο και που έφκολα δεν μπορεί να διασκορπιστεί σε σκόνη.

Πώς όμως να καθορίσουμε το χρέος του πνεματικού ανθρώπου στο σύγχρονο χάος;

Δύσκολα σήμερα να μπορέσω να πω τη γνώμη που μου ζητάτε. Όμως θα σας αναφέρω μια μικρή κουβέντα που έκαμα μ’ ένα νέο μια μέρα τον περασμένο Σεπτέμπρη, στη Λόντρα.

Είχε ακούσει τις πρώτες σειρήνες που ούρλιαζαν βλέποντας τα πρώτα εχτρικά αεροπλάνα, είχε διακόψει ένα λυρικό τραγούδι πούγραφε για κάποια του ερωμένη που τούφυγε, κ’ είταν απελπισμένος. Και νόμιζε πως είταν απελπισμένο το σύμπαντο.

-Πάει το πνέμα, έλεγε κλαψουρίζοντας. Ήρθαν οι βάρβαροι, τι θα γενούμε; Πού θα πάμε να βρούμε καταφύγιο, εμείς, οι πνεματικοί άνθρωποι;

Νόμιζε πως είμαστε από το ίδιο συνάφι. Κι ακόμα νόμιζε πως χάθηκε η γης γιατί τούφυγε η ερωμένη του. Μια γυναίκα. Ή μια ιδέα που πίστεβε. Ή μια ελπίδα που είχε στηρίξει απάνω της, ο ηλίθιος, τη ζωή του.

-Πήγαινε σε μοναστήρι! του φώναξα γελώντας.

-Πώς μπορείς και γελάς; μου παραπονέθηκε σουφρόνοντας τ’ αναιμικά χείλια.

-Θυμήθηκα, του είπα, σαν είμουν μικρό παιδί στην Κρήτη, ένα αγαθό γλυκομίλητο γεροντάκι που έβγαινε πάντα μ’ ένα μποξά, πράσινο με κόκινα καρέ. Γέρο μουσικός, έδινε μαθήματα κιθάρας, λιγνός, αρωστιάρης και φορούσε φαρδιά παπούτσια με λάστιχο. Τον έλεγαν Μυρταίο. Έτσι που περπατούσε τουρτουρίζοντας χειμώνα καλοκαίρι, ανάμεσα από τις αγριοφωνάρες της αγοράς, είταν κωμικός και συμπαθέστατος. Οι Κρητικοί τον αγαπούσαν και τον κορόϊδεβαν. Κρατούσε πάντα ένα μακρί βιβλίο στην αμασχάλη του κι από τότε οι παζαρίτες κάθε διανοούμενο τον έλεγαν Μυρταίο. Άμα έβλεπαν κανένα νέο να σκύβει σε κιτάπια και να μην παίζει, να μη γελάει, να μην κυνηγάει κοριτσόπουλα, τον άρχιζαν την πρόγγα: «Ε, κακομοίρη Μυρταίο!» του φώναζαν.

Τέτοιοι, Μυρταίοι, μου φαίνουνται όλοι σχεδόν οι διανοούμενοι της εποχής μας.

-Κι εγώ λοιπόν; με ρώτησε μελαγχολικά ο νεαρός.

-Σε λίγες μέρες, του αποκρίθηκα, λέω να πάω στη Σκωτία και θα σου φέρω ένα μποξά. Αν βρω, πράσινο με κόκινα καρεδάκια.

-Είσαι αναίσθητος. Κ’ εγώ που ερχόμουν να σου διαβάσω την τελευταία μου μπαλάντα. Την έγραψα την ώρα που οι πρώτες σειρήνες…

-Αν δεν έχει το ρυθμό της μοντέρνας αφτής σειρήνας, τον διέκοψα, μη μου τη διαβάσεις. Μπούχτισα πια να διαβάζω για ερωτοδουλιές και φεγγάρια κι αόριστες ντελικάτες λαχτάρες. Η εποχή μας είναι επική, δεν τόνιωσες ακόμα; Είναι επική, γιομάτη πράξη.

-Ώστε λοιπόν η τέχνη…

-Όπως κάθε εποχή, όμοια κ’ η δική μας, έχει ψυχές περασμένες, τορινές και μελούμενες.

1-Ποιητής σήμερα, στη φοβερή τούτη περίοδο της δράσης, αξίζει νάναι μονάχα όποιος έχει μέσα του μελούμενο πολί. Προφητική ποίηση, προσπάθεια του ποιητή να συλάβει πέρα από το αίμα, το δημιουργούμενο πολιτισμό, να βοηθήσει, πλάθοντας νέους ανθρώπινους τύπους, να μπει η ρεούμενη πραγματικότητα στα ιδανικά περιγράματα που αφτός λαχταρίζει.

2-Οι ψυχές που έχουν μέσα τους πολι τορινό. Οι ψυχές αφτές, αν έχουν ποιητική διάθεση, προσπαθούν ν’ αποτυπόσουν πιστά, στους αποσυντειθέμενους στίχους τους και στην αποσυντειθέμενη σκέψη τους, τη σύγχρονη αποσύνθεση του κόσμου.

Μα οι πιο ζωντανές από τις συγχρονισμένες τούτες ψυχές είναι εκείνες που περιφρονούν την τέχνη, τη θεωρούν (εξόν από την προπαγανδιστική) ως περιττή κι ακατανόητη πολυτέλεια. Οι ζωντανές αφτές ψυχές ρίχνουνται στη δράση. Περιφρονούν το πνέμα, είδαν τη χρεωκοπία της παλιάς γενεάς, με τις σκηνογραφημένες ελεφτερίες της, με τη δολερή ηθική της, τις σαλτιπάγκικες σκοινοβασίες του θεωρητικού λεγόμενου νου. Είδαν και σιχάθηκαν και ρίχτηκαν να γκρεμίσουν ένα τέτοιο συγκρότημα καμουφλαρισμένης σκλαβιάς, καλοπέρασης και ψεφτιάς. Κάνουν έφοδο. Οι καλήτεροι νέοι του κόσμου σήμερα δεν γράφουν· ενεργούν. Αντικρύζουν ηρωικά το θάνατο, τους κυριέβει ένθεη μανία, άνοιξε η καταπαχτή και τινάχτηκαν οι υποχθόνιες δύναμες από τα παμπάλαια ιερά σκοτάδια του υποσυνείδητου και κάνουν έφοδο.

3-Και τέλος είναι οι ψυχές οι ασύγχρονες, οι καθυστερημένες, συχνότατα εβγενέστατες, εβαίσθητες λίγο κωμικές. Αφτές δε δρουν, το πολί – πολί αντιδρούν. Κι όταν έχουν ποιητική διάθεση, τα τραγούδια τους παρουσιάζουν συχνά εβαισθησία κ’ εβγένεια, αψεγάδιαστη φόρμα και περίπαθη ερωτόπαθη νοσταλγία. Μα έπαψαν πια νάναι φορείς ζωής. Ίσως αργότερα, αν τύχει νάναι εξαίσιοι ποιητές, να μπορέσουν να βρουν ανταπόκριση σε άλες «ομόλογές» τους εποχές. Σήμερα η ζωή τούς έχει αφήσει πίσω της, άδια κάφκαλα.

Ούτε ο Θεός – θέλω να πω: η σημερινή ανώτατη λαχτάρα του ανθρώπου- δεν τους θέλει. «Ουχί οι νεκροί αινέσουσέ σε Κύριε, αλλ’ ημείς οι ζώντες!». Η φωνή αφτή είναι αιώνια. Το ιδανικό μονάχα, ο «Κύριος», παλιόνει κι αλάζει, μα η φωνή μένει η ίδια – γιατί είναι η φωνή του κακομοίρη του ανθρώπου που θέλει να ξεφύγει από την κακομοιριά του.

-Βρισκόμαστε στο τέλος ενός πολιτισμού, τσίριξε ο νέος. Είμαστε παιδιά της εποχής μας, χωρίς πίστη, χωρίς φούμαρα, χωρίς μεγάλα λόγια. Βαστούμε καθρέφτη και καθρεφτίζουμε την αποσύνθεση, όπως λες· κάνουμε το χρέος μας.

-Ίσως, αποκρίθηκα. Μα τόρα τελεφταία αρχίζω να υποψιάζουμαι (τόσο γρήγορα κυλιέται σήμερα ο τροχός της Μοίρας) πως οι νέοι αφτοί δεν καθρεφτίζουν πια την εποχή τους παρά μιαν ξεπερασμένη κιόλας εποχή. Σα ν’ αρχίζουμε να ξεπερνούμε κιόλας το στάδιο της αποσύνθεσης. Μια σύνθεση, καινούργια, καταπληχτική, διαγράφεται στον ορίζοντα. Κι αφτή τη σύνθεση δεν μπόρεσαν ακόμα να τη δουν οι συγχρονισμένοι – ασύγχρονοι πια για μένα- νέοι που λες. Κρατούν καθρέφτη και τραγουδούν την αποσύνθεση, γιατί εξακολουθούν να βλέπουν την αποσυντεθειμένη ψυχή τους.

Μεγάλα λόγια, μεγάλες πράξες, ένας βίαιος άνεμος, σφοδρότατος κ’ επομένως «ρομαντικός», χαρακτηρίζουν τη νέα αρτιγένητη λαχτάρα της ψυχής.

Βρισκόμαστε πια, μπαίνουμε πια, στην αρχή. Δεν είναι πια παρακμή η εποχή μας, όπως σου αρέσει να πιστέβεις, για να δικαιολογήσεις την ύπαρξή σου· είναι ακμή από τεράστιες δυνάμες, βάρβαρες μπορεί, μα έτσι αρχινούν πάντα οι πολιτισμοί. Ο ρυθμός της εποχής μας υψώθηκε σε ηρωικό ρυθμό, σπρώχνει σε μεγάλους κιντύνους, αναλαβαίνει κοσμογονικές εφθύνες. Δεν είναι για τους αναιμικούς εβαίσθητους διανοούμενους – τους Μυρταίους- για τα γεροντάκια (ας είναι κ’ είκοσι χρόνων), με τα μαλακά, μουντζαλομένα από το μελάνι χέρια και το άλιαστο κρέας.

Χωρίς να το θέλω, είχα ανάψει. Σταμάτησα και ντράπηκα, γιατί είδα τα δάχτυλα του νεαρού φίλου μου μουντζαλομένα από το φρέσκο μελάνι και το λαιμό του λιγνό κι άλιαστο.

-Λοιπόν; σούριξε με σφιγμένα χείλια, σταμάτησες;

-Συμπάθα με, είπα, ήρθες σπίτι μου κ’ εγώ φέρθηκα σα χωριάτης.

Φώναξα τη Ρόζαλιντ, την καμαριέρα της πανσιόν, να του φέρει τσάι, βούτυρο, μπισκότα, μαρμελάδα, για να γλυκάνει.

-Είχα αλλού το νου μου, είπα. Συλογιζόμουν άλα πράματα, πολί σκληρά, μα για μένα. Συμπάθησέ με.

Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί