“Γυναικόπαιδα ξαπλωμένα πάνω και ανάμεσα σε μνήματα με βλέμμα απόγνωσης, στο νεκροταφείο της Παναγιούδας όπου βρήκαν καταφύγιο μετά την καταστροφή του ΚΥΤ της Μόριας, αποτύπωσε ο φωτογραφικός φακός”.
(Από την ειδησεογραφία)
Τρέξαμε να φύγουμε. Πιστεύαμε πως κάθε μετακίνηση έκρυβε κάποιαν ελπίδα.
—Στο νεκροταφείο! Πάμε στο νεκροταφείο. Δεν πατούν εκεί Τούρκοι. Σκιάζονται!
Πήγαμε στο νεκροταφείο. Ούτε σπιθαμή να σταθείς. Είχανε προλάβει άλλοι, πριν από μας, και πήρανε την πρωτοκαθεδρία. Βγάλανε απ’ τους τάφους λιωμένους κι άλιωτους νεκρούς και βάλαν οι ζωντανοί τα στρωσίδια τους και τα παιδιά τους. Γυναίκες γεννούσανε πρόωρα. Είχε διαδοθεί στους γύρω μαχαλάδες: «Όποια είναι για γέννα, στο νεκροταφείο. Παραστέκουνε και γιατροί!». Γερόντισσες βράζανε νερά για τις λεχώνες με προσάναμμα κόκαλα πεθαμένων!
—Δεν είναι τόπος να σταθούμε, έκανε η αδερφή μου κι όλοι συμφωνήσαμε.
Με δυσκολία ανοίγαμε δρόμο να φύγουμε. Πάνω σ’ ένα μνήμα μια γυναίκα ξαπλωμένη τα μπρούμουτα, χτυπούσε με τις γροθιές της τη μαρμαρένια πλάκα και φώναζε στον άντρα της:
—Βρασίδα! Που είσαι να δεις τι σου κάνουν το κοριτσάκι σου! Τ’ αγνό σου κοριτσάκι, Βρασίδα! Το ατιμάσανε! Στρατός… λεφούσι πάνω στο κορμάκι του! Βρασίδα, σήκω! Αναστήσου! Έλα να μας παρασταθείς. Βρασίδα!