Βίωσε εκ των έσω πώς είναι να είσαι «Μπάτσος»

Σπουδαία ερευνητική δουλειά έκανε ο 32χρονος Γάλλος δημοσιογράφος Βαλαντέν Ζαντρό, ο οποίος τρύπωσε ως εθελοντής στους κόλπους της παρισινής αστυνομίας -σε ένα από τα πιο «ζόρικα» τμήματα- και είδε από κοντά τη βία, τον ρατσισμό, την αυθαιρεσία και τη βεβαιότητα για ατιμωρησία στους «συναδέλφους» του. Το βιβλίο του «Μπάτσος», εκδόθηκε υπό άκρα μυστικότητα στη Σλοβενία.

Πολλά απ’ όσα υποπτευόμαστε, αλλά συνήθως δεν μπορούμε να αποδείξουμε, για την κουλτούρα της ατιμωρησίας, της συγκάλυψης, της βίας και του ρατσισμού που επικρατεί στις τάξεις της αστυνομίας -εν προκειμένω στη Γαλλία, αλλά κατ’ επέκταση στη χώρα μας, στις ΗΠΑ και στα περισσότερα κράτη του κόσμου- τεκμηριώνει σε όλο τους το «μεγαλείο» και από πρώτο χέρι ο Γάλλος δημοσιογράφος Βαλαντέν Ζαντρό.

Ο 32χρονος εντάχθηκε εθελοντικά στη γαλλική αστυνομία και κατάφερε να διεισδύσει κρυφά επί έξι μήνες στο Αστυνομικό Τμήμα ενός από τα πιο ζόρικα διαμερίσματα του βόρειου Παρισιού, όπου οι σχέσεις κατοίκων και ενστόλων είναι ιδιαίτερα τεταμένες. Οσα είδε, άκουσε και βίωσε τα διηγείται στο βιβλίο του με τίτλο «Flic» (Μπάτσος), που κυκλοφόρησε την περασμένη Τετάρτη από τον εκδοτικό οίκο Editions Goutte d’Or.

Για προφανείς λόγους, το πόνημά του εκδόθηκε υπό άκρα μυστικότητα και μάλιστα στη Σλοβενία, ενώ τα βιβλιοπωλεία στην πατρίδα του το παρήγγειλαν χωρίς να ξέρουν λεπτομέρειες για το περιεχόμενό του.

Η Guardian, η Monde και το Mediapart ήταν τα μόνα μέσα ενημέρωσης στα οποία επετράπη να διαβάσουν το χειρόγραφο στα γραφεία δικηγόρου του εκδοτικού οίκου και να πάρουν συνέντευξη από τον συγγραφέα. Από τα πρώτα πράγματα που επισημαίνει ο Ζαντρό είναι πως η βία είναι τόσο συχνή που είχε γίνει… μπανάλ. Μεταξύ άλλων, περιγράφει πώς έγινε δεκτός στο αστυνομικό σώμα με το αληθινό του όνομα, αφού κανείς δεν μπήκε στον κόπο να ερευνήσει το παρελθόν του. Τονίζει πως του έδωσαν στολή και όπλο έπειτα από εκπαίδευση μόλις τριών μηνών και λίγο αργότερα τον έστειλαν για περιπολίες.

Ομολογεί πως αναγκάστηκε να βοηθήσει να παραποιηθούν αποδεικτικά στοιχεία σε βάρος ενός εφήβου που είχε χτυπηθεί από «συνάδελφό» του. «Με σόκαρε πραγματικά να ακούω αστυνομικούς, που εκπροσωπούν το κράτος, να αποκαλούν “μπάσταρδους” ανθρώπους που είναι μαύροι, Αραβες ή μετανάστες.

Σχεδόν σε καθημερινή βάση, αναφέρει, γινόταν αυτόπτης μάρτυρας αστυνομικών επιθέσεων εναντίον νεαρών, συχνά ανηλίκων. «Δεν βλέπουν νέα παιδιά αλλά κακοποιούς… Αφού εγκαθιδρυθεί αυτή η νοοτροπία πως δεν είναι άνθρωποι, όλα πλέον δικαιολογούνται, όπως το να δείρεις έναν έφηβο ή έναν μετανάστη».

Σε μια περίπτωση εξιστορεί λεπτομερώς πώς στάλθηκε μαζί με άλλον έναν αστυνομικό να ερευνήσουν παράπονα για νεαρούς με ένα ηχείο. Οταν ο «συνάδελφός» του εξευτέλισε έναν εξ αυτών κι εκείνος απάντησε φραστικά, ο έφηβος ξυλοφορτώθηκε, συνελήφθη και διώχθηκε ποινικά. «Θα μπορούσαμε να είχαμε κατασχέσει το ηχείο και να φεύγαμε. Ή να μη λέγαμε τίποτα και να φεύγαμε. Αντ’ αυτού, η κατάσταση κλιμακώθηκε κι ο νεαρός χτυπήθηκε». Ακόμα χειρότερα, όταν ο έφηβος υπέβαλε επίσημη καταγγελία κατά του αστυνομικού που τον έδειρε, οι συνάδελφοί του επινόησαν μια ιστορία και πίεσαν τον Ζαντρό να δώσει ψευδή κατάθεση στο πλαίσιο της υπηρεσιακής έρευνας για το συμβάν.

Κι όπως λέει, πάλεψε με τη συνείδησή του προτού την υπογράψει, πιστεύοντας πως αν αρνιόταν θα τον έπαιρναν χαμπάρι. «Οι αστυνομικοί κατασκεύασαν μια εκδοχή του συμβάντος για να δικαιολογήσουν τα χτυπήματα στον νεαρό… Ο,τι κι αν γινόταν, έπρεπε να προστατεύουμε ο ένας τον άλλον».

Βασανισμός με το «καλημέρα»

Ο Ζαντρό εξιστορεί επίσης πώς, σε μια από τις πρώτες του περιπολίες, ένας άλλος αστυνομικός ξυλοκόπησε έναν έφηβο μετανάστη μέσα σε αστυνομικό όχημα. «Δυο βδομάδες με στολή και ήδη είμαι συνεργός στην κακοποίηση ενός νεαρού μετανάστη» γράφει στο βιβλίο του. Το συμβάν δεν καταγράφηκε ποτέ. «Ο,τι συνέβη στο αστυνομικό βαν, μένει στο αστυνομικό βαν» αναφέρει χαρακτηριστικά.

Από τα πιο ανατριχιαστικά σημεία του βιβλίου άλλωστε αφορά την… ομερτά, ένα «συντεχνιακό» σύστημα που εξασφαλίζει εκ των έσω την προστασία των αστυνομικών και τη συγκάλυψη των αδικημάτων τους. «Αυτό που με αφήνει εμβρόντητο… είναι μέχρι ποιου σημείου αισθάνονται ότι δεν μπορεί να τους αγγίξει κανείς, σαν να μην υπάρχει κανένας ανώτερος, καμία επίβλεψη από την ιεραρχία, σαν ο αστυνομικός να μπορεί να επιλέγει -ανάλογα με την ελεύθερή του βούληση ή με το πώς νιώθει σε μια συγκεκριμένη στιγμή- να γίνει βίαιος ή όχι… Στο Αστυνομικό Τμήμα μου υπήρχαν ρατσιστικά, ομοφοβικά και σεξιστικά σχόλια κάθε μέρα. Προέρχονταν από συγκεκριμένους συναδέλφους και γίνονταν ανεκτά ή αγνοούνταν από τους άλλους». Το θέμα είναι πως όλα αυτά κι άλλα πολλά είναι γνωστά στους πάντες, αλλά καμία κυβέρνηση δεν έχει την πολιτική βούληση να τα ξεριζώσει.

efsyn.gr

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί