«Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός δεν μπορεί πια να δώσει απαντήσεις στις σημερινές συνθήκες της πολυδιάστατης κρίσης», οι κοινωνικές ανισότητες έχουν διευρυνθεί όσο ποτέ άλλοτε, όπως αναφέρει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, σε συνέντευξή του στο «iEidiseis.gr», διατυπώνοτας έτσι την εκτίμηση ότι τα πράγματα στον κόσμο θα οδηγηθούν προς πιο ριζοσπαστικές πολιτικές, αριστερά.
Δείτε ακόμα: Αλ. Τσίπρας: Κραυγαλέα αδυναμία της κυβέρνησης να βάλει φρένο στην καταστροφή
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ σημειώνει (στο β’ σκέλος της συνέντευξής του που δημοσιεύεται σήμερα), ότι «αυτό που έχουμε ανάγκη είναι μια νέα Αριστερά, που να μπορεί να δώσει ριζοσπαστικές και ταυτόχρονα ρεαλιστικές απαντήσεις υπέρβασης της κρίσης» και πως «η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία οφείλει να επανιδρυθεί αν θέλει να ξαναπαίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις». Τονίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε το πρώτο κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ευρώπη που διατύπωσε ως στόχο την κυβέρνηση της Αριστεράς και ταυτόχρονα επιχείρησε στα σοβαρά να διατυπώσει τη στρατηγική του σε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα. Όπως υποστηρίζει, η παρακαταθήκη του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η εφαρμογή του μνημονίου αλλά η υπέρβαση των μνημονίων.
Ερωτηθείς εάν είναι ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ του 3% με αυτόν του 33%, απαντά ότι δεν είναι ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ του 2004 με αυτόν του 2015, ούτε εκείνος με τον ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία του 2020, γιατί τα κόμματα αντικατοπτρίζουν τη βάση των ψηφοφόρων τους, όχι μόνο των μελών τους. «Όποιος πιστεύει, λοιπόν, ότι οι επιπλέον σχεδόν 1,5 με 2 εκατομμύρια άνθρωποι ήταν όλοι αριστεροί της ριζοσπαστικής Αριστεράς, μάλλον κάνει λάθος», σχολιάζει. «Ο ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία, λοιπόν, σήμερα, είτε μας αρέσει είτε όχι, καταλαμβάνει ηγεμονικά το πολιτικό φάσμα από τα αριστερά ως το κέντρο. Την πολιτική γεωγραφία δηλαδή της λεγόμενης δημοκρατικής παράταξης», επισημαίνει. Προσθέτει ότι ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ σε μαζικό κόμμα είναι«μονόδρομος» και μία συνεχής διαδικασία, σημειώνοντας πως το συνέδριο «μάλλον αφετηρία θα είναι για έναν ΣΥΡΙΖΑ πιο μαζικό, πιο λαϊκό και κοινωνικά ριζωμένο, παρά λήξη».
Κληθείς να σχολιάσει εάν τον ανησυχεί η θεωρία, κατά την οποία η ΝΔ θα είναι ένα μεγάλο ηγεμονεύον κόμμα και ο ΣΥΡΙΖΑ γύρω στο 25%, υπογραμμίζει ότι αυτή θα μπορούσε να λειτουργήσει αν ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία αποδεχόταν τον ρόλο τού «συστημικού παρτενέρ της Δεξιάς», «όπως ακριβώς έκανε το ΠΑΣΟΚ μετά την εποχή Σημίτη» και σειρά σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων με πιο χαρακτηριστικό το SPD. Εξηγεί ότι εδώ, όμως, είναι δύο παρατάξεις που δεν μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους. Από τη μία, περιγράφει μία «Δεξιά βαθύτατα συστημική» που «έχει ενσωματώσει το ακραίο κέντρο σε ένα ακραία νεοφιλελεύθερο οικονομικό σχέδιο, αλλά ταυτόχρονα και τους ακραίους δεξιούς του ΛΑΟΣ…». Από την άλλη, «μία Αριστερά που δεν συμβιβάζεται σε ρόλο διαχειριστή και αναζητά έναν εναλλακτικό κυβερνητικό δρόμο προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας, χωρίς δογματισμούς και αγκυλώσεις». Ο κ. Τσίπρας αναφέρει ότι η προοδευτική και δημοκρατική παράταξη στην Ελλάδα ήταν, είναι και θα είναι πλειοψηφικό ρεύμα εντός της ελληνικής κοινωνίας και πως το χρέος του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία είναι να την εκφράσει ώστε να αποτυπωθεί εκλογικά.
Στο ερώτημα κατά πόσο αυτό είναι εφικτό απαντά ότι χαράσσει τους πολιτικούς στόχους του όχι βάσει δημοσκοπήσεων αλλά με βάση αυτό που καταλαβαίνει ως ανάγκη της κοινωνίας και αυτή είναι, όπως λέει, μία προοδευτική κυβέρνηση που θα προωθήσει σχέδιο ριζικών μεταρρυθμίσεων για περισσότερη δημοκρατία και δικαιοσύνη, αναδιάταξη των παραγωγικών δυνατοτήτων με επίκεντρο τις δυνάμεις της παραγωγής, της εργασίας και της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. «Θα διεκδικήσουμε την πλειοψηφία για να βγάλουμε τη χώρα από το τέλμα, στο οποίο την έβαλε ήδη η κυβέρνηση Μητσοτάκη», τονίζει.
Μιλώντας για το κόμμα, επισημαίνει ότι οι τάσεις ως ρεύματα ιδεών είναι καλοδεχούμενες, όμως «οι ομάδες διανομής της εσωκομματικής εξουσίας είναι κάτι ξεπερασμένο και αποκρουστικό». Υποστηρίζει ότι για να έχει νόημα και περιεχόμενο η συζήτηση για την αναγκαιότητα εμβάθυνσης της δημοκρατίας και στήριξης των δικαιωμάτων των μελών, «πρέπει να συμβαδίζει με την εκχώρηση δικαιώματος λήψης κρίσιμων αποφάσεων μετά από πλατύ και ουσιαστικό διάλογο, στη βάση του κόμματος», στο οποίο μπορεί να βοηθήσει η τεχνολογία. Αλλιώς, σχολιάζει, «μένει κενό γράμμα και εύκολα παρερμηνεύεται ως δικαίωμα σε μηχανισμούς και όχι στα μέλη».
Ο πρόεδρος τοπυ ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει πως το τελευταίο που τον απασχολεί είναι το πώς θα εκλεγεί, όμως τον απασχολεί «να βρούμε το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας εκείνο, που θα βαθύνει τη δημοκρατία και θα δίνει νόημα και αξία στα μέλη του κόμματος, χωρίς όμως να οδηγηθούμε στις ευτελιστικές διαδικασίες που είδαμε σε άλλα κόμματα». «Στη πορεία προς το Συνέδριο θα τα κουβεντιάσουμε όλα αυτά και εκεί θα πάρουμε τις συλλογικές μας αποφάσεις», προσθέτει.
Όπως υπογραμμίζει, η ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής «έχει υποπέσει σε σειρά από στρατηγικά ατοπήματα» και «σήμερα φαίνεται να επιθυμεί να είναι πρώτα αντι-ΣΥΡΙΖΑ και μετά όλα τα υπόλοιπα». Συμπληρώνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να ακούσει και να συνομιλήσει με τα εκατομμύρια πολιτών που έχουν το όραμα για μία σύγχρονη, δημοκρατική, ευρωπαϊκή και προοδευτική Ελλάδα «και να διαμορφώσουμε μια ευρύτατη πλειοψηφία που θα πάει τον τόπο σε προοδευτική κατεύθυνση». «Αν η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ ενδιαφέρεται, επίσης, γι’ αυτό, θα έχει -φαντάζομαι- και άλλες ευκαιρίες στο μέλλον να το αποδείξει», αναφέρει.
Ο κ. Τσίπρας δηλώνει, μεταξύ άλλων, πως είναι «εξωφρενικό να έχει πληρώσει ο Έλληνας φορολογούμενος τρεις φορές τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών και το ελληνικό κράτος να μην έχει τον έλεγχο καμίας εκ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών».
Σημειώνει πως ο ίδιος, «σε αντίθεση με τον κ. Μητσοτάκη», έχει αποδείξει ότι δεν βάζει τα εθνικά θέματα στη φαρέτρα της εσωτερικής πολιτικής σκοπιμότητας, όμως δεν θα ανεχτεί εκκλήσεις περί ενότητας και εθνικής ομοψυχίας από τον πρωθυπουργό «την ώρα που διχάζει με τον πιο ανήθικο τρόπο τους τους πολίτες, βυθίζοντας τη χώρα στον βούρκο της σκανδαλολογίας, βασισμένης σε πρακτόρικες υποκλοπές, παράνομες καταγραφές και λασπολογία». «Εσείς πιστεύετε ότι όλα αυτά έγιναν εν αγνοία του;», «κάποιος τα συνέλεξε, κάποιος τα αξιολόγησε και αποφάσισε τον χρόνο που θα τα έριχνε στη δημοσιότητα», απαντά στο ερώτημα εάν θεωρεί ότι ο πρωθυπουργός είναι πίσω από τις κασέτες Μιωνή, τους διαλόγους για το Μάτι και μιλά για «παρακράτος».
Ερωτηθείς εάν θεωρεί πως ο πρωθυπουργός θα πάει σε προανακριτικές και εξεταστικές για στελέχη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, απαντά ότι «μπορεί να το κάνει κι αυτό το λάθος», ότι δεν θα είναι το καλύτερο για την πολιτική ζωή «αλλά θα είναι ένας τρόπος να καταρρεύσουν οι σκευωρίες και οι λασπολόγοι». Θεωρεί, ωστόσο, ότι η επιλογή του κ. Μητσοτάκη είναι «η στρατηγική της σπίλωσης και της συκοφαντίας των πολιτικών του αντιπάλων…» και «να κρύψουν τις συνέπειες της αποτυχίας τους στην οικονομία αλλά και το όργιο εξυπηρέτησης, φίλων και υποστηρικτών με δημόσιο χρήμα». «Δεν υπάρχει καμία προσωπική επίθεση εναντίον της συζύγου του κ. Μητσοτάκη. Τα πολιτικά ερωτήματα εκείνης της περιόδου αφορούσαν το πόθεν έσχες του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης», σημειώνει.
«Εμείς πολιτική δεν κάνουμε δολοφονώντας χαρακτήρες», αντίθετα, «ο μηχανισμός των media που σήμερα λιβανίζει τον κ. Μητσοτάκη στοχοποιούσε υπουργούς και βουλευτές με ψέματα, ύβρεις και λάσπη», επισημαίνει ο κ. Τσίπρας.
Αναλυτικά στο β΄ μέρος της συνέντευξης του Αλέξη Τσίπρα στο iEidiseis.gr και τον Βασίλη Σκουρή:
-Τα πράγματα όμως στην Ευρώπη και στον κόσμο δε φαίνεται να κινούνται σε μια ριζοσπαστική κατεύθυνση. Θα έλεγε κανείς ότι κινούνται σε ολοένα και πιο συντηρητική κατεύθυνση. Ποιος θα πάρει τέτοιες αποφάσεις στην Ευρώπη;
«Όσο και αν σας φανεί παράξενο αυτό που θα σας πω, πιστεύω το αντίθετο. Τα πράγματα στον κόσμο φαίνεται να πηγαίνουν προς τα αριστερά και προς πιο ριζοσπαστικές πολιτικές. Ακριβώς γιατί ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός δε μπορεί πια να δώσει απαντήσεις στις σημερινές συνθήκες της πολυδιάστατης κρίσης. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα, οι Δημοκρατικοί επέλεξαν μεν τον Μπάιντεν γιατί δε πίστευαν ότι ο Σάντερς θα μπορούσε να νικήσει τον Τραμπ, αλλά η βάση τους φαίνεται να επιθυμεί όποιος νικήσει τον Τραμπ να εφαρμόσει τη πολιτική του Σάντερς. Έτσι λοιπόν ο Μπάιντεν αναγκάζεται να υιοθετήσει ριζοσπαστικές πολιτικές για την υγεία, την εκπαίδευση και τα δίδακτρα στα πανεπιστήμια, για την οικονομία και τη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου. Και όλα αυτά δεν είναι τυχαία.
Σήμερα ζούμε τις συνέπειες πολιτικών που άφησαν τις αγορές ανεξέλεγκτες να ορίζουν τις τύχες του πλανήτη, με αποτέλεσμα οι φτωχοί να γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι. Οι κοινωνικές ανισότητες διευρύνθηκαν όσο ποτέ άλλοτε. Το 2018 καταγράφηκε πως το 82% του νέου παραγόμενου πλούτου κατέληξε στο πλουσιότερο 1%. Αυτή η ακραία εξέλιξη δε μπορεί να συνεχιστεί. Είναι απολύτως φυσιολογικό οι λαοί να αντιδρούν. Να αναζητούν πιο ριζοσπαστικές λύσεις. Και στην Ευρώπη, προσωρινά ελπίζω, την αντίδραση των λαών την καρπώνεται η φαινομενικά αντισυμβατική δεξιά και η ακροδεξιά, εξ αιτίας όμως του στρατηγικού ελλείμματος ή και της ανυπαρξίας της Αριστεράς».
-Τι εννοείτε; Γιατί η αριστερά στην Ευρώπη δεν μπορεί να ακούσει αυτή τη δυσαρέσκεια των λαών απέναντι στις ανισότητες;
«Γιατί η μεν ευρωπαϊκή αριστερά σε πολλές περιπτώσεις της μοιάζει να μην ενδιαφέρεται για να δώσει κυβερνητική εναλλακτική διέξοδο, η δε ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και τα περισσότερα κεντροαριστερά κόμματα, έγιναν στη πράξη κεντροδεξιά. Υιοθέτησαν νεοφιλελεύθερες συνταγές και ενσωματώθηκαν. Άλλαξαν για να κερδίσουν πρόσκαιρες εκλογικές νίκες, αλλά χωρίς να το καταλάβουν μεταλλάχθηκαν και οι εκλογικές νίκες τους μετατράπηκαν σε στρατηγικές ήττες. Πολλά από αυτά δε, στη κρίση των ψηφοφόρων δε διαφέρουν σε κάτι από τα κόμματα της Δεξιάς. Και οι περισσότεροι στο τέλος δεν έχουν λόγο να διαλέξουν κάτι που μοιάζει απομίμηση. Διαλέγουν το αυθεντικό και έτσι επιλέγουν τη Δεξιά. Σήμερα όμως όλα αυτά τα κόμματα βρίσκονται σε κρίση στρατηγικής. Και συνειδητοποιούν σιγά-σιγά τα στρατηγικά αδιέξοδα. Η Ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία οφείλει να επανιδρυθεί αν θέλει να ξαναπαίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις. Αυτό που έχουμε ανάγκη είναι μια νέα αριστερά που να μπορεί να δώσει ριζοσπαστικές και ταυτόχρονα ρεαλιστικές απαντήσεις υπέρβασης της κρίσης. Σήμερα άλλωστε η ίδια η πραγματικότητα ενός στρεβλού καπιταλιστικού συστήματος, μας αναγκάζει να ξαναδούμε πολλά από τα θέσφατα του πρόσφατου παρελθόντος. Και η πανδημία ανέδειξε και αναδεικνύει μια σκληρή όψη αυτής της πραγματικότητας.
Χωρίς λοιπόν ριζοσπαστικό πολιτικό πρόγραμμα δε μπορείς να δώσεις πειστικές απαντήσεις στα σημερινά προβλήματα. Χωρίς την έντονη παρουσία του κράτους δε μπορείς να έχεις βιώσιμη και ισόρροπη ανάπτυξη. Ούτε περιβαλλοντική προστασία. Χωρίς γενναία αναδιανομή εισοδήματος δε μπορείς να έχεις άμβλυνση των ανισοτήτων. Χωρίς φορολόγηση του μεγάλου πλούτου δε μπορείς να έχεις πόρους για κοινωνική προστασία των αδύναμων αλλά και των μεσαίων. Χωρίς δικαιώματα στους εργαζόμενους και δυνατότητα διαπραγμάτευσης του μισθού τους, δεν μπορείς να έχεις κοινωνική δικαιοσύνη. Και χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη δεν μπορεί να υπάρξει και κοινωνική ειρήνη. Αυτό δεν είναι απλά ένα σύνθημα στους Αμερικανικούς δρόμους, με αφορμή την υπόθεση Φλόυντ. Είναι μια πολύ μεγάλη και διαχρονική αλήθεια».
-Ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, μέσα σε όλα αυτά, τι κόμμα είναι; Αριστερό, κεντροαριστερό, σοσιαλδημοκρατικό; Τι από όλα αυτά;
Ενδιαφέρουσα ερώτηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία υπήρξε ίσως ένα βήμα μπροστά από την εποχή του. Γιατί κατάφερε να συμπυκνώσει το αίτημα για μια ριζοσπαστική πολιτική στρατηγική με την επίγνωση ότι στρατηγική που δε γίνεται εφαρμοσμένη πολιτική, είναι μόνο για τα μουσεία της πολιτικής ιστορίας. Συνεπώς ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε το πρώτο κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ευρώπη που πρώτον διατύπωσε ως στόχο τη κυβέρνηση της Αριστεράς και ταυτόχρονα επιχείρησε στα σοβαρά να διατυπώσει τη στρατηγική του σε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα. Συνεπώς στο ερώτημά σας θα απαντούσα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία είναι αξιωματικά αυτό που ονομάζεται κυβερνώσα Αριστερά».
-Είναι ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ του 3% με αυτόν του 33 %;
«Έχω την αίσθηση ότι αδικεί τον ΣΥΡΙΖΑ του 3% αυτός ο διαχωρισμός, δεδομένου ότι αυτός ο πολιτικός χώρος που ονομάστηκε ΣΥΡΙΖΑ και παλαιότερα ΣΥΝασπισμός και προέρχεται από τη συνάντηση των ευρωκομουνιστών και των ανανεωτών του ΚΚΕ με ριζοσπάστες αριστερούς και σοσιαλδημοκράτες, παρά τα χαμηλά ποσοστά του, ποτέ δεν υπήρξε ένα περιθωριακό κόμμα. Πάντοτε οι ιδέες του και η επιρροή του στην ελληνική κοινωνία υπήρξε πολύ ευρύτερη των ποσοστών του. Ωστόσο δε θα θελήσω να αποφύγω την απάντηση στο βασικό σας ερώτημα, και απαντώ ευθέως, όχι. Δεν είναι ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ του 2004 με αυτόν του 2015, ούτε ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ του 2015 με τον ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία του 2020. Γιατί τα κόμματα σε μεγάλο βαθμό – και εξ αιτίας της κρίσης του κομματικού μοντέλου- αντικατοπτρίζουν τη βάση των ψηφοφόρων τους. Όχι μόνο των μελών τους.
Όχι. Δεν είναι ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ του 2004 με αυτόν του 2015, ούτε ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ του 2015 με τον ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία του 2020. Γιατί τα κόμματα σε μεγάλο βαθμό – και εξ αιτίας της κρίσης του κομματικού μοντέλου- αντικατοπτρίζουν τη βάση των ψηφοφόρων τους
Πρέπει να μην ξεχνάμε λοιπόν ότι το 2009 ο ΣΥΡΙΖΑ ως Συνασπισμός κομμάτων και οργανώσεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς έλαβε 300.000 ψήφους. Αργότερα όμως το 2015 έφτασε πάνω από 2 εκ, για να καταλήξει στο 1,8 εκ στην εκλογική του ήττα, πέρυσι τον Ιούλη. Όποιος πιστεύει λοιπόν, ότι οι επιπλέον σχεδόν 1,5 με 2 εκατομμύρια άνθρωποι ήταν όλοι αριστεροί της ριζοσπαστικής Αριστεράς, μάλλον κάνει λάθος.
Τον Μάη του 2012 ίσως και πάνω από 600 χιλιάδες ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, έκαναν το μεγάλο βήμα ρίχνοντας το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ. Και ακολούθησε ένα νέο μεγάλο κύμα άλλων 600 χιλιάδων ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που προστέθηκαν τον Ιούνιο. Μην ξεχνάμε ότι όλοι αυτοί το 2009, ανήκαν στο 44% της εκλογικής νίκης του ΠΑΣΟΚ. Δεν ήταν όμως μόνο αυτοί που προσήλθαν στη κάλπη μας. Ήταν και παραδοσιακοί ψηφοφόροι του ΚΚΕ που δε θα μπορούσαν ούτε καν να διανοηθούν ότι θα ψήφιζαν ποτέ τους τον ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν και πολλές χιλιάδες Νεοδημοκράτες που είχαν ψηφίσει Καραμανλή από το 2000 ως το 2009. Και που επίσης δεν είχαν διανοηθεί ποτέ ότι θα ψήφιζαν αριστερά και ειδικά τον ΣΥΡΙΖΑ».
-Άρα ποιος πήγε προς τα αριστερά και ποιος προς τα δεξιά και το κέντρο; Πήγε Ο ΣΥΡΙΖΑ δεξιά ή οι ψηφοφόροι αριστερά;
«Ούτε το ένα ούτε το άλλο συνέβησαν. Απλά ο ΣΥΡΙΖΑ εξέφρασε ένα υπαρκτό κοινωνικό αίτημα. Μια υπαρκτή κοινωνική ανάγκη για αλλαγή πολιτικής. Για κοινωνική δικαιοσύνη, λαϊκή κυριαρχία και προστασία των αδυνάτων από την οικονομική λαίλαπα των μνημονίων. Και το εξέφρασε γνήσια, έντιμα και πειστικά. Είπε θέλω να κυβερνήσω. Και το 12 και το 15. Θέλω να κυβερνήσω για το καλό αυτών που εκπροσωπώ. Δε θέλω να προσθέσω κι άλλες ηρωικές ήττες στα ιστορικά βιβλία. Και για αυτό η συντριπτική πλειοψηφία όλων αυτών των ψηφοφόρων που μετακινήθηκαν από το 12 και μετά, παρέμειναν. Δεν ήταν τελικά ευκαιριακοί ψηφοφόροι. Ούτε το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ μια φωτοβολίδα. Ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, λοιπόν, σήμερα, είτε μας αρέσει είτε όχι καταλαμβάνει ηγεμονικά το πολιτικό φάσμα από τα αριστερά ως το κέντρο. Την πολιτική γεωγραφία δηλαδή της λεγόμενης Δημοκρατικής παράταξης».
-Το βράδυ των εκλογών θέσατε ως στόχο να μπορέσετε να αντιστοιχηθείτε με την εκλογική σας βάση. Πόσο εφικτό είναι αυτό; Κατά πόσο τα έχετε καταφέρει;
«Ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα μαζικό κόμμα με ρίζες βαθιές στην ελληνική κοινωνία, είναι μια συνεχής διαδικασία. Δύσκολη γιατί βρισκόμαστε σε μια εποχή κρίσης της κομματικής ένταξης αλλά απολύτως αναγκαίας. Έγιναν μέχρι σήμερα πολλά και σημαντικά βήματα, ωστόσο η πανδημία εκ των πραγμάτων ανέστειλε μια σειρά από διεργασίες με σημαντικότερη εξ αυτών το συνέδριο. Ωστόσο για εμάς αυτό είναι μονόδρομος. Έχουμε πλήρη επίγνωση ότι κόσμος που μας παρακολουθεί και που αισθάνεται μέρος του εγχειρήματός μας, είναι πολύ περισσότερος από την οργανωμένη μας βάση. Η προσπάθεια να τον συναντήσουμε αυτόν το κόσμο και να τον εντάξουμε στις συλλογικές μας διεργασίες δεν έχει ημερομηνία λήξης. Ούτε καν στο επικείμενο συνέδριο, όποτε και αν αυτό διεξαχθεί. Μάλλον αφετηρία θα είναι για έναν ΣΥΡΙΖΑ πιο μαζικό, πιο λαϊκό και κοινωνικά ριζωμένο, παρά λήξη».
-Έχετε ακούσει φαντάζομαι τη θεωρία του «ενάμισι» κόμματος και πως αυτή αποτελεί επιλογή του κ. Μητσοτάκη ενόψει των επόμενων εκλογών. Η ΝΔ, δηλαδή, ένα μεγάλο ηγεμονεύον κόμμα, εσείς γύρω στο 25% και τα μικρότερα κόμματα κάτω από το 7% και με στόχο τους να αποτελεί το δεύτερο και όχι το κυβερνών κόμμα. Ανησυχείτε καθόλου για μια τέτοια εξέλιξη;
«Αυτή η θεωρία θα μπορούσε να λειτουργήσει αν ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία αποδεχόταν το ρόλο του συστημικού παρτενέρ, όπως ακριβώς έκανε το ΠΑΣΟΚ μετά την εποχή Σημίτη και όπως ταυτόχρονα έκαναν και μια σειρά από σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη με πιο χαρακτηριστικό το Γερμανικό SPD. Και θα συνέβαινε γιατί, όπως εξήγησα, οι ψηφοφόροι ανάμεσα σε δυο πολιτικές δυνάμεις που μοιάζουν να μην έχουν διαφορές, προτιμάνε πάντα την αυθεντική. Εδώ όμως δεν έχουμε κάτι τέτοιο. Το αντίθετο. Έχουμε δυο παρατάξεις που δε μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους. Από τη μια έχουμε μια Δεξιά βαθύτατα συστημική, που έχει πάρει διαζύγιο ακόμη και με τη παλιά λαϊκότητα της Δεξιάς. Έχει καταφέρει βέβαια να ενσωματώσει το ακραίο κέντρο σε ένα ακραία νεοφιλελεύθερο οικονομικό σχέδιο, αλλά ταυτόχρονα και τους ακραίους δεξιούς του ΛΑΟΣ, που δίνουν τον τόνο. Και από την άλλη έχουμε μια αριστερά που δε συμβιβάζεται σε ρόλο διαχειριστή και αναζητά έναν εναλλακτικό κυβερνητικό δρόμο προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας, χωρίς δογματισμούς και αγκυλώσεις».
-Μα η στροφή προς τη κεντροαριστερά δεν διακινδυνεύει να κάνει τον ΣΥΡΙΖΑ συστημικό παρτενέρ;
«Ο όρος κεντροαριστερά στην Ελλάδα είναι πολιτικά φορτισμένος από τη περίοδο της διακυβέρνησης Σημίτη. Αν λοιπόν με τον όρο αυτό εννοούμε τη πολιτική γεωγραφία που ήδη καταλαμβάνει ηγεμονικά ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, τότε ναι αυτή η στροφή έχει ήδη γίνει. Αν όμως εννοούμε τη πολιτική μετατόπιση προς τη κεντροδεξιά στη πραγματικότητα, τότε όχι. Δεν έγινε και δε θα γίνει ποτέ.
Η προοδευτική και δημοκρατική παράταξη στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ συστημικός παρτενέρ της Δεξιάς. Ήταν, είναι και θα είναι πλειοψηφικό ρεύμα εντός της ελληνικής κοινωνίας διεκδικώντας τη πρόοδο, τη δημοκρατία, τη κοινωνική δικαιοσύνη. Και αυτό θα έχει πάντα αντιστοίχιση με το πολιτικό σκηνικό. Το δικό μας χρέος, είναι να καταφέρουμε να εκφράσουμε αυτή τη κοινωνική πλειοψηφία ώστε να αποτυπωθεί εκλογικά, στηρίζοντας ένα σύγχρονο και καινοτόμο σχέδιο για μια προοδευτική Ελλάδα της επόμενης δεκαετίας».
-Μα πόσο εφικτό είναι ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία να διεκδικήσει τη πολιτική πλειοψηφία; Κάποιοι σύντροφοί σας λένε πως αυτό είναι ανέφικτο και μιλάνε για προοδευτικό μέτωπο ή για πόλο, όχι για πλειοψηφία. Άλλωστε οι δημοσκοπήσεις δεν αντικατοπτρίζουν μια τέτοια προοπτική.
«Κάποιοι σύντροφοί μου όταν πρωτομίλησα για κυβέρνηση της Αριστεράς με κοίταζαν περίεργα. Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ κατέγραφε μονοψήφια ποσοστά στις δημοσκοπήσεις. Δεν τους παρεξήγησα ούτε τότε, ούτε και τώρα. Προτιμώ ωστόσο να χαράσσω πολιτικούς στόχους όχι με βάση τις δημοσκοπήσεις αλλά με βάση αυτό που καταλαβαίνω ως ανάγκη της κοινωνίας. Η χώρα και ιδίως η κοινωνική πλειοψηφία έχουν ανάγκη από μια προοδευτική κυβέρνηση που θα προωθήσει ένα σχέδιο ριζικών μεταρρυθμίσεων για περισσότερη δημοκρατία και δικαιοσύνη, για αναδιάταξη των παραγωγικών δυνατοτήτων με επίκεντρο τις δυνάμεις της παραγωγής, της εργασίας και της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Αυτό το σχέδιο θα το θέσουμε στη κρίση των πολιτών και όλων των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων. Η πολιτική των συμμαχιών μας είναι δεδομένη. Δε θα καθορίσουμε, ωστόσο, την ανάγκη της χώρας από τις διαθέσεις των συμμάχων μας. Θα διεκδικήσουμε τη πλειοψηφία για να βγάλουμε τη χώρα από το τέλμα στο οποίο την έβαλε ήδη η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μόλις μέσα σε ένα χρόνο διακυβέρνησης».
Η πολιτική των συμμαχιών μας είναι δεδομένη. Δε θα καθορίσουμε, ωστόσο, την ανάγκη της χώρας από τις διαθέσεις των συμμάχων μας. Θα διεκδικήσουμε τη πλειοψηφία για να βγάλουμε τη χώρα από το τέλμα στο οποίο την έβαλε ήδη η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μόλις μέσα σε ένα χρόνο διακυβέρνησης
-Πώς κρίνετε τη στάση της ηγεσίας του Κινήματος Αλλαγής κ. Πρόεδρε το τελευταίο διάστημα;
«Η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ έχει υποπέσει σε μια σειρά από στρατηγικά ατοπήματα. Με πρώτο αυτό της καταψήφισης της απλής αναλογικής, δεύτερο και κορυφαίο τη καταψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών και τρίτο και ανεξήγητο τη ταύτιση με τη πιο αντιδημοκρατική εκδοχή της Δεξιάς, με την υπερψήφιση του χουντικής έμπνευσης νόμου για τις διαδηλώσεις. Το ΚΙΝΑΛ σήμερα φαίνεται να επιθυμεί να είναι πρώτα αντι-ΣΥΡΙΖΑ και μετά όλα τα υπόλοιπα».
Το ΚΙΝΑΛ σήμερα φαίνεται να επιθυμεί να είναι πρώτα αντι-ΣΥΡΙΖΑ και μετά όλα τα υπόλοιπα
-Εσείς θα επιμείνετε στην ανάγκη διαλόγου ή θα επιχειρήσετε ξανά διεμβολισμό του ΚΙΝΑΛ; Θα μπορούσε να πει κάποιος, γιατί δεν αναλαμβάνετε μια πρωτοβουλία προσωπικά προς την Φώφη Γεννηματά: Είστε άλλωστε το μεγαλύτερο κόμμα…
«Οι πόρτες του διαλόγου είναι πάντα ανοιχτές για όσους μοιράζονται την αγωνία να έχει ο τόπος ένα προοδευτικό μέλλον. Για μια σύγχρονη, δημοκρατική, ευρωπαϊκή και προοδευτική Ελλάδα. Υπάρχουν εκατομμύρια Έλληνες με αυτό το όραμα, είτε ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΙΝΑΛ ή άλλο κόμμα. Εμείς ενδιαφερόμαστε να ακούσουμε, να συνομιλήσουμε με αυτούς τους πολίτες και να διαμορφώσουμε μια ευρύτατη πλειοψηφία που θα πάει τον τόπο σε προοδευτική κατεύθυνση. Αν η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ ενδιαφέρεται επίσης γι’ αυτό, θα έχει – φαντάζομαι – και άλλες ευκαιρίες στο μέλλον να το αποδείξει».
-Μιλήσατε για ριζοσπαστικό και καινοτόμο σχέδιο για μια προοδευτική Ελλάδα. Πόσο μπορεί να συμβαδίζει αυτό με ένα κόμμα που εφήρμοσε μνημόνιο;
«Το μνημόνιο δεν υπήρξε ποτέ προγραμματική μας ιδιοκτησία. Συγκρουστήκαμε σκληρά με την πιο ακραία εκδοχή της Ευρώπης. Αυτή η σύγκρουση άφησε πίσω μας μια θετική παρακαταθήκη για όλη την Ευρώπη. Ο συσχετισμός δύναμης υπήρξε συντριπτικός και αναγκαστήκαμε σε έναν συμβιβασμό, που δεν ήταν όμως αδιέξοδος. Καταφέραμε και βγάλαμε τη χώρα από την ταπεινωτική επιτροπεία των τεχνοκρατών. Ταυτόχρονα αναδιαρθρώσαμε το Δημόσιο χρέος και αποκαταστήσαμε τη πρόσβαση στις αγορές. Αφήσαμε γεμάτα ταμεία και μια αναπτυξιακή παρακαταθήκη δώδεκα συνεχόμενων τριμήνων που διακόπηκε αμέσως μετά την άνοδο στην εξουσία της νεοφιλελεύθερης ΝΔ του κου Μητσοτάκη, που υποτίθεται θα έφερνε την μεγάλη ανάπτυξη και έφερε ύφεση πριν έρθει η πανδημία.
Το μνημόνιο δεν υπήρξε ποτέ προγραμματική μας ιδιοκτησία. Συγκρουστήκαμε σκληρά με την πιο ακραία εκδοχή της Ευρώπης. Αυτή η σύγκρουση άφησε πίσω μας μια θετική παρακαταθήκη για όλη την Ευρώπη
Ταυτόχρονα σε συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες εφαρμόσαμε ένα παράλληλο πρόγραμμα με ισχυρό κοινωνικό πρόσημο. Μειώσαμε τις ανισότητες, καταπολεμήσαμε τη φτώχια ρίχνοντάς την σε επίπεδα προ του 2004, επαναφέραμε την εργασιακή κανονικότητα με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, την αύξηση του κατώτατου μισθού, την τήρηση της εργατικής νομοθεσίας, ενώ μειώσαμε σημαντικά την ανεργία. Ταυτόχρονα αναβαθμίσαμε το διεθνές κύρος της χώρας με μια ενεργητική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, με αποκορύφωμα τη Συμφωνία των Πρεσπών. Αυτή είναι η παρακαταθήκη μας. Δεν είναι η εφαρμογή του μνημονίου αλλά η υπέρβαση των μνημονίων».
-Τι θα αλλάζατε λοιπόν από όσα εφαρμόσατε στο μνημόνιο, αφού όπως λέτε δεν αποτελεί προγραμματική σας επιλογή ; Τι διαφορετικό θα κάνετε τώρα;
«Από τον Αύγουστο του 18, όταν βγήκαμε από τα μνημόνια ξεκινήσαμε και αλλάξαμε πολλά. Και υπάρχουν ακόμη πολλά που πρέπει να αλλάξουν. Ωστόσο, μιας και με ρωτάτε να σας θέσω ένα κορυφαίο ζήτημα. Το βασικό πρόβλημα της Ελληνικής οικονομίας είναι ότι το τραπεζικό σύστημα δε λειτουργεί. Οι τράπεζες δε παίζουν το ρόλο τους και δε χρηματοδοτούν τη πραγματική οικονομία. Καμία οικονομία δε μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς χρηματοδοτικά εργαλεία. Ο νόμος που η τρόικα μας ανάγκασε να ψηφίσουμε για τις διοικήσεις των τραπεζών ήταν εξωφρενικός. Έξω από κάθε διεθνή και ευρωπαϊκό πρότυπο. Ταυτόχρονα εξωφρενικό είναι να έχει πληρώσει ο Έλληνας φορολογούμενος τρείς φορές τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών και το Ελληνικό κράτος να μην έχει τον έλεγχο καμίας εκ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών».
Είναι εξωφρενικό να έχει πληρώσει ο Έλληνας φορολογούμενος τρείς φορές τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών και το Ελληνικό κράτος να μην έχει τον έλεγχο καμίας εκ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών
-Αληθεύει αυτό που γράφτηκε, ότι ζητάτε να μην υπάρξουν Εξεταστικές και άλλες αποκαλύψεις, προκειμένου να δώσετε τη συναίνεσή σας σε κρίσιμα εθνικά θέματα, όπως σας κατηγόρησε αρχικά ο Ευάγγελος Βενιζέλος και εν συνεχεία κυβερνητικά στελέχη;
«Εγώ σε αντίθεση με τον κ. Μητσοτάκη, όπως έδειξε και στις Πρέσπες αλλά και στα ελληνοτουρκικά, έχω αποδείξει ότι δε βάζω τα εθνικά θέματα στη φαρέτρα της εσωτερικής πολιτικής σκοπιμότητας. Τα ίδια έλεγα για τα εθνικά θέματα ως Πρωθυπουργός, τα ίδια λέω σήμερα και θα λέω και αύριο. Οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία δεν αλλάζουν ειδικά δε σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές. Αλλά δεν πρόκειται να ανεχτώ να κάνει επικοινωνιακά σόου ο κ.Μητσοτάκης και εκκλήσεις περί ενότητας και εθνικής ομοψυχίας την ώρα που διχάζει με τον πιο ανήθικο τρόπο τους πολίτες, βυθίζοντας τη χώρα στο βούρκο της σκανδαλολογίας, βασισμένης σε πρακτόρικες υποκλοπές, παράνομες καταγραφές και λασπολογία».
Δεν πρόκειται να ανεχτώ να κάνει επικοινωνιακά σόου ο κ.Μητσοτάκης και εκκλήσεις περί ενότητας και εθνικής ομοψυχίας την ώρα που διχάζει με τον πιο ανήθικο τρόπο τους πολίτες, βυθίζοντας τη χώρα στο βούρκο της σκανδαλολογίας, βασισμένης σε πρακτόρικες υποκλοπές, παράνομες καταγραφές και λασπολογία
-Θεωρείτε, όντως, ότι πίσω από τις κασέτες Μιωνή, ή τους διαλόγους της ηγεσίας της Πυροσβεστικής για το Μάτι υπάρχει ο πρωθυπουργός; Ότι υπάρχει σχέδιο, ενορχηστρωμένο από τον Κυριάκο Μητσοτάκη;
«Εσείς πιστεύετε ότι όλα αυτά έγιναν εν αγνοία του; Αυτά τα παρανόμως κτηθέντα υλικά καταγράφηκαν, το ένα τέσσερα και το άλλο δύο χρόνια πριν. Κάποιος τα συνέλεξε, κάποιος τα αξιολόγησε και αποφάσισε το χρόνο που θα τα έριχνε στη δημοσιότητα. Προφανώς και υπάρχει σχεδιασμός, όπως και παρακράτος, που αποδεικνύεται πολύ πιο ισχυρό από το κράτος».
-Και πιστεύετε ότι θα πάει σε Προανακριτικές και εξεταστικές για στελέχη της κυβέρνησής σας;
«Μακάρι να το κάνει και αυτό το λάθος. Δε θα είναι βέβαια το καλύτερο για τη πολιτική ζωή, αλλά θα είναι ένας τρόπος να καταρρεύσουν με πάταγο οι σκευωρίες και οι λασπολόγοι. Ωστόσο νομίζω ότι η επιλογή του κ. Μητσοτάκη είναι η στρατηγική της σπίλωσης και της συκοφαντίας των πολιτικών του αντιπάλων χωρίς περεταίρω αποδείξεις και διερεύνηση ή Επιτροπές που ενίοτε καταλήγουν και μπούμερανγκ.
Η επιλογή του κ. Μητσοτάκη είναι η στρατηγική της σπίλωσης και της συκοφαντίας των πολιτικών του αντιπάλων χωρίς περεταίρω αποδείξεις και διερεύνηση ή Επιτροπές που ενίοτε καταλήγουν και μπούμερανγκ
Αυτό που τους ενδιαφέρει σε αυτή τη φάση είναι να κρύψουν τις συνέπειες της αποτυχίας τους στην οικονομία αλλά και το όργιο εξυπηρέτησης, φίλων και υποστηρικτών με δημόσιο χρήμα. Δεν έχετε παρατηρήσει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ δεν ασχολείται με τα υπαρκτά και τεράστια προβλήματα του σήμερα και των πολιτών, αλλά αρκούνται να κάνουν αντιπολίτευση στην αντιπολίτευση;».
-Και εσείς, πάντως, όπως και κορυφαία σας στελέχη, είστε ιδιαίτερα οξείς κατά του πρωθυπουργού. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις επιθέσεις κατά της συζύγου του, αλλά και ότι συνεχώς τον χαρακτηρίζετε εκπρόσωπο συμφερόντων, διαπλεκόμενο…
«Δεν υπάρχει καμία προσωπική επίθεση εναντίον της συζύγου του κ. Μητσοτάκη. Τα πολιτικά ερωτήματα εκείνης της περιόδου αφορούσαν το πόθεν έσχες του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Όταν είσαι δημόσιο πρόσωπο και διεκδικείς να γίνεις πρωθυπουργός οφείλεις να σέβεσαι τους νόμους και να δίνεις εξηγήσεις για τα περιουσιακά σου στοιχεία. Ως εκεί. Εμείς πολιτική δεν κάνουμε δολοφονώντας χαρακτήρες. Αλλά αν ο κος Μητσοτάκης ενοχλείται από τη κριτική και την έρευνα κάποιων δημοσιογράφων και εφημερίδων, εμείς τι να πούμε που επί τεσσεράμιση χρόνια, τόσο εγώ όσο και στελέχη της κυβέρνησης μου, ακούσαμε και διαβάσαμε τα πάντα για τις οικογένειες μας, τους γονείς μας, τα παιδιά μας. Κάθε εβδομάδα, ο μηχανισμός των media που σήμερα λιβανίζει τον κ. Μητσοτάκη στοχοποιούσε υπουργούς και βουλευτές με ψέματα, ύβρεις και λάσπη. Και ξέρετε δεν διανοηθήκαμε ποτέ να τους κόψουμε τη διαφημιστική χρηματοδότηση για να τους εξοντώσουμε».
-Να κλείσουμε με δυο ερωτήσεις για τα εσωκομματικά. Στελέχη σας, δείχνουν να έχουν προσωπικές στρατηγικές, οι τάσεις να είναι «κόμμα μέσα στο κόμμα», αλλά και κάποιοι να μην θέλουν το πραγματικό άνοιγμα στην κοινωνία-ούτε καν την Προοδευτική Συμμαχία. Πώς θα τα αντιμετωπίσετε όλα αυτά; Και, κυρίως, έχει ο ΣΥΡΙΖΑ ανάγκη για μεγάλη ανανέωση και μετάγγιση νέου αίματος;
«Δεν έχω παρόμοια εικόνα για στελέχη μας. Ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία το επόμενο διάστημα θα πρέπει να προχωρήσει με γοργά βήματα στις ράγες της ανασυγκρότησης και του μετασχηματισμού του, όπως έχουμε αποφασίσει, για ένα κόμμα μαζικό και βαθιά δημοκρατικό. Οι τάσεις ως ρεύματα ιδεών είναι καλοδεχούμενες. Αν δεν υπάρχουν τέτοιες, πρέπει να τις εφεύρουμε. Οι ομάδες διανομής της εσωκομματικής εξουσίας όμως είναι κάτι ξεπερασμένο και αποκρουστικό. Ακούω με μεγάλη προσοχή τη συζήτηση για την ανάγκη να εμβαθύνουμε τη δημοκρατία και να στηρίξουμε τα δικαιώματα των μελών.
Όσο για το νέο αίμα, ναι είναι αναγκαίο να καταφέρουμε να αναδείξουμε νέα στελέχη από τη κοινωνία. Και κυρίως από τη νέα γενιά. Η διεύρυνση πρέπει να έχει και βάθος κοινωνικό
Αυτό νομίζω για να έχει νόημα και περιεχόμενο πρέπει να συμβαδίζει με την εκχώρηση δικαιώματος λήψης κρίσιμων αποφάσεων μετά από πλατύ και ουσιαστικό διάλογο, στη βάση του κόμματος. Και η τεχνολογία μπορεί εύκολα να μας βοηθήσει σε κάτι τέτοιο. Άν όμως δεν συμβαδίζει με παρόμοιες ριζοσπαστικές πρακτικές, μένει κενό γράμμα και εύκολα παρερμηνεύεται ως δικαίωμα σε μηχανισμούς και όχι στα μέλη. Όσο για το νέο αίμα, ναι είναι αναγκαίο να καταφέρουμε να αναδείξουμε νέα στελέχη από τη κοινωνία. Και κυρίως από τη νέα γενιά. Η διεύρυνση πρέπει να έχει και βάθος κοινωνικό».
Οι τάσεις ως ρεύματα ιδεών είναι καλοδεχούμενες. Αν δεν υπάρχουν τέτοιες, πρέπει να τις εφεύρουμε. Οι ομάδες διανομής της εσωκομματικής εξουσίας όμως είναι κάτι ξεπερασμένο και αποκρουστικό
-Υπάρχει περίπτωση εκλογή σας από τη βάση του κόμματος; Αν όχι από αυτό το Συνέδριο, να αλλάξει το Καταστατικό για την επόμενη φορά;
«Το τελευταίο που με απασχολεί είναι το πως θα εκλεγώ. Αλλά με απασχολεί να βρούμε το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας εκείνο που θα βαθύνει τη δημοκρατία και θα δίνει νόημα και αξία στα μέλη του κόμματος, χωρίς όμως να οδηγηθούμε στις ευτελιστικές διαδικασίες που είδαμε σε άλλα κόμματα.
Στην πορεία προς το Συνέδριο θα τα κουβεντιάσουμε όλα αυτά και εκεί θα πάρουμε τις συλλογικές μας αποφάσεις
Στην πορεία προς το Συνέδριο θα τα κουβεντιάσουμε όλα αυτά και εκεί θα πάρουμε τις συλλογικές μας αποφάσεις».