«Ποιοι θα επωμιστούν το κόστος από τη μείωση των δημοσίων εσόδων που θα προκαλέσουν οι φοροελαφρύνσεις των εχόντων; Σε ποιες αυλές φυτρώνουν τα “λεφτόδεντρα”; Ποιοι παραγγέλνουν τα νομοσχέδια και τις τροπολογίες που μας σερβίρουν οι Υπουργοί της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη;»
Τα παραπάνω ερωτήματα θέτει το Τμήμα Οικονομικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ
Η ανακοίνωση του Τμήματος Οικονομικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ:
«Στις 29.7.2020 ψηφίστηκε στη Βουλή το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Οικονομικών μόνο από την Ν.Δ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, και το ΜέΡΑ25 το καταψήφισαν, το Κίνημα Αλλαγής και η Ελληνική Λύση ψήφισαν παρών.
Η διαδικασία κατάθεσης και συζήτησης αποτέλεσε ένα ακόμα παράδειγμα κακής πρακτικής νομοθέτησης, παρά τις επικοινωνιακού τύπου εξαγγελίες για το αντίθετο. Ο Υπουργός Οικονομικών κ. Σταϊκούρας, στο από 17 Ιουλίου 2020 Δελτίο Τύπου, που συνόδευσε το φορολογικό νομοσχέδιο ανέφερε ότι κατατίθεται «ύστερα από γόνιμη και εποικοδομητική δημόσια διαβούλευση και έχοντας λάβει υπόψη τις προτάσεις που υποβλήθηκαν». Ας δούμε όμως τι πραγματικά εννοεί η κυβέρνηση της Ν.Δ. και ο κ. Σταϊκούρας ως «γόνιμη και εποικοδομητική δημόσια διαβούλευση»:
· Το σχέδιο νόμου αναρτήθηκε προς δημόσια διαβούλευση (7 με 14 Ιουλίου 2020) σε 62 άρθρα και αριθμούσε 70 σελίδες.
· Κατατέθηκε στη Βουλή στις 01.00 τα ξημερώματα του Σαββάτου 18 Ιουλίου 2020, σε 95 άρθρα και 194 σελίδες.
· Έφτασε να ψηφιστεί μαζί με τις τροπολογίες, σε 140 άρθρα και 460 σελίδες.
· Οι περισσότερες υπουργικές τροπολογίες ήταν αρμοδιότητας άλλων Υπουργείων (του Εσωτερικών, Πολιτισμού, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, κ.α. διατάξεις.) και κατατέθηκαν την ημέρα της ψήφισης του σχεδίου νόμου και την προηγούμενη.
Όπως είναι εμφανές, η δημόσια διαβούλευση για την κυβέρνηση της Ν.Δ. είναι κατ’ επίφαση εποικοδομητική και γόνιμη. Κινείται στη λογική του «τώρα που βρήκαμε παπά, ας θάψουμε πεντέξι», με την ψήφιση ετερόκλητων άρθρων και διατάξεων, χωρίς περιθώριο ουσιαστικού κοινοβουλευτικού ελέγχου και πολλώ δε μάλλον δημόσιας ανοικτής διαβούλευσης με τους παραγωγικούς φορείς και την κοινωνία. Η πολιτική επιλογή της κυβέρνησης για νομοθέτηση χωρίς την κοινωνία δεν είναι συμπτωματική. Μέσα από το διάλογο, δεν θα μπορούσε να αιτιολογήσει τις φορολογικές ρυθμίσεις που ψηφίζει, αφού με αυτές στηρίζει στοχευμένα, συγκεκριμένα συμφέροντα και όχι το σύνολο των ελλήνων πολιτών. Ποιοι όμως θα επωμιστούν το κόστος από τη μείωση των δημοσίων εσόδων που θα προκαλέσουν οι φοροελαφρύνσεις των εχόντων; Σε ποιες αυλές φυτρώνουν τα «λεφτόδεντρα»; Ποιοι παραγγέλνουν τα νομοσχέδια και τις τροπολογίες που μας σερβίρουν οι Υπουργοί της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη;
Για του λόγου το αληθές, το ψηφισθέν σχέδιο νόμου:
· Προβλέπει ευνοϊκή φοροαντιμετώπιση για τις μετοχές που λαμβάνουν οι εταίροι, οι μέτοχοι, και τα διευθυντικά στελέχη ως επιβράβευση επίτευξης στόχων.
· Θεσπίζει την άνιση φορολογική αντιμετώπιση μεταξύ των συνταξιούχων φορολογικών κατοίκων της Ελλάδας και του εξωτερικού.
· Μειώνει τον συντελεστή φορολόγησης στους μεγαλοπαράγοντες του αθλητισμού.
· Απαλλάσσει από το φόρο δωρεάς την κινητή περιουσία (πχ. καταθέσεις, άυλες αξίες, μετοχές, ομολογίες, αυτοκίνητα, σκάφη, έργα τέχνης κ.ο.κ) που έχει αποκτηθεί στην αλλοδαπή από Έλληνα υπήκοο.
· Αναμορφώνει την κλίμακα για τα τέλη ταξινόμησης ευνοώντας σκανδαλωδώς τους έχοντες τη δυνατότητα να αγοράσουν ακριβά αυτοκίνητα.
· Διευρύνει τις φοροαπαλλαγές στο μεγάλο ναυτιλιακό κεφάλαιο.
· Συστήνει μια ad-hoc επιτροπή για την εξωδικαστική επίλυση φορολογικών διαφορών, με αδιαφανή κριτήρια ορισμού μελών, χωρίς συγκεκριμένους κανόνες για τη διαχείριση των υπό κρίση υποθέσεων, που θα λειτουργεί με τη συμμετοχή και συνταξιούχων δικαστικών, με επιπλέον αμοιβές (πέραν του μισθού ή της σύνταξης που λαμβάνουν τα μέλη της) απροσδιόριστες όμως για τους προέδρους των επιτροπών και τον Γενικό Προϊστάμενο
·Πετσοκόβει με τροπολογία τελευταίας στιγμής τα αναδρομικά για τις συντάξεις, αφήνοντας χιλιάδες συνταξιούχους εκτός (παρόλο που σύμφωνα με τις δικαστικές αποφάσεις ανάμεναν να λάβουν αναδρομικά κύριας, επικουρικής σύνταξης και δώρων), καθώς θα λάβουν αναδρομικά μόνο της κύριας σύνταξης, χωρίς να διασφαλίζεται το ακατάσχετο τους.