Η κυβέρνηση Μητσοτάκη άφησε 1,6 εκατομμύρια χαμηλοσυνταξιούχους χωρίς ούτε μισό ευρώ από τα αναδρομικά που επιδίκασε το ΣτΕ. Αυτό είναι κλοπή.
Αλλά δεν είναι η πρώτη. Στους ίδιους ανθρώπους η ίδια κυβέρνηση έχει κάνει άλλες δύο περικοπές: την περικοπή της 13ης σύνταξης, την οποία επανέφερε ο ΣΥΡΙΖΑ τον Μάιο του 2019, και την περικοπή του κοινωνικού μερίσματος για τον ίδιο χρόνο.
Με περίσσεια θράσους και με χυδαία επιχειρηματολογία για «επιδόματα φιλανθρωπίας που μοίραζε ο ΣΥΡΙΖΑ» αφαίρεσαν από το ετήσιο εισόδημα των ανθρώπων περίπου 1.000 ευρώ. Τώρα τους στερούν τα χρήματα που ορίζουν οι δικαστικές αποφάσεις.
Δεν είναι η μοναδική περίπτωση που η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τα χρήματα των φτωχότερων για να κάνει πολιτική. Μέσα στην πανδημία, αντί να στηρίξει αποφασιστικά τις θέσεις εργασίας και τους μισθούς, ώστε να αντέξει περισσότερο η οικονομία απέναντι στην κρίση, άνοιξε το παράθυρο σε μαζικές περικοπές συμβάσεων και στη θέσπιση μισής αμοιβής για μισή δουλειά.
Αντί να στηρίξει τις επιχειρήσεις με ρευστότητα και επιχορηγήσεις, τις στήριξε μειώνοντας το εργασιακό κόστος. Επιδότησε, δηλαδή τους εργοδότες με χρήματα των εργαζομένων.
Κι ακόμα, μετά την υποτιθέμενη «επανεκκίνηση», έφτιαξε κάποια χρηματοδοτικά εργαλεία οργανωμένα στα μέτρα των μεγάλων επιχειρήσεων και των ισχυρών παικτών της αγοράς. Εργαλεία σχεδιασμένα με τέτοιον τρόπο ώστε οι μικρές επιχειρήσεις να μένουν απέξω, χωρίς πρόσβαση στη χρηματοδότηση, αβοήθητες και αντιμέτωπες με τη χρεοκοπία.
Συστηματικά και αναίσχυντα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη «ρίχνει» τους αδύναμους, τον κόσμο της εργασίας, τους χαμηλοσυνταξιούχους, τις μικρότερες επιχειρήσεις για να χρηματοδοτήσει το δικό της σύστημα. Έτσι χτίζονται το επιτελικό κράτος και η Ελλάδα του μέλλοντος. Λεηλατώντας τους αδύναμους.
Από το κύριο άρθρο της “Αυγής”