Η παρουσία στο κυβερνητικό σχήμα στελεχών που υπήρξαν ή παραμένουν νοσταλγοί της δικτατορίας θολώνει την αρχική εικόνα που φιλοτέχνησε για τον εαυτό του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ενός πολιτικού δηλαδή που «νίκησε τη χούντα» και «τιμώρησε» την ηγεσία της
Παράξενη η θέση της κυβέρνησης τις μέρες αυτές που τιμούμε την πτώση της δικτατορίας και τη Μεταπολίτευση του 1974. Το κυβερνητικό κόμμα έχει συνδεθεί από την ίδρυσή του με την επέτειο της 24ης Ιουλίου, εφόσον ο δημιουργός του, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ήταν εκείνος που ανέλαβε το δύσκολο πολιτικό έργο της μετάβασης από τη δικτατορία στον κοινοβουλευτισμό ως αναμφισβήτητος ηγέτης της συντηρητικής παράταξης, αλλά η σημερινή πολιτική ταυτότητα της Ν.Δ. αφήνει ένα τεράστιο ερώτημα.
Η παρουσία στο κυβερνητικό σχήμα στελεχών που υπήρξαν ή παραμένουν νοσταλγοί της δικτατορίας θολώνει την αρχική εικόνα που φιλοτέχνησε για τον εαυτό του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ενός πολιτικού δηλαδή που «νίκησε τη χούντα» και «τιμώρησε» την ηγεσία της.
Ο «άνθρωπός μας» ο Παπαδόπουλος
Το πιο χαρακτηριστικό κρούσμα κυβερνητικού στελέχους που νοσταλγεί ακόμα και σήμερα τον δικτάτορα Παπαδόπουλο είναι βέβαια ο γ.γ. του υπουργείου Τουρισμού, στενός φίλος της οικογένειας Μητσοτάκη και ταμίας του «Ιδρύματος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης».
Ο αλευροβιομήχανος Κωνσταντίνος Λούλης έχει εκδώσει το 2015 ένα βιβλίο, όπου περιγράφει την ιδιαίτερη προσωπική σχέση που ανέπτυξε με τον δικτάτορα, τον οποίο επισκεπτόταν στη φυλακή και ο οποίος φαίνεται ότι τον έπεισε πως όλα ήταν καλά κατά τη διάρκεια της χούντας: «Πραγματικά εντυπωσιάστηκα από όσα άκουσα και διασταύρωσα, διαπιστώνοντας πως όλα ήταν τελικά αλήθεια […] ο χρόνος δεν έφτανε για να απορροφήσω τόσα γεγονότα –τα περισσότερα άγνωστα– αλλά και να καταλάβω πως ο πάμφτωχος και προδομένος από στενούς του συνεργάτες, εγκαταλειμμένος από τους ευεργετηθέντες και τιμωρημένος αμείλικτα από τους αντιπάλους του, Γ. Παπαδόπουλος, δεν ήταν όπως τον παρουσίαζαν» («Η επιβίωση της Ελλάδας μέσα από διαδοχικά θαύματα», εκδόσεις Ψυχογιός).
Η ανάδειξη του θέματος από την «Εφ.Συν.» με αλλεπάλληλα δημοσιεύματα δεν είχε καμιά συνέπεια. Ο πρωθυπουργός κάλυψε απολύτως τον στενό του συνεργάτη και εκείνος προκλητικά προχωρά σε ανατύπωση του βιβλίου, χωρίς να πειράξει ούτε λέξη από τους ύμνους για τη δικτατορία στην οποία πιστώνει «σημαντικά επιτεύγματα», μεγάλη «οικονομική ανάπτυξη» και «δημιουργία μιας ευρείας ευημερούσας μεσαίας τάξης», που οδήγησε σε «μια σημαντική μερίδα ικανοποιημένων από το καθεστώς πολιτών».
Παραδέχεται βέβαια ότι «αρκετοί άλλοι αντιδρούσαν στη στέρηση δημοκρατικών ελευθεριών», αλλά προσθέτει ότι «πολλοί πιστεύουν ότι αν μέχρι το 1971-1972 ο Γ. Παπαδόπουλος διενεργούσε εκλογές, ακόμα και στον ίδιο στίβο με όλα τα παλαιά κόμματα, θα τις κέρδιζε, λόγω της ικανοποίησης των πολιτών τόσο από την οικονομική ευημερία όσο και από την επιστροφή στη δημοκρατική ομαλότητα».
Για την αντίσταση και την εξέγερση του Πολυτεχνείου υιοθετεί ο Λούλης όλα τα επιχειρήματα των χουντικών και φτάνει να ψέξει τις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις που ακολούθησαν το δόγμα του Καραμανλή «όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια» για τον Παπαδόπουλο: «Είναι γεγονός ότι οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις εξάντλησαν όλα τα περιθώρια τιμωρίας, απορρίπτοντας κάθε ανθρωπιστικό ελαφρυντικό, χωρίς να του αναγνωρίσουν κανένα θετικό στοιχείο κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του».
Και προσθέτει: «Το γεγονός ότι οι κινηματίες αξιωματικοί βελτίωσαν το επίπεδο της ζωής των Ελλήνων διαχειριζόμενοι συνετά και έντιμα το δημόσιο χρήμα, φυλακίστηκαν και πέθαναν φτωχοί, εκτιμήθηκε τελικά από ελάχιστους». Φυσικά πρόκειται για το πιο αστήρικτο προπαγανδιστικό επιχείρημα των ίδιων των χουντικών (βλ. Ιός, «Εφτά χρόνια αρπαχτή, Τα ξεχασμένα σκάνδαλα της “εθνοσωτηρίου”», εφημ. «Ελευθεροτυπία», 25.7.2010).
Η «εισπήδηση» του ΛΑΟΣ
Είναι γνωστό ότι μεταξύ των προβεβλημένων κυβερνητικών στελεχών περιλαμβάνεται ο Μάκης Βορίδης, ο άνθρωπος στον οποίο ανέθεσε ο ίδιος ο δικτάτορας Παπαδόπουλος την αρχηγία της Νεολαίας του κόμματός του (ΕΠΕΝ), μετά την αποχώρηση του ναζιστή Νικολάου Μιχαλολιάκου που υπήρξε ο πρώτος εκλεκτός του. Ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι ο κ. Βορίδης την περίοδο 1985-1990 ως αρχηγός της νεολαίας των χουντικών επιχείρησε να μεταστρέψει το πολιτικό μόρφωμα του Παπαδόπουλου σε ανοικτά φασιστικό, προβάλλοντας το σύνθημα «Βία στη βία των μαρξιστών».
Αποτέλεσμα ήταν να διαγραφεί από τον Σύλλογο Φοιτητών της Νομικής με τη σύμφωνη γνώμη των φοιτητών της ΔΑΠ.
Γνωρίζουμε ότι η προσέγγιση του Βορίδη με τη Ν.Δ. έγινε δυνατή τις παραμονές των πρώτων εκλογών του 2012, όταν ο κ. Σαμαράς αναζητούσε δεκανίκια εκτός του κόμματός του και βρέθηκαν πρόθυμα στελέχη του ΛΑΟΣ να ενταχθούν στη Ν.Δ. Ανάμεσά τους ο Αδωνις Γεωργιάδης, ο Κυριάκος Βελόπουλος και ο Θάνος Πλεύρης.
Οι δύο πρώτοι είχαν διαπρέψει στην προβολή φιλοχουντικών βιβλίων από τις εκπομπές τηλεπωλήσεων, μέσω των οποίων απέκτησαν την προσωπική εκλογική τους πελατεία, ενώ ο τρίτος αναδείχθηκε χάρη στον γνωστό εθνικοσοσιαλιστή πατέρα του. Το ΛΑΟΣ είχε βέβαια συγκροτηθεί πάνω στην περίφημη πρόσκληση του ιδρυτή του, Γιώργου Καρατζαφέρη, ο οποίος ζητούσε από την περίοδο που ήταν ακόμα βουλευτής της Ν.Δ. μια σύμπραξη των χουντικών, των βασιλικών και των ναζιστών με το κόμμα του, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η απαιτούμενη πλειοψηφία. Και βέβαια, όταν δημιουργήθηκε το ΛΑΟΣ, ήταν πλέον έτοιμη η συνταγή.
Με την υπερψήφιση του 1ου Μνημονίου, το ΛΑΟΣ ξαφνικά μετατράπηκε από «ακραίο» σε «εθνικά υπεύθυνο». Είναι γνωστό το πρωτοσέλιδο άρθρο της «Καθημερινής», στο οποίο επισημαινόταν ότι «οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως ένα κόμμα που κερδίζει σε δημοτικότητα και απήχηση είναι το ΛΑΟΣ», και δινόταν η εξήγηση: «Εχει λοιπόν ενδιαφέρον να δει κανείς τι κάνει σωστά ο κ. Γιώργος Καρατζαφέρης. Καταρχάς ψήφισε το Μνημόνιο. […] Ο αρχηγός του ΛΑΟΣ έπιασε όμως και τον σφυγμό της κοινής γνώμης σε ένα κρίσιμο θέμα, αυτό του νόμου και της τάξης» (11.3.2011).
Αυτός ο θαυμασμός για το ΛΑΟΣ επισφραγίστηκε με τη συμμετοχή του στην τρικομματική κυβέρνηση Παπαδήμου, τον Νοέμβριο του 2011. Η σύμπραξη με το ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. εξάλειψε μονομιάς το φιλοχουντικό προφίλ του κ. Καρατζαφέρη και των στελεχών του. Δεν απαιτήθηκε –και βέβαια δεν επιχειρήθηκε– καμιά αυτοκριτική τοποθέτηση γι’ αυτό.
Ακόμα και μετά την ανάδειξη των στελεχών αυτών σε κεντρικές θέσεις της κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη πριν από έναν χρόνο, το μόνο που φρόντισαν να απαρνηθούν οι Βορίδης και Γεωργιάδης ήταν το αντισημιτικό τους παρελθόν, το οποίο «καθάρισαν» μέσω δηλώσεων προς την κυβέρνηση του Ισραήλ. Για το φιλοχουντικό παρελθόν ούτε λέξη. Πώς πρέπει να ερμηνευτεί αυτό;
Οι «αναθεωρητές» και τα μέσα τους
Δεν πρόκειται για μεμονωμένα κρούσματα. Το 2017, τα πενήντα χρόνια από το πραξικόπημα τιμήθηκαν από τους θεωρητικούς της Δεξιάς με μια πρωτοφανή επιχείρηση ριζικής αναθεώρησης της πρόσφατης ιστορίας και εξωραϊσμού της χουντικής διακυβέρνησης. Ο καθηγητής του Yale που αναγνωρίζεται ως ιθύνων νους της επιχείρησης αυτής συνόψισε την άποψη αυτή και πάλι από την ίδια εφημερίδα:
«Μολονότι προερχόμενοι από τους κόλπους της σκληροπυρηνικής Δεξιάς, οι πραξικοπηματίες συνέβαλαν τελικά στον πλήρη εκδημοκρατισμό της Δεξιάς και διαμέσου αυτής και της χώρας. Δίχως τον Απρίλιο του ’67 δεν θα είχε υπάρξει ο Ιούλιος του ’74» (Στάθης Ν. Καλύβας, «Μια παράδοξη κληρονομιά», εφ. «Καθημερινή», 18.6.2017).
Αλλά αν είχε βάση ο εξωφρενικός αυτός ισχυρισμός, για ποιο λόγο καταδικάστηκαν οι πρωτεργάτες της χούντας σε ισόβια και απαιτήθηκε «αποχουντοποίηση» προκειμένου να αποκατασταθεί η δημοκρατία στον τόπο; (Βλ. τον τόμο «Η κληρονομιά ενός δικτάτορα. Παπαδόπουλος, Μιχαλολιάκος, Βορίδης» που κυκλοφόρησε με την «Εφ.Συν.» τον Απρίλιο του 2017).
Είχε προηγηθεί κατά τρία χρόνια η προσπάθεια του καθηγητή Ευάνθη Χατζηβασιλείου να απαλλάξει τον στρατό από την ευθύνη για το πραξικόπημα με το επιχείρημα ότι οι πραξικοπηματίες ήταν συνταγματάρχες, δηλαδή ανώτεροι και όχι ανώτατοι αξιωματικοί, συνεπώς «δεν διέθεταν τα εφόδια για να ασκήσουν ανώτατη ηγεσία».
Βέβαια είναι αστείος ο ισχυρισμός ότι ο «ανώτατος» Ζωιτάκης ήταν ικανότερος από τον «ανώτερο» Παπαδόπουλο, αλλά η ουσία είναι ότι o κ. Χατζηβασιλείου είναι μια από τις κύριες «δεξαμενές σκέψης» της Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη, από τον οποίο διορίστηκε το 2016 ως ένας από τους συντονιστές των ομάδων εργασίας για το πρόγραμμα του κόμματος.
Λέγεται από ορισμένους ότι και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν δίστασε να «αξιοποιήσει» στελέχη της Ακροδεξιάς μετά το 1977 και την κάμψη της απήχησης του κόμματός του. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά ουδέποτε ο ιδρυτής της Ν.Δ. επέτρεψε στα στελέχη αυτά να επισκιάσουν τον δικό του λόγο και να κατευθύνουν το κόμμα του, όπως συμβαίνει σήμερα. Το ελαφρυντικό του κ. Μητσοτάκη είναι ότι ακολουθεί την παράδοση της προδικτατορικής ΕΡΕ. Ξεχνά τον Καραμανλή της Μεταπολίτευσης και αντιγράφει τον Καραμανλή του 1961 και του 1966 (β. σχετ. το βιβλίο που μοίρασε η «Εφ.Συν.» τον Απρίλιο του 2017, «Το “μυστικό” του Εθνάρχη»). Το πού οδήγησε αυτή η πολιτική είναι γνωστό.