- Η πολύ σημαντική ιδεολογική «παρακαταθήκη» από την πανδημία, είναι η καθολική αναγνώριση της ανεκτίμητης αξίας του Δημόσιου Συστήματος Υγείας, των δομών και των ανθρώπων του. Το νεοφιλελεύθερο αφήγημα του «λιγότερου Κράτους στην Υγεία» και του «ανοίγματος του ΕΣΥ στον ιδιωτικό τομέα» έχει εμφανίσει μια σημαντική «ρωγμή» την οποία οφείλουμε να διευρύνουμε. Αναδείχθηκαν βεβαίως και τα διαχρονικά ελλείμματα, οι ανεπάρκειες και οι στρεβλώσεις του ΕΣΥ και των Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, που επιβάλλουν ριζική θεσμική και λειτουργική ανασυγκρότηση των δημόσιων δομών και συνολικό ανασχεδιασμό του Χάρτη Υγείας της χώρας.
- Το νέο αυτό Δημόσιο Σύστημα Υγείας δεν χρειάζεται μόνο επιπλέον πόρους (στελέχωση, υποδομές και χρηματοδότηση) αλλά και συνολική διοικητική-λειτουργική αναδιοργάνωση με έμφαση στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Αυτό που προέχει είναι η ενσωμάτωση της κουλτούρας της αξιολόγησης της ποιότητας σε όλη τη διοικητική δομή του ΕΣΥ, με συγκεκριμένους δείκτες (κλινικής αποτελεσματικότητας, αποδοτικής αξιοποίησης των υποδομών, ανθρωποκεντρικής φροντίδας, ασφάλειας για τον επαγγελματία υγείας και τον ασθενή, κλπ) και όχι η ανάθεση του έργου αυτού-ως «εργολαβία»- σε ένα εξωτερικό φορέα (ΑΕ του Δημοσίου) όπως προβλέπει το υπό συζήτηση νομοσχέδιο για τον ΟΔΙΠΥ. Ο κίνδυνος είναι να δημιουργηθεί μια ανεξέλεγκτη «υπερδομή» που -παρακάμπτοντας το Υπουργείο Υγείας και το ΚΕΣΥ- θα έχει τις πληροφορίες και τα δεδομένα, θα ασχολείται με τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση, θα ελέγχει και θα επιβάλλει κυρώσεις, θα ερευνά τις ανάγκες υγείας του πληθυσμού και τα προβλήματα στις υπηρεσίες υγείας και θα προτείνει λύσεις, δηλαδή θα καθορίζει την Πολιτική Υγείας και μάλιστα με κριτήρια ιδιωτικο-οικονομικού management. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στο Καταστατικό της Εταιρείας ΟΔΙΠΥ ΑΕ αναφέρεται ρητά ότι στους σκοπούς της είναι « ο στρατηγικός σχεδιασμός στον τομέα της Υγείας»!
- Μόνο που η ποιότητα στις υπηρεσίες υγείας είναι μια πολυπαραγοντική υπόθεση που σχετίζεται με τη χρηματοδότηση, τη στελέχωση και τις υποδομές του ΕΣΥ, με την οργάνωση και διοίκηση των υπηρεσιών του, με το εργασιακό κλίμα στα νοσοκομεία, με τη συμμετοχή των ασθενών σε θεσμούς εκπροσώπησης, κοινωνικού ελέγχου, σχεδιασμού και ανάπτυξης των δημόσιων υπηρεσιών υγείας. Με άλλα λόγια η ποιότητα στην Υγεία είναι μια πολιτική και όχι τεχνοκρατική υπόθεση και απαιτεί σαφείς στρατηγικές προτεραιότητες υπέρ της καθολικής και ισότιμης κάλυψης των αναγκών υγείας των πολιτών από ένα ενδυναμωμένο Δημόσιο Σύστημα Υγείας. Χρειάζεται μια «τομή» Αξιοκρατίας, Δημοκρατίας και Ποιότητας στο ΕΣΥ, πρέπει να ενισχυθεί η οικονομική βιωσιμότητα και η «χρηματοδοτική δικαιοσύνη» στο σύστημα, με τελικό στόχο την εξάλειψη των ανισοτήτων στην Υγεία, τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας στη φροντίδα υγείας, τη δραστική μείωση του κόστους σε χρόνο και χρήμα για τον πολίτη.
- Η συγκεκριμένη ρύθμιση για τον ΟΔΙΠΥ ΑΕ «κακοποιεί» την ιδέα της αξιολόγησης και διασφάλισης της ποιότητας στις Υπηρεσίες Υγείας. Και το κάνει με σκληρά νεοφιλελεύθερο τρόπο. Γιατί, προβλέποντας στο άρθρο 1 ότι οι διατάξεις του ν/σ έχουν πεδίο εφαρμογής τις δομές του ΕΣΥ και ότι οι ιδιωτικοί πάροχοι υγείας θα ελέγχονται μόνο μετά από αίτημα τους, δηλαδή προαιρετικά, υιοθετεί το αφήγημα των απανταχού νεοφιλελεύθερων ότι το Δημόσιο είναι σπάταλο, αντιπαραγωγικό και χαμηλής ποιότητας, ενώ ο ιδιωτικός τομέας είναι εξ’ ορισμού υψηλής απόδοσης και άρα δεν χρειάζεται καν αξιολόγηση για την ποιότητα των υπηρεσιών του. Πέρα από την (ενδεχομένως και αντισυνταγματική) ανισότητα που αυτό προκαλεί, και δεδομένου ότι η θετική αξιολόγηση θα δίνει πιστοποιητικά “αριστείας”, μπορεί κανείς πολύ εύκολα να καταλάβει την προνομιακή μεταχείριση ιδιωτικών θεραπευτηρίων που πληρούν τα standards ποιότητας και αναβαθμίζουν τη θέση τους στην ιδιωτική αγορά, ενώ ταυτόχρονα άλλες ιδιωτικές μονάδες με λιγότερο καλές προδιαγραφές δεν θα ζητούν να αξιολογηθούν και δεν θα έχουν καμιά επίπτωση στη λειτουργία τους ή στις συμβάσεις τους με τον ΕΟΠΥΥ. Από την άλλη, οι δημόσιες δομές υγείας θα κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να βρεθούν εκτός στόχων και να τεθεί θέμα συνέχισης της λειτουργίας τους ή αναδιοργάνωσης τους με βάση τη λογική των Συμπράξεων Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα Υγείας (ΣΔΙΤ). Με άλλα λόγια, η ιδέα του ΟΔΙΠΥ ΑΕ υπηρετεί το στρατηγικό σχέδιο της ΝΔ για ΣΔΙΤ και αγορά υπηρεσιών από τον κρατικοδίαιτο ιδιωτικό τομέα υγείας.
- Επίσης δεν υπάρχει καμιά συσχέτιση μεταξύ πολιτικού σχεδιασμού και στοχοθεσίας στην Υγεία, αξιοποίησης δεδομένων και αξιολόγησης των παρεχόμενων υπηρεσιών. Αυτή είναι η σειρά των πραγμάτων. Πρώτα μπαίνει ο στόχος (πχ ανάπτυξη αυτοτελών ΤΕΠ που θα μειώσουν δραστικά τους χρόνους αναμονής στην αντιμετώπιση του Επείγοντος), στην συνέχεια συλλέγονται οι πληροφορίες και τα αξιόπιστα δεδομένα και, τέλος, αξιολογείται το παραγόμενο έργο και η απόδοση του συγκεκριμένου Τμήματος ή της Μονάδας Υγείας.
- Είναι προφανής η θεσμική σύγχυση του κανονιστικού με τον ελεγκτικό ρόλο. Δεν γίνεται ο φορέας που διαμορφώνει τους δείκτες αξιολόγησης και τους κανόνες (τους δείκτες ποιότητας) να κάνει ο ίδιος και τον έλεγχο και να επιβάλλει τις κυρώσεις. Αυτό δεν συμβαίνει σε κανέναν τομέα της Δημόσιας Διοίκησης γιατί προκαλεί πολλαπλά προβλήματα. Το πιο σημαντικό είναι ότι ο ελεγκτής θα έχει συμφέρον να διαμορφώνει έτσι τα κριτήρια ώστε οι έλεγχοι να καταλήγουν εκεί που κάθε φορά θέλει και με τις επιπτώσεις που πάλι ο ίδιος καθορίζει. Είναι σαν κάποιος ταυτόχρονα να έχει την ευθύνη της νομοθέτησης, του ελέγχου εφαρμογής του νόμου και της τιμωρίας των παραβατών.
- Πρόκειται για τη σύσταση ενός νέου φορέα του Δημοσίου που δεν αποτυπώνεται η διάρθρωση και το Οργανόγραμμα του, δεν υπάρχει πρόβλεψη για το αναγκαίο προσωπικό, που το ΔΣ ορίζεται αποκλειστικά από τον Υπουργό Υγείας χωρίς κανένα σχεδόν κριτήριο και καμία διαδικασία προκήρυξης ή επιλογής, ενώ υπάρχει και ο Διευθύνων Σύμβουλος που δεν είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Επίσης το ΔΣ καθορίζει τον αριθμό, τις ειδικότητες, το μισθολογικά και υπηρεσιακά θέματα, τα κριτήρια και τη διαδικασία πρόσληψης προσωπικού.
Με βάση τα παραπάνω η τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ επί της αρχής του ν/σ είναι αρνητική και στη συζήτηση που θα ακολουθήσει θα αναπτύξουμε ένα εναλλακτικό μοντέλο για την ενσωμάτωση της κουλτούρας του ελέγχου και της αξιολόγησης ποιότητας στο Σύστημα Υγείας. Η προετοιμασία είχε ξεκινήσει από την προηγούμενη πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Υγείας, είχε ανατεθεί στον ΠΟΥ να μας βοηθήσει στην ανάπτυξη μηχανισμών παρακολούθησης και δεικτών ποιότητας στα νοσοκομεία, υπήρξε σχετική έκθεση του ΠΟΥ και πιλοτική εφαρμογή στο «Ιπποκράτειο» νοσοκομείο της Αθήνας με καλά αποτελέσματα και άρχισε να μπαίνουν αυτά τα κριτήρια και στην αξιολόγηση των Διοικητών των νοσοκομείων.