Αντιρρήσεις εκφράζει η πρόεδρος της Ενωσης Εισαγγελέων Άννα Ζαΐρη στη διάταξη του σχεδίου νόμου που προβλέπει την υποχρεωτική παρουσία του εισαγγελέα σε χώρο όπου πραγματοποιείται διαδήλωση. Σύμφωνα με την κυρία Ζαΐρη, το θεσμικό πλαίσιο που ήδη υπάρχει και προβλέπει την εποπτεία του εισαγγελέα καθώς και επικοινωνία του με τις αστυνομικές αρχές είναι επαρκές.
Η κυρία Ζαϊρη έστειλε επιστολή προς τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοϊδη, στην οποία σημειώνει ότι από το 1834, όταν θεσπίστηκε ο Οργανισμός των Δικαστηρίων, προβλέπεται ότι το έργο του δικαστή είναι ασυμβίβαστο με κάθε άλλο διοικητικό, εκκλησιαστικό ή στρατιωτικό καθήκον.
Ειδικότερα, τονίζει ότι σύμφωνα με τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών του 1988, στις αρμοδιότητες των Εισαγγελικών λειτουργών ως ιδιαίτερου κλάδου Δικαστικών λειτουργών, δεν περιλαμβάνεται αρμοδιότητα παράστασης Εισαγγελέα επί δημοσίων συναθροίσεων ή στην Επιτροπή που συγκροτείται για την διάλυση της δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης.
Επισημαίνει επίσης, ότι σε περίπτωση που τεθεί ζήτημα θεσμοθέτησης υποχρεωτικής παρουσίας Εισαγγελικού λειτουργού σε χώρο υπαίθριας συνάθροισης με αναφορά σε αρμοδιότητες επιχειρησιακής οργάνωσης ή διάλυσης των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων, θα πρόκειται για ρύθμιση με εγγενή ασυμβατότητα προς τα άρθρα 87 επ. του Συντάγματος.
Ολόκληρη η επιστολή της κυρίας Ζαϊρη έχει ως εξής:
«Αξιότιμε κ. Υπουργέ,
Ενόψει συζήτησης στην Βουλή των Ελλήνων του Νομοσχεδίου «Δημόσιες Υπαίθριες Συναθροίσεις και άλλες διατάξεις», παρακαλούμε να λάβετε υπόψη τις ακόλουθες απόψεις της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος:
Από το έτος 1834 με το άρθρο 276 του ¨ Οργανισμού των Δικαστηρίων ¨ είχε θεσπιστεί ότι τα έργα του Δικαστή είναι ασυμβίβαστα με κάθε άλλη διοικητική, εκκλησιαστική, στρατιωτική υπηρεσία, τούτο δε, πέραν των προϊσχυσάντων Ελληνικών Συνταγμάτων ( 1844, 1864, 1911, 1927 και 1952 ), επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 89 του Συντάγματος όπου καθιερώνεται γενική απαγόρευση στους Δικαστικούς λειτουργούς κάθε άλλη παροχή μισθωτής υπηρεσίας ή επαγγέλματος ή οιασδήποτε φύσεως διοικητικών καθηκόντων πέραν της εκλογής τους σε μέλη Δ.Ε.Π, Α.Ε.Ι. ή συμμετοχής τους σε επιτροπές πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα καθώς και συμμετοχής τους σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές και σε εκπροσώπηση της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς.
Προς συμμόρφωση στην ανωτέρω συνταγματική πρόβλεψη ο νομοθέτης με το άρθρο 41 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών λειτουργών ( Ν. 1756/1988 ) εισήγαγε τις ανωτέρω ρυθμίσεις στον νόμο που διέπει την λειτουργία των Δικαστηρίων και την κατάσταση των Δικαστικών λειτουργών, ενώ ειδικότερα επί του άρθρου 25 όπου ορίζονται οι αρμοδιότητες των Εισαγγελικών λειτουργών ως ιδιαίτερου κλάδου Δικαστικών λειτουργών (άρθρ. 24 παρ. 1 Ν. 1756/1988 ) που περιβάλλονται και εκείνοι με τις εγγυήσεις των άρθρων 87 επ. του Συντάγματος, δεν περιλαμβάνεται αρμοδιότητα παράστασης Εισαγγελέα επί δημοσίων συναθροίσεων ή στην Επιτροπή που συγκροτείται για την διάλυση της δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης (άρθρ. 7 Ν.Δ. 794/1971, Β.Δ. 269/1972 και σχετ. άρθρ. 129-133 Π.Δ. 141/1991 ), καθόσον οι αρμοδιότητες των ανωτέρων επιτροπών δεν είναι πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα [ ΓνωμΕισΑΠ 8/2002 ].
Συνεπώς σε περίπτωση που τεθεί ζήτημα θεσμοθέτησης υποχρεωτικής παρουσίας Εισαγγελικού λειτουργού σε χώρο υπαίθριας συνάθροισης με αναφορά σε αρμοδιότητες επιχειρησιακής οργάνωσης ή διάλυσης των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων, θα πρόκειται για ρύθμιση με εγγενή ασυμβατότητα προς τα άρθρα 87 επ. του Συντάγματος, δεδομένου ότι θα αναθέτει σε Δικαστικό λειτουργό διοικητικές αρμοδιότητες που ανήκουν την εκτελεστική εξουσία και τα όργανά της ( βλ. ad hoc την υπ’ αριθ. 1/1998 απόφαση της Ολομελείας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, Κεφ. Δ΄ παρ. 1, αλλά και ΓνωμΣτΕ 186/2013 επί τροποποίησης του υπ’ αριθ. Π.Δ. 141/1991 που αφορά τις συναθροίσεις, όπου ομιλεί για διοικητικές πράξεις και διοικητικά καθήκοντα των Αστυνομικών οργάνων σε ότι αφορά τις απαγορεύσεις, αναστολές, διαλύσεις κ.λ.π.).
Ασφαλώς οι εισαγγελικές αρμοδιότητες εποπτείας των Αστυνομικών και λοιπών προανακριτικών αρχών σχετικά με την πρόληψη και δίωξη των εγκλημάτων και την τήρηση της δημόσιας τάξης ( άρθρ. 30, 31 ΚΠΔ και 25 παρ. 1 εδ. δ΄ Ν. 1756/1988 ) εξακολουθούν να ασκούνται και στην περίπτωση δημοσίων συναθροίσεων. Για την άσκηση αυτών των καθηκόντων δεν απαιτείται φυσική παρουσία του Εισαγγελέα στο χώρο της συνάθροισης αλλά αρκεί η συνεννόηση δια τηλεπικοινωνίας με τον εποπτεύοντα της Αστυνομικής ή άλλης προανακριτικής αρχής ( άρθρ. 245 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ ), εάν δε ο Διευθύνων την Εισαγγελία Εισαγγελέας Πρωτοδικών κρίνει την παρουσία Εισαγγελικού λειτουργού απαραίτητη, θα αποφασίσει αναλόγως πάντα στο πλαίσιο της εποπτείας και πρόληψης εγκλημάτων ( σχετ. άρθρ. 30 ΚΠΔ) και σε συνεννόηση με τις αρμόδιες Προανακριτικές αρχές.
Συνεπώς το ήδη ισχύον νομικό πλαίσιο είναι επαρκέστατο και αντιστοιχεί πλήρως στο προτεινόμενο άρθρο 11 του σχεδίου νόμου που ομιλεί για ενημέρωση του αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ως μόνη δε θεμιτή βελτίωση θα μπορούσε να προστεθεί η μνεία, ότι η επικοινωνία με τον Εισαγγελέα γίνεται άμεσα και με κάθε πρόσφορο τεχνικό μέσον.
Τέλος τονίζουμε ιδιαίτερα την επιδείνωση που θα επέφερε στο ήδη τεράστιο εργασιακό φορτίο του κλάδου μας η τυχόν υποχρεωτική παρουσία Εισαγγελικού λειτουργού στις συχνότατες πλέον υπαίθριες συναθροίσεις και η οποία όχι μόνο θα ήταν χωρίς προστιθέμενη αξία και αποτέλεσμα αλλά επί πλέον θα επέτεινε την καθυστέρηση του κυρίως έργου των εισαγγελικών λειτουργών που είναι η απονομή της ποινικής Δικαιοσύνης».