Εισαγγελική αναίρεση για το αθωωτικό σκέλος της απόφασης του Εφετείου για το πολιτογραφημένο ως “σκάνδαλο Energa-Hellas Power”.
Η αναίρεση που ασκήθηκε αφορά ειδικότερα στο αδίκημα της υπεξαίρεσης 151 εκατομμυρίων ευρώ από τις εταιρείες ΔΕΣΜΗΕ-ΛΑΓΗΕ για το οποίο το δικαστήριο του δεύτερου βαθμού εξέδωσε απαλλακτική απόφαση με αποτέλεσμα να μειωθεί κατά πολύ η πρωτόδικη ποινη των 21 ετών κάθειρξης που είχε επιβληθεί στον Αριστείδη Φλώρο οδηγώντας τον στην φυλακή. Το Εφετείο του είχε επιβάλλει ποινή πέντε ετών με τριετή αναστολή . Με βάση άλλωστε τα ελαφρυντικα που του αναγνωρίστηκαν σε συνδυασμό με την κατάργηση του νόμου περί καταχραστων του Δημοσίου, σύμφωνα με τον νέο Ποινικό Κώδικα, ο Αριστείδης Φλώρος δεν θα μπορούσε να καταδικαστεί παραπάνω από 8 χρονια.
Υπενθυμίζεται ότι αν και η μια απο τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, αυτή της υπεξαίρεσης αφορούσε το ποσόν των 236 εκατομμυρίων με ζημιωμένους Δήμους, Δημόσιο, ΛΑΓΗΕ, ΔΕΔΔΗΕ, το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθήνας με την τελεσίδικη απόφαση του αναγνώρισε μόνο την οφειλή προς το Δημόσιο και τους Δήμους, που ανέρχεται στα 72 εκατομμύρια ευρώ.
Κατά την κρίση του δικαστηρίου , ο Α.Φλώρος δεν αντιπροσώπευε ουσιαστικά αυτές τις εταιρείες, με βάση όσα ορίζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που απέστειλε κατόπιν αιτήματος των κατηγορουμένων σχετική απάντηση. ‘Ετσι το δικαστήριο αναγνώρισε οφειλή της ENERGA , μόνο ως προς το Ελληνικό Δημόσιο και τους Δήμους, ύφους 72 εκατομμυρίων, η οποία έχει ήδη ικανοποιηθεί αφού είχαν κατατεθεί κατατεθεί εξ αρχής 85 εκατομμύρια στο ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.
Σύμφωνα όμως με την ασκηθείσα αναίρεση η απόφαση του εφετείου ως προς αυτό το απαλλακτικό σκέλος δεν έχει επαρκή εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενώ τονίζεται ότι δεν εκτιμήθηκε ορθώς το αποδεικτικό υλικό και οι μαρτυρικές καταθέσεις.
Στην περίπτωση που το αρμόδιο τμήμα του Αρείου Πάγου υιοθετήσει την εισαγγελική κρίση και αναιρέσει εν τέλει την απόφαση ως προς το συγκεκριμένο σκέλος , τότε ο Αριστείδης Φλώρος καθώς και οι συγκατηγορούμενοι του, ανάμεσα στους οποίους είναι και ο πατέρας του,Αχιλλέας, θα δικαστούν εκ νέου σε δεύτερο βαθμό.
Το σκεπτικό της αναίρεσης
Κατά την κρίση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ,Βασίλη Χαλντούπη, ο οποίος άσκησε την αναίρεση
«δεν αιτιολογείται επαρκώς στην απόφαση γιατί το δικαστήριο δεν πείσθηκε για την ενοχή των κατηγορουμένων για την εν λόγω αξιόποινη πράξη από τα αναφερόμενα στην απόφαση και στα πρακτικά αποδεικτικά μέσα, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 και 178 ΚΠΔ και όχι μόνον από μερικά από αυτά κατ’ επιλογή.Από το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει, κατά τρόπο αναμφίβολο, ότι το δικαστήριο εκτίμησε και αξιολόγησε τα αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία καταφάσκεται η στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της υπεξαίρεσης, για το οποίο κηρύχθηκαν αθώοι οι κατηγορούμενοι».
Προς επίρρωσιν της κρίσης του ο κ. επικαλείται το πρακτικό της Ολομέλειας της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), το οποίο είχε προσκομιστεί από τους συνηγόρους πολιτικής αγωγής επισημαίνοντας τα εξής:
«Από το με αρ.27/5-8-2019 πρακτικό της Ολομέλειας της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας(ΡΑΕ), το οποίο αποτελεί γνωμοδότηση επί του ζητήματος που άπτεται του καθεστώτος λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και αναγνώστηκε στο ακροατήριο, σαφώς προκύπτει, ότι η σχέση μεταξύ διαχειριστή και προμηθευτών προσιδιάζει στη σχέση εντολής και ότι τα χρηματικά ποσά που εισπράττει ο προμηθευτής προκειμένου να τα αποδώσει στο διαχειριστή δεν προορίζονται προς ενσωμάτωση στην περιουσία του προμηθευτή παρά μόνο διέρχονται επ’ αυτής με βάση το αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο, χωρίς ο προμηθευτής να έχει εξουσία διάθεσης αυτών ως δήθεν κύριος. Πρόκειται για μια έννομη σχέση, το περιεχόμενο της οποίας είναι πλήρως ρυθμιζόμενο και διαμορφώνεται αποκλειστικά σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του ν. 4001/2001 και του ΚΔΣ και ΣΗΕ( ήδη ΚΣΗΕ και ΚΔΣ), ήτοι κανονιστικού περιεχομένου διατάξεων, οι οποίες και αποτελούν το νομικό πλαίσιο υπαγωγής της σχέσης αυτής.
Η προσβαλλόμενη απόφαση, δεχθείσα τα προαναφερόμενα, ερμήνευσε την παραπάνω συμβατική σχέση μεταξύ των εταιρειών των κατηγορουμένων και της εγκαλούσας αντίθετα από το περιεχόμενο του Κώδικα Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας, ο οποίος εκδόθηκε από την ΡΑΕ και αποτελεί κανονιστική πράξ κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 120 του νόμου 4001/2001, αφού το σκεπτικό αυτής, αναφορικά με την ως άνω συμβατική σχέση, είναι αντίθετο με όσα η εν λόγω Αρχή είχε διευκρινίσει με την εν λόγω γνωμοδότησή της, μη λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη της καν την ως άνω γνωμοδότηση».
Επίσης, στην αίτηση αναίρεσης, ο αντιεισαγγελέας επικαλείται μαρτυρικές καταθέσεις που κατά την κρίση του δεν συνεκτιμήθηκαν.