“Μια σειρά αποκαλύψεων επηρεάζει τη φήμη της κυβέρνησης. Και ενώ η οικονομία βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού, η στάση της κυβέρνησης απέναντι στα δημόσια οικονομικά δύσκολα θα γεμίσει τους Έλληνες με αισιοδοξία για ανάκαμψη”
Στις σκιές που δημιουργεί η οικονομική διαχείριση της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία αναφέρεται άρθρο που φιλοξενεί σήμερα ο Guardian.
Ο Αποστόλος Φωτιάδης γράφει στην βρετανική εφημερίδα πως ενώ για τον υπόλοιπο κόσμο η Ελλάδα αποτελεί ένα σχετικά επιτυχημένο παράδειγμα διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης, υπάρχει και η άλλη πλευρά αυτού του success story και ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη χρησιμοποιεί την πανδημία για αδιαφανή διαχείριση δημοσίου χρήματος.
Έτσι, ενώ απ’ τη μια αναφέρεται στο πως σώθηκαν ζωές απ’ το lockdown, σχολιάζει πως «γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη χρησιμοποιεί την έκτακτη κατάσταση ως πρόσχημα για να προωθήσει αρκετά σκιώδεις και αμφιλεγόμενες δημόσιες συμβάσεις».
«Μια σειρά αποκαλύψεων έχει επηρεάσει την υπόληψη της κυβέρνησης. Και ενώ η οικονομία κινείται στην κόψη του ξυραφιού, η προσέγγιση της διοίκησης στα δημόσια οικονομικά δύσκολα θα γεμίσει τους Έλληνες με αισιοδοξία για οικονομική ανάκαμψη», τονίζει το άρθρο.
Επιπλέον, σημειώνει ότι οι απευθείας αναθέσεις και η μετακύληση σε ιδιωτικές εταιρείες της διαχείρισης μέτρων στήριξης για τον Covid-19 «έχουν εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τις προθέσεις της κυβέρνησης».
Ο αρθρογράφος κάνει αναφορά στο φιάσκο της τηλεκατάρτισης, για το οποίο τον Απρίλιο ο πρωθυπουργός χρειάστηκε να παρέμβει ώστε να ακυρωθεί, καθώς και στο τεράστιο θέμα της ενημερωτικής καμπάνιας αξίας 20 εκατ. ευρώ που διαχειρίζεται μια ιδιωτική εταιρεία. «Παρά τα κοινοβουλευτικά αιτήματα η κυβέρνηση αρνείται να μπει σε οικονομικές λεπτομέρειες για το πρόγραμμα», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Το άρθρο στέκεται και στα μυστικά κονδύλια του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, ως παράδειγμα αδιαφανούς διαχείρισης δημοσίου χρήματος.
«Μέχρι τώρα η έλλειψη διαφάνειας από την πλευρά της Ελλάδας σχετικά με τα δημόσια οικονομικά της έχει περάσει απαρατήρητη εκτός των συνόρων της. Αλλά με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ένα ταμείο ανάκαμψης από τον Covid-19, που θα μπορούσε να φέρει περίπου 32 δισ. ευρώ στη χώρα, αυτό δεν θα παραμείνει έτσι», σχολιάζει ο αρθρογράφος.
«Η εντύπωση ότι η διοίκηση κακοδιαχειρίζεται τα δημόσια οικονομικά, ενώ ζητά από εκατομμύρια επιχειρηματίες και εργαζόμενους να αιμορραγούν προς όφελος όλων δεν είναι βιώσιμη. Η κυβέρνηση χρειάζεται ηθική νομιμοποίηση για την επιβολή δαπανηρών αποφάσεων. Και παρόλο που αυτά τα σκάνδαλα δεν έχουν συγκλονίσει ακόμη το κοινό, καθώς η ύφεση μεγαλώνει θα αποκτήσει νέα σημασία», τονίζει επίσης.
Και καταλήγει σημειώνοντας πως ο πρωθυπουργός πρέπει να επαναφέρει εντός γραμμής τη διοίκηση των δημόσιων οικονομικών «προτού μια κρίση εμπιστοσύνης γίνει ακόμα μεγαλύτερη απειλή απ’ την ίδια την πανδημία».
Δείτε αναλυτικά το άρθρο:
Προς τα έξω η Ελλάδα επέδειξε μια σχετικά επιτυχημένη αντιμετώπιση της πανδημίας Covid-19. Στις αρχές Μαρτίου, ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης – του δεξιού κόμματος της Νέας Δημοκρατίας – και η κυβέρνησή του αντιλήφθηκαν τους κινδύνους που έθετε ο ιός σε μια χώρα με αποδεκατισμένο σύστημα δημόσιας υγείας. Επέβαλε νωρίς ένα σκληρό lockdown, το οποίο έσωσε ζωές. Η Ελλάδα έχει μετρήσει 3.121 κρούσματα ως σήμερα και 183 θανάτους. Και τώρα, μετά από τρεις και πλέον μήνες απομόνωσης, η χώρα μόλις άνοιξε τα σύνορά της ξανά στους τουρίστες.
Αλλά υπάρχει και μια άλλη πλευρά σε αυτήν την προφανή επιτυχία. Γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκης χρησιμοποιεί την κατάσταση έκτακτης ανάγκης ως πρόσχημα για να προχωρήσει σε αδιαφανείς και αμφισβητήσιμες συμφωνίες με τα δημόσια οικονομικά. Μια σειρά αποκαλύψεων επηρεάζει τη φήμη της κυβέρνησης. Και ενώ η οικονομία βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού, η στάση της κυβέρνησης απέναντι στα δημόσια οικονομικά δύσκολα θα γεμίσει τους Έλληνες με αισιοδοξία για ανάκαμψη.
Η έκτακτη επιχορήγηση επιχειρήσεων μέσω αναθέσεων χωρίς διαγωνισμό (μεταξύ αυτών και η κατάτμηση κρατικών συμβάσεων για την αποφυγή ανοικτών διαδικασιών προμηθειών, όπως ορίζει κανονικά ο νόμος) και η μεταφορά της διαχείρισης των μέτρων οικονομικής στήριξης Covid-19 σε ιδιωτικές εταιρείες έφερε στην επιφάνεια σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τις προθέσεις της κυβέρνησης.
Τον Απρίλιο, χρειάστηκε να παρέμβει ο ίδιος ο πρωθυπουργός προκειμένου να ακυρώσει ένα πακέτο 190 εκατομμυρίων ευρώ που προοριζόταν για εταιρείες που θα διαχειρίζονταν ένα πρόγραμμα τηλε-εκπαίδευσης για αυτοαπασχολούμενους. Μετά από έρευνες αποκαλύφθηκε ότι πολλές από τις εταιρείες που ενέκρινε το Υπουργείο Εργασίας να χρησιμοποιούν τις διαδικτυακές πλατφόρμες ήταν, όπως είπε ο αρχηγός της αντιπολίτευσης, Αλέξης Τσίπρας, «άμεσα συνδεδεμένες» με το κυβερνών κόμμα. Στο σκάνδαλο των «voucher», επτά εταιρείες επρόκειτο να τσεπώσουν 36 εκατομμύρια ευρώ. Μετά την ακύρωση του προγράμματος voucher, το ίδιο το Υπουργείο Εργασίας διαχειρίστηκε τελικά τα κονδύλια αυτά και προχώρησε στην πληρωμή των χρημάτων και των παροχών στους δικαιούχους.
Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, μια εκστρατεία ευαισθητοποίησης του κοινού για τον Covid-19 ύψους 20 εκατομμυρίων ευρώ εκχωρήθηκε απευθείας σε μια ιδιωτική εταιρεία. Τα κριτήρια για τον καθορισμό των μέσων μαζικής ενημέρωσης που επιλέχθηκαν για να μεταφέρουν το υλικό της καμπάνιας και τα ποσά που θα έπαιρναν δεν είναι διαφανή. Η εφαρμογή του προγράμματος από μια ιδιωτική εταιρεία συνεπάγεται ότι τυπικά η κυβέρνηση δεν έχει καμία υποχρέωση να δημοσιεύσει πληροφορίες σχετικά με την κατανομή των χρημάτων στο μητρώο διαφάνειας. Παρά τα αλλεπάληλα αιτήματα στο κοινοβούλιο, η κυβέρνηση αρνήθηκε να αποκαλύψει τις οικονομικές λεπτομέρειες του προγράμματος.
Επίκεντρο της αυξανόμενης κριτικής ήταν το Υπουργείο Μετανάστευσης και Άσυλου, το οποίο τις τελευταίες εβδομάδες σφυροκόπησε η αντιπολίτευση και ορισμένα μέσα ενημέρωσης για την παραβίαση των κανόνων περί δημοσίων συμβάσεων. Αναφερόμενος τόσο στην εθνική ασφάλεια όσο και στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης του Covid-19, το υπουργείο ανέλαβε την άμεση ανάθεση συμβάσεων αξίας εκατομμυρίων ευρώ, ενώ ισχυρίζεται ότι αυτές οι συμφωνίες είναι «εμπιστευτικές». Τον περασμένο μήνα, η κυβέρνηση ψήφισε νόμο που της επιτρέπει να εγκαταστήσει αυτό που οι βουλευτές της ΕΕ περιέγραψαν ως «μυστικό ταμείο» στο υπουργείο μετανάστευσης για λόγους εθνικής ασφάλειας. Έχει αναφερθεί ότι τα σχετικά έγγραφα του υπουργείου θα καταστρέφονται τουλάχιστον κάθε έξι μήνες.
Μέχρι στιγμής η έλλειψη διαφάνειας στην Ελλάδα σχετικά με τα δημόσια οικονομικά της έχει περάσει απαρατήρητη εκτός των συνόρων της. Αλλά με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ένα ταμείο αποκατάστασης από τον Covid-19 που μπορει να φτάσει τα 32 δισ. ευρώ για τη χώρα, αυτό δεν μπορεί να παραμείνει έτσι.
Την ημέρα που ανακοινώθηκε το ταμείο ανάκαμψης και ενώ η διοίκηση Μητσοτάκη πανηγύρισε για αυτό, αποκαλύφθηκε εμπιστευτικό έγγραφο διεθνούς οργανισμού σχετικά με τη διαχείριση των κονδυλίων του Υπουργείου Μετανάστευσης. Το έγγραφο προέβαλε σοβαρούς ισχυρισμούς σχετικά με κακή διαχείριση κεφαλαίων, υπερτιμολόγηση συμβάσεων και έλλειψη προγραμματισμού.
Το lockdown είχε μεγάλο κόστος, ειδικά για τις τουριστικές και αεροπορικές βιομηχανίες. Ο τουρισμός συμβάλλει περίπου στο ένα τέταρτο του ΑΕΠ της χώρας. Τον περασμένο μήνα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολόγισε ότι η κρίση του κορωνοιού θα προκαλούσε συρρίκνωση της οικονομίας κατά 9,7% για το 2020, μια απότομη οικονομική πτώση στην ΕΕ. Η ανεργία θα μπορούσε να αγγίξει ξανά το 20%, μόλις λίγα χρόνια μετά από την κορύφωση 30% κατά τη διάρκεια της κρίσης στην ευρωζώνη.
Η εντύπωση ότι η κυβέρνηση δεν διαχειρίζεται σωστά τα οικονομικά την ώρα που ζητά από εκατομμύρια επιχειρηματίες και εργαζόμενους να αιμορραγήσουν προς όφελος όλων, δεν είναι βιώσιμη. Η κυβέρνηση πρέπει να διαθέτει ηθικό κεφάλαιο για την επιβολή τόσο σκληρών αποφάσεων. Και μπορεί αυτά τα σκάνδαλα να μην έχουν συγκλονίσει ακόμη την κοινή γνώμη καθώς η ύφεση διογκώνεται όμως θα αποκτήσουν νέα σημασία.
Η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει προκλήσεις στο άμεσο μέλλον είτε σχετιζόμενους με τον κορωνοϊό, ή οικονομικούς ή ακόμη και γεωπολιτικούς. Η ελληνική κλεπτοκρατία «λεηλάτησε τη χώρα για χρόνια» ενώ η ΕΕ «παρέμεινε απαθής και την παρακολούθησε να το κάνει» σύμφωνα με τα λόγια του πρώην γερμανού αντιπροέδρου του 2015. Πέντε χρόνια μετά, φαίνεται ότι λίγα έχουν αλλάξει.
Ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι τα κεφάλαια του ταμείου αποκατάστασης 32 δισ. ευρώ θα τύχουν κεντρικής διαχείρισης, υπό την εποπτεία του προσωπικά. Θα έπρεπε να ξεκινήσει πειθαρχώντας την κυβέρνηση του σε ότι αφορά τη διαχείρισης του δημόσιου χρήματος προτού η κρίση εμπιστοσύνης καταστεί μεγαλύτερη απειλή ακόμα και απο την ίδια την πανδημία