Του Παναγιώτη Λάμπρου
Κατά κοινή ομολογία η πανδημία διευκόλυνε επιταχύνοντας διαδικασίες, σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις πρόσφερε απλόχερα νέες ιδέες που, όπως φαίνεται, ξεδιπλώνουν νωρίτερα, όχι μόνο τη φιλοσοφία, αλλά και τις πρακτικές της τρέχουσας καθαρόαιμης νεοφιλελεύθερης κυβερνητικής πολιτικής. Ο κυρίαρχος στόχος αυτής της πολιτικής διαγράφεται από την πρόθεση της ολοένα και μεγαλύτερης απόσυρσης του κράτους από το χώρο της εκπαίδευσης και από την παράδοσή του στους σιδερένιους νόμους της αγοράς.
Το τελευταίο διάστημα, με πρόφαση την είσοδο της κοινωνίας σε καραντίνα αλλά και μετά το τέλος της, συντελείται στην εκπαίδευση ένας μετασχηματισμός που , αν μη τι άλλο, υπονομεύει τα θεμέλια του δημόσιου χαρακτήρα της και των βασικών φιλελεύθερων διακηρυκτικών επιδιώξεών της που συνίστανται στην εξασφάλιση ίσων εκπαιδευτικών ευκαιριών σε όλες και όλους. Η εκκίνηση του μετασχηματισμού αυτού σημειώθηκε με την επιβολή της καραντίνας. Το Υπουργείο Παιδείας, πολύ σωστά, εξαιτίας της καινοφανούς και απροσδιόριστης διάρκειας κατάστασης που εγκαινιάστηκε με την ενσκήψασα πανδημία, έθεσε σε προτεραιότητα την εξακολούθηση της επαφής των παιδιών με το σχολείο. Για την επίτευξη του στόχου αυτού προκρίθηκε το εργαλείο της παροχής εκπαίδευσης από απόσταση. Επιπλέον εξαιτίας της ανυπαρξίας πρόβλεψης και διαχείρισης των νέων δεδομένων που έφερε στο προσκήνιο η πανδημία το Υπουργείο απευθύνθηκε, δικαιολογημένα λόγω έλλειψης ιδίων υποδομών, σε μεγάλη ιδιωτική εταιρεία για την εφαρμογή της. Στην κατεύθυνση υλοποίησης του μεγαλεπήβολου στόχου της τηλεκπαίδευσης κινητοποιήθηκαν σχολεία και εκπαιδευτικοί. Προγράμματα καταρτίστηκαν, η αυτομόρφωση σε πρώτη φάση και η θεσμική στοιχειώδης επιμόρφωση στη συνέχεια επιστρατεύτηκαν από μεγάλο μέρος του κόσμου της εκπαίδευσης για τη στήριξη του όλου εγχειρήματος.
Όμως παρά την αρχική ευαισθητοποίηση εκπαιδευτικών, γονιών και μαθητών/τριών το εγχείρημα της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης απέτυχε εξαιτίας της διαρκώς συρρικνούμενης συμμετοχής σ’ αυτήν του μαθητικού πληθυσμού που άγγιξε μηδενικά ποσοστά λίγο πριν την επαναλειτουργία των σχολείων. Ο κύριος λόγος ήταν ότι η εξ αποστάσεως εκπαίδευση μπήκε εξ αρχής σε προαιρετική βάση τόσο για το καθηγητικό προσωπικό όσο και για το σύνολο των μαθητών/τριών. Ο θριαμβευτικός απολογισμός της τηλεκπαίδευσης με το τέλος της καραντίνας από την πλευρά του Υπουργείου αφενός επιδίωκε την απόκρυψη των ευθυνών του για την αποτυχία της, αφού η πολιτική ηγεσία του δεν μερίμνησε, ως όφειλε, για την εξασφάλιση όλων εκείνων των προϋποθέσεων που θα επέτρεπαν την απρόσκοπτη λειτουργία της έκτακτης αυτής μορφής εκπαίδευσης (εξοπλισμός του μαθητικού πληθυσμού και του διδακτικού προσωπικού με τα αναγκαία εργαλεία), αφετέρου το Υπουργείο διείδε πεδία εφαρμογής της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης που θα του επιτρέψουν στο ορατό μέλλον την επιτάχυνση υλοποίησης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής (ποιος μπορεί πλέον σοβαρά να αμφισβητήσει ότι η υπουργική αναγνώριση της τηλεκπαίδευσης ως «παρακαταθήκης» δεν ανοίγει διάπλατα το δρόμο για εφαρμογή της σε νησιωτικές και ορεινές περιοχές της χώρας;)
Τα πραγματικά υπουργικά σχέδια προδίδει το γεγονός ότι η πολιτική ηγεσία δεν προχώρησε, ως όφειλε, στην προετοιμασία για αντιμετώπιση μιας παρόμοιας κατάστασης στο άμεσο μέλλον, όπως άλλωστε προβλέπουν ως πιθανή οι επιστήμονες, ακυρώνοντας έτσι το επιχείρημα του αιφνίδιου και απρόβλεπτου συμβάντος στο οποίο το Υπουργείο κατέφυγε για να δικαιολογήσει την ανετοιμότητά του και να νομιμοποιήσει την εν γένει στάση του στην αρχή της καραντίνας, επιχείρημα που σε τελική ανάλυση θα μπορούσε από τους καλοπροαίρετους να γίνει αποδεκτό. Για παράδειγμα δεν χρησιμοποίησε ούτε ως βάση την πολυδιαφημισμένη δωρεά της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών η οποία διέθεσε ένα (1) tablet ανά πενήντα (50) μαθητές/τριες για να εφοδιάσει το σύνολο όσων εμπλέκονται στη διδασκαλία με τα απαραίτητα μέσα, ούτε φρόντισε για τη δημιουργία μιας πλατφόρμας διεξαγωγής της τηλεκπαίδευσης υπό την αιγίδα και τον έλεγχο της πολιτείας, προκειμένου να κάνει το αυτονόητο καθήκον της, την σε τελική ανάλυση στήριξη και επιβεβαίωση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης, όπως ακριβώς προβλέπεται από το ελληνικό Σύνταγμα. Η υποκρισία του Υπουργείου αποκαλύφθηκε, συν τοις άλλοις, όταν αμέσως μετά το άνοιγμα των σχολείων προτάθηκε και θεσμοθετήθηκε η ζωντανή μετάδοση της διδασκαλίας με ευθύνη των εκπαιδευτικών για να μην στερείται τα αγαθά της παιδείας ο μαθητικός πληθυσμός που αντικειμενικά θα κωλυόταν να επανέλθει στο φυσικό σχολικό του χώρο. Το πρωτοφανές αυτό μέτρο αποτέλεσε σημαία κοινωνικής ευαισθησίας και δικαιοσύνης για το Υπουργείο παρότι, αμέσως μετά τη θεσμοθέτησή του, κατέληξε στα αζήτητα αφού αμφισβητήθηκε, μεταξύ άλλων, και νομικά. Η υπουργική υποκρισία ήταν απροκάλυπτη αφού για δύο ολόκληρους μήνες που τα σχολεία παρέμειναν κλειστά, η, κατά τα άλλα, λαλίστατη πολιτική ηγεσία του, δεν ενδιαφέρθηκε για τις ευπαθείς ομάδες οι οποίες δεν είχαν τη δυνατότητα να μετάσχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία. Θα μπορούσε κανείς καλοπροαίρετος να δικαίωνε την υπουργική αντίληψη περί ευπάθειας αν η κυβερνητική πολιτική στην υγεία ήταν τελείως διαφορετική από αυτήν που εφαρμοζόταν ή τουλάχιστον εφαρμόζεται μετά το υγειονομικό σοκ της πανδημίας.
Η κυβερνητική πολιτική όμως στην παιδεία, όπως ειρήσθω εν παρόδω και στην υγεία, παρουσιάζεται και υλοποιείται σε ένα συνεχές όταν εκπορεύεται από απάνθρωπες ιδεοληψίες που θέτουν σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή. Έτσι το άνοιγμα των σχολείων από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου, με τους όρους και τις προϋποθέσεις των επιστημόνων και την αποδοχή εφαρμογής και επίβλεψης από την εκπαιδευτική κοινότητα, υπονομεύτηκε από την πρωτοφανή υπουργική απόφαση με την οποία αφηνόταν στη διακριτική ευχέρεια των γονιών η απόφαση για την επιστροφή των παιδιών τους στο σχολείο. Οι γονείς είχαν τη δυνατότητα να απαλλάξουν τα παιδιά τους από την υποχρεωτική φοίτηση με μία απλή δήλωση ευπάθειας των ίδιων των παιδιών ή άλλων μελών της ευρύτερης οικογένειας, χωρίς την υποχρέωση προσκόμισης των απαραίτητων δικαιολογητικών και πιστοποιητικών. Το αποτέλεσμα, όπως ήταν λογικό, ήταν η βίωση από το διδακτικό προσωπικό πρωτόγνωρων εικόνων παρακμής στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης. Κι αυτό γιατί οι μαθητές/τριες όσοι και όσες ανταποκρίθηκαν στην αρχή, έπαψαν να προσέρχονται στα σχολεία, ενώ το Υπουργείο μετά από την καθημερινή γνωστοποίηση των σχετικά ανεκτών ποσοστών φοίτησης της πρώτης εβδομάδας, για τα οποία μάλιστα κόμπαζε, υιοθέτησε σιγή ιχθύος, παρότι καθημερινά, μέσω των στοιχείων που ζητούσε, είχε σαφή εικόνα του πρωτοφανούς εκφυλισμού του δημόσιου σχολείου και της δικής του χρεωκοπίας.
Κι ενώ στο επιχείρημα εκείνων που εμφανίζονταν διστακτικοί στο άνοιγμα των σχολείων, το Υπουργείο αντεπιχειρηματολογούσε δικαιολογημένα ότι τα παιδιά δεν μπορούν να στερούνται για μεγάλο διάστημα το σχολικό περιβάλλον, την κοινωνικοποίησή τους, την επαφή τους με τη γνώση, με τον τρόπο που επέλεξε να επαναλειτουργήσουν τα σχολεία, φρόντισε να αποδείξει ότι το ενδιαφέρον του για τη δημόσια εκπαίδευση και κατ’ επέκταση για την ίδια την ελληνική κοινωνία η οποία στέλνει τα παιδιά της σ’ αυτό το σχολείο, είναι ολοφάνερα ανύπαρκτο και υποκριτικό.
Θεωρώ ότι η καταστρατήγηση του υποχρεωτικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης, όπως σημειώθηκε απροσχημάτιστα τους τελευταίους μήνες, είναι η μεγαλύτερη και πλέον επικίνδυνη επίθεση που έχει υποστεί το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Κι αυτό διότι η υποχρεωτικότητα συνιστά θεμελιώδες χαρακτηριστικό του δημόσιου χαρακτήρα από καταβολής ίδρυσης αυτού του είδους σχολείου, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Και στις δύο φάσεις που αναλύθηκαν η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου, απαξιώνοντας καταστατικές αρχές της δημόσιας εκπαίδευσης στις δύο πρώτες βαθμίδες της, αποκάλυψε τις βασικές πτυχές που συγκροτούν τη νεοφιλελεύθερη εκπαιδευτική πολιτική της. Από τη μια την σταθερή άρνηση χρηματοδότησης με διάθεση για περαιτέρω απόσυρση του κράτους από το χώρο της εκπαίδευσης, κενό που το Υπουργείο προσδοκά να καλύψουν οι προσφιλείς της ιδιώτες, από την άλλη το μηδαμινό κυβερνητικό ενδιαφέρον για το δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης, που όμως αποκρύπτεται με μπόλικη επικοινωνία και εξίσου μεγάλες ποσότητες λαϊκισμού.
Εξάλλου η πρόσφατη ψήφιση ενός νομοθετήματος που αποτελεί την επιτομή της εκπαιδευτικής αντιμεταρρύθμισης με συστατικά στοιχεία που αντλούνται από τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία επικυρώνει και για τον πλέον δύσπιστο τις κυβερνητικές προθέσεις. Ο χρόνος κατάθεσης του νομοσχεδίου μεσούσης της καραντίνας, η αγνόηση του διαλόγου ηλεκτρονικού και μη και η ψήφισή του παρά τις σχεδόν καθολικές αντιδράσεις προδίδει εμμονές και ιδεοληψίες που προδιαγράφουν και προοικονομούν το αυριανό πεδίο σύγκρουσης αλλά και την ένταση αυτής. Η ενίσχυση του εξετασιοκεντρικού χαρακτήρα του σχολείου σε συνδυασμό με την επαναφορά της αποτυχημένης τράπεζας θεμάτων η εφαρμογή της οποίας οδήγησε στην απίσχναση της εκπαιδευτικής ολικής διαδικασίας και στην απόρριψη μεγάλου μέρους από το μαθητικό πληθυσμό, δημιουργώντας έτσι μια πρωτοφανή και κυρίως ντροπιαστική για πολιτισμένη χώρα μαθητική διαρροή, που όπως είναι φυσικό αφορούσε τα παιδιά από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, ο ηλικιακός αποκλεισμός μεγάλου μέρους των μαθητών της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, η εμμονή με τα σχολεία «αριστείας» όπως αποτυπώθηκε στις διατάξεις για τα πρότυπα, και η διάτρητη νομικά πρόβλεψη για δημιουργία ξενόγλωσσων πανεπιστημιακών τμημάτων προσιτά για όλους πλην των ελλήνων, είναι αναμφίβολα η απαρχή της νεοφιλελεύθερης επίθεσης στη δημόσια εκπαίδευση. Σε συνδυασμό μάλιστα με σκελετούς που ανασύρονται από την ναφθαλίνη, όπως η επαναφορά των Λατινικών, ο εξοβελισμός των κοινωνικών επιστημών και η επαναθέσπιση της μαθητικής διαγωγής αποδεικνύουν τη δυνατότητα της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας να συγκροτεί τη μήτρα καλλιέργειας και βλάστησης ποικίλων ιδεολογιών και πρακτικών που εκκινούν από το φάσμα της σοσιαλδημοκρατικής «προόδου» και φτάνουν μέχρι τη βαθιά αναχρονιστική και ρατσιστική συντήρηση.
Δυστυχώς μέχρι τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, μπροστά σ’ αυτή τη σφοδρή και ολομέτωπη επίθεση, η πιο εύγλωττη περιγραφή των αντιδράσεων τόσο από τους θεσμικούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα τα συνδικάτα, όσο και από την πλευρά της κοινωνίας στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν αναμφίβολα οι εκπαιδευτικοί που υπηρετούν στο δημόσιο σχολείο, είναι το θουκυδίδειο «των οικιών ημών εμπιπραμένων ημείς άδομεν».