Του Δημοσθένη Καραγιάννη
Η κρατική μηχανή σε όλο το διάστημα των ελληνογερμανικών συγκρούσεων, το «μεταξικό σύστημα» (= μεταξική κυβέρνηση και επίγονοι) καλλιεργούσε ηττοπάθεια και προετοίμαζε την παράδοση. Το μεταξικό ΓΕΣ (Τσολάκογλου, Μπάκος, Δεμέστιχας) προδοτικό και γερμανόφιλο, διέλυε συστηματικά το στρατό με αποστρατεύσεις, απολύσεις αξιωματικών, μεταθέσεις από το μέτωπο ημετέρων, με διαταγές αλλοπρόσαλλες και αντιφατικές και με κάθε μέσον που θα απέδιδε στη διάλυση του στρατού και στην καταρράκωση της ψυχολογίας και διάθεσης για αντίσταση.
Δείτε επίσης: Η Κρήτη και η μάχη της (1940 – 1949)… (1)
Αυτά στα μέτωπα. Στις πόλεις όλο το διάστημα των πολεμικών επιχειρήσεων, οι μεγάλοι άνδρες, οι «άριστοι» των Ελλήνων(!), οι εγγλεζομαριονέτες βασιλιάδες (συν γυναιξί, τέκνοις, ερωμέναις, σκύλοις (σικ!), και με κάθε κακό συναπάντημα), οι υπουργοί, πρωθυπουργοί, και το φασιστικό ντόπιο σινάφι τους (αυλάρχες και σταβλάρχες, καραβανάδες, στρατιωτικοί, αξιωματούχοι, το κρατικοδίαιτο φασισταριό και τα παλιοτόμαρα της μεταξικής εξουσίας), πολιτικάντηδες της κακιάς ώρας (πολιτικοί, βουλευτές, κομματάρχες και λοιποί πολιτικοί και κοινωνικοί «άριστοι» – όλοι εθνοπατέρες μεγάλοι(!!!) του μεταξικού φασιστικού κράτους και παρακράτους), έτρεξαν να κρυφτούν κάτω από την προστασία των βρετανικών κανονιών που ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβρη είχαν εγκατασταθεί στο λιμάνι της Σούδας, υποσχόμενοι ψευδώς και παραπλανώντας το λαό, την μέχρις εσχάτων υπεράσπιση του νησιού.
Ο ναύαρχος Σακελλαρίου γράφει για τη φυγή[1]: «άπαντες οι υπουργοί, ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος και μερικοί κρατικοί επίσημοι και μη λειτουργοί, οι πλείστοι με τας οικογενείας των –γυναίκες, τέκνα, πενθερές, κουβερνάντες– και τας αποσκευάς των – μπαούλα, βαλίτσες και τουαλέτες, τσάντες με ρουχισμό, μερικοί με παιχνίδια των παιδιών των και κάποιοι με τα χρυσαφικά των. […] Αντιλαμβάνεται ο καθείς την ψυχολογία όλων αυτών των αξιωματικών, υπαξιωματικών και ναυτών που κανένας τους δεν εγνώριζε πού και πώς άφηναν τα σπίτια τους, όταν έβλεπαν ότι υπήρχαν προνομιούχοι Έλληνες και Ελληνίδες ή Ελληνόπουλα που μπορούσαν ανέτως να μεταφέρονται με τα πολύτιμα των υπαρχόντων των προς άλλας ασφαλείς κατευθύνσεις μέχρις ότου παρέλθει η συμφορά ή όταν έβλεπαν ότι η οικογένεια του Πρωθυπουργού της Ελλάδος [Τσουδερός] συνωδεύετο και από το απαραίτητο σκυλάκι της, χωρίς τη συντροφιά του οποίου φαίνεται ότι δεν ήτο δυνατόν να σωθεί η Ελλάς».
Όλος αυτός ο συρφετός φορτώθηκε σε τρία πολεμικά πλοία (Ιέραξ, βασίλισσα Όλγα και Πάνθηρ) των οποίων τα πληρώματα σύμφωνα με την έκθεση του Πλοιάρχου Καββαδία, έφτασαν μέχρι τα όρια ανταρσίας, βλέποντας τον άθλιο φιλοτομαρισμό, τον τρόμο, αλλά και την παντελή αδιαφορία του ελληνικού βασιλοαρχοντολογιού για τη νέα πραγματικότητα που έμπαινε να βιώσει ο ελληνικός λαός, που τον ξεζούμιζαν και τον καταπίεζαν στυγνά και αλύπητα, αρκεί να σώζανε το τομάρι τους, για να ξανακαθίσουν στο σβέρκο του και πάλι μεταπολεμικά.
Και όχι μόνον αυτό, αλλά παράδωσαν στους κατακτητές όσους κομμουνιστές και αντικαθεστωτικούς της μεταξικής φαυλοκρατίας, αν και τους παρακαλούσαν να τους στείλουν στα μέτωπα και δεν κατόρθωσαν να δραπετεύσουν από τις φυλακές και τους τόπους εξορίας που τους είχαν. Τους έγκλειστους της Ακροναυπλίας τους παράδωσαν στους Γερμανούς(!), οι οποίοι τους μετάφεραν στο Χαϊδάρι κι από κει, ως από δεξαμενή μελλοθανάτων, οι κατακτητές αντλούσαν για εκτελέσεις αντιποίνων στα αντιστασιακές επιτυχίες κατά τα επόμενα κατοχικά χρόνια! Τόσο πατριώτες!!!
Όσοι απ’ τους βασιλομεταξικούς ριψάσπιδες δεν ακολούθησαν το αφεντικό τους είτε αυτοεξορίστηκαν δήθεν μακριά από τους «καθεστωτικούς» (ελεύθερη Γαλλία, βόρεια Αγγλία, Καναδά, ΗΠΑ, Νότια Αφρική και αλλού) μακριά και από τα γερμανικά κανόνια και από τον αγώνα του λαού στη σιγουριά του τομαριού τους κι αυτοί, είτε έμειναν στα σπίτια τους τρομοκρατημένοι και υποσχόμενοι στους κατακτητές απραγία, διασπείροντας ηττοπάθεια στο λαό, είτε τέλος έθεσαν στη διάθεση των κατακτητών τους εαυτούς των και συνεργάστηκαν μαζί τους , προκλητικά κι ανενδοίαστα , αποκομίζοντας όσα από τα ψίχουλα τους πετούσαν οι κατακτητές που λήστευαν ασύδοτοι κι ανεξέλεγκτοι.
Τις πρώτες μέρες της γερμανικής επίθεσης κανείς δεν υπάκουε στις εντολές της κυβέρνησης μαριονέτας του πρωθυπουργού Κορυζή. Από τούς Εγγλέζους που έλυναν και έδεναν, τους κρατικούς αξιωματούχους, όλοι του «μεταξικού συστήματος» και κάθε παράγοντα και παραγοντίσκο άλλοι φρόντιζαν τους εαυτούληδές τους και τα τομάρια τους κι άλλοι, οι «αριστότεροι»(!) μοχθούσαν να δημιουργήσουν εικόνα του εαυτού τους που θα τους εξασφάλιζε συνθήκες συνεργασίας με τους κατακτητές που κατέβαιναν.
Ο υπόλοιπος λαός με τον διαλυμένο τον ελληνικό στρατό, με προδομένους τους στρατιώτες και κατώτερους αξιωματικούς, με δεινούς βομβαρδισμούς από τα γερμανικά στούκας της πρωτεύουσας μέσα στο χαλασμό προσπαθούσε να βρει τρόπο να συνεχίσει τον πόλεμο και να επιβιώσει. Ο πρωθυπουργός Κορυζής κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες έκρινε πως δεν υπήρχε άλλη γι αυτόν διέξοδος παρά η αυτοκτονία.
Στη θέση του ο βασιλιάς αμέσως διόρισε τον Εμμανουήλ Τσουδερό, τραπεζίτη φιλοβασιλικό και κρητικό για να εξασφαλίσει κατά τη διαμονή του στην Κρήτη τουλάχιστον την ανοχή του λαού μιας και οι κρητικοί είχαν δείξει τα αντιβασιλικά τους αισθήματα έμπρακτα με τον ξεσηκωμό των Χανίων εναντίον της μεταξικής συμφοράς το καλοκαίρι του 1938!
Από το αποτυχημένο κίνημα εκείνο εδώ και δυο χρόνια ακόμη βρίσκονταν στα βουνά των Χανιών (Μαδάρες) καταδιωκόμενοι, όπως ο στρατηγός Μάντακας. Με τους χειρισμούς του «μεταξικού συστήματος» τα πνεύματα στην Κρήτη δεν ήτανε καθόλου ευνοϊκά για το βασιλομεταξικό «σκυλολόι».
Η απομάκρυνση της V Μεραρχίας επίσης που έγινε από τον Μεταξά το Νοέμβρη – Δεκέμβρη του 1940 και η εγκατάλειψη των στρατιωτών στην βόρεια Ελλάδα μετά την υποχώρηση και διάλυση των μετώπων (ιταλικού και γερμανικού) όξυναν ακόμη περισσότερο το αντιβασιλικό, αντιμεταξικό και αντιφασιστικό κλίμα στην Κρήτη. Επιπρόσθετα το τέχνασμα αφοπλισμού των κρητικών με το πρόσχημα της ανάγκης να σταλούν τα όπλα στο μέτωπο για να εξοπλιστούν στρατιωτικές μονάδες είχε δημιουργήσει όλες τις προϋποθέσεις εκδήλωσης μηδαμινής λαϊκής αντίστασης, στη γερμανική επίθεση, πράγμα όμως που τους απογοήτευσε. Γιατί η κρητική αντίσταση αν και δεν ήτανε πολυάριθμα λαϊκή (6.00 λαού εκτιμήθηκε πως συμμετείχε στη μάχη των αλεξιπτωτιστών), ήτανε γενναία και σε μεγάλο βαθμό αποτελεσματική.
Είναι γνωστό ότι ο Χίτλερ δεν είχε ζωτικό στρατηγικό συμφέρον για την κατάκτηση της Κρήτης με την έναρξη του πολέμου. Του αρκούσε η κατοχή της Ελλάδας με την οποία τα φτερά της Λουφτχάνσα έφταναν να προστατεύσουν τις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας (Πλοέστι) από την αεροπορία των συμμάχων και καθιστούσαν η ελάχιστη ως μηδαμινή δυνατότητα των παρεμπίδισης της επιχείρησης εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης (επιχείρηση Μπαρμπαρόσα) που σύμφωνα με τα ναζιστικά σχέδια θα ξεκινούσαν αμέσως μετά την κατάληψη της Ελλάδας.
Η κατάληψη της Κρήτης υπολογίζονταν από τους Γερμανούς να ολοκληρωθεί μέσα σε τρεις μέρες. Οι γερμανικές υπηρεσίες (φον Κανάρις) κατασκοπίας είχαν δημιουργήσει στους Ναζί μια απατηλή εικόνα αντιπάθειας του κρητικού λαού προς τους Άγγλους και ως προς αυτό ίσως να μην έκαναν και μεγάλο λάθος. Η αντιπάθεια των Κρητικών προς τους Εγγλέζους παρά τις βενιζελικές προσπάθειες ανατροπής της ήτανε βαθιά ριζωμένη από τις άοκνες προσπάθειες των εγγλέζων κατά τους προηγούμενους αιώνες να «προσαρτήσει» το νησί στο αποικιακό κράτος της γηραιάς Αλβιόνος.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε με την εννεάμηνη παραμονή των αγγλικών στρατευμάτων στο νησί από τον Σεπτέμβρη του 1940 μέχρι τη γερμανική επίθεση, με τη απαράδεκτη και προσβλητική προς τους ντόπιους συμπεριφορά των στρατευμάτων της κοινοπολιτείας. Συνηθισμένοι από ην αποικιοκρατική τους υπεροψία θεωρούσαν τους Κρητικούς υποχρεωμένους να τους υπηρετούν αδιαμαρτύρητα κι αυτό όξυνε την αντιπάθεια του λαού προς αυτούς.
Ακόμη και στην περίοδο της κατοχής οι εγγλέζοι πράκτορες (Φίλντιγκ, Νταμπάμπιν, Φέρμορ, κ.λπ.) εκτός του ότι με την ανάμειξή και την καθοδήγησή τους πέτυχαν να διασπάσουν την Αντίσταση του λαού και να οδηγήσουν στον εμφύλιο σπαραγμό μεταπολεμικά. Πίεζαν υποσχόμενοι «λαγούς με πετραχήλια» φιλότιμα σε όλη την περίοδο τους «δικούς τους» καπεταναίους και παράγοντες καθώς και όσους καπεταναίους και «καπεταναραίους» «έβαλαν στο χέρι» εκμεταλλευόμενοι τη φιλαρχία, την λιρολατρεία και κυρίως την εγωπάθεια και το ναρκισσισμό τους
Ως προς τη συμπάθειά τους όμως προς τους Γερμανούς έσφαλλαν τραγικά. Πρώτον επειδή οι κρητικοί έχοντας βιώσει αιώνες υποταγής κι έχοντας δοκιμάσει για ένα μικρό χρονικό διάστημα περίπου σαράντα χρόνων ελεύθερης ελληνικής ζωής που το κέρδισαν με σκληρούς αγώνες, επαναστάσεις, ξεσηκωμούς και κινήματα, δεν ήτανε διατεθειμένοι να ξαναπουλήσουν τη ζωή τους σε οποιονδήποτε και δεύτερο επειδή η έκδηλη αντίθεσή τους με το αντιδικτατορικό κίνημα των Χανίων προς το φασιστικό «σύστημα Μεταξά» είχε δημιουργήσει χάσμα στις σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ Κρητικών και βασιλομεταξικού κράτους.
Έχουν επίσης διατυπωθεί απόψεις ότι το πέρασμα από την Κρήτη του βασιλιά και των ακολούθων του κάτω από την εγγλέζικη προστασία αποτέλεσε πρόκληση προς τους Γερμανούς για την επίθεση στο νησί. Μια τέτοια όμως θεωρία μάλλον ως αφορμή μπορεί να εκληφθεί, παρά ως αιτία, αν και η γερμανική προπαγανδιστική μηχανή εκμεταλλεύτηκε το γεγονός και το χρησιμοποίησε τόσο κατά τις επιχειρήσεις κατάληψης του νησιού, όσο και κατά τη διάρκεια ων αναζητήσεων των υπολειμμάτων του στρατού της κοινοπολιτείας που εγκαταλείφτηκε στην Κρήτη μετά την κατοχή του νησιού από τους Γερμανούς.
Έχοντας αποδράσει από τη Φολέγανδρο, όπου τον κρατούσε εξόριστο η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ο Πορφυρογένης διέφυγε στην Κρήτη. Το άρθρο που δημοσιεύτηκε στον ηρακλειώτικο τύπο στις 16 του Μάη ( στη συνέχεια αναδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα του άρθρου) του αποτελεί ένα από τα τεκμήρια, που διαψεύδουν τον αντικομμουνιστικό μύθο πως τάχα οι κομμουνιστές τάχθηκαν υπέρ της αντίστασης στους φασίστες εισβολείς και κατακτητές, μόνο όταν η ναζιστική Γερμανία επιτέθηκε στην ΕΣΣΔ, στις 21 Ιουνίου 1941.
Απόσπασμα του άρθρου του Μιλτιάδη Πορφυρογένη:
“… Ο χιτλερισμός, γερμανικός και ιταλικός, αφού στη χώρα του στραγγάλισε τις ελευθερίες και τα δικαιώματα του λαού και τον έριξε σε αφάνταστη δυστυχία και πείνα, ανέλαβε μια πρωτοφανή σε ένταση και έκταση εκστρατεία για να υποδουλώση ολόκληρο τον κόσμο στο ζυγό της φασιστικής κτηνωδίας και βαρβαρότητας.
Η μικρή μας σε έκταση, μα μεγάλη σε ζωή και σε αγώνες για τη λευτεριά χώρα, παραδόθηκε, ηθικά νικήτρια και όχι νικημένη, στα χέρια του κατακτητή. Στην Ακρόπολη του Περικλή και της Δημοκρατικής Αθήνας, εκεί όπου ακούστηκαν οι συνταρακτικές και για σήμερα εκκλήσεις του Δημοσθένη υπέρ της ελευθερίας, σηκώθηκε σύμβολο της βαρβαρότητας και της δουλείας, ο αγκυλωτός σταυρός.
Και μένει η Κρήτη: Το νησί όπου και η κάθε πέτρα έχει κάτι να διηγηθή για κάποιο αίμα που χύθηκε στον αγώνα για τη λευτεριά, για κάποιον ηρωισμόν που του στάθηκε μάρτυρας. Στην καινούργια αυτή φάση του τιτάνιου αγώνα της Ελλάδος μας, όπου η Κρήτη γίνεται ο προμαχώνας της ελευθερίας καθήκον του κάθε Έλληνα είναι να σταθή άξιος στρατιώτης του μεγάλου και ιστορικού αυτού αγώνα που οι συνέπειές του για το μέλλον του ελληνικού λαού θάναι τεράστιες.
Το ίδιο καθήκον πέφτει και πάνω στους κομμουνιστές. Είναι τιμή μας που ο φασισμός μάς έχει ανακηρύξει τον υπ’ αριθ. 1 εχθρό του και που έχουμε ανοιχτές ακόμα, τις πληγές που μας έδωσε. Κι αν μισήσαμε το φασισμό γιατί οδηγεί την ανθρωπότητα σε βαρβαρότητα χειρότερη από τη μεσαιωνική, τον μισούμε πιο πολύ τώρα, που η βρωμερή μπότα του πατάει σκληρά πάνω στο ματωμένο, το ρημαγμένο σώμα της πατρίδος μας.
Στον αγώνα για την άμυνα της Κρήτης που είναι αγώνας για την απελευθέρωση της Ελλάδος, οι κομμουνιστές πρέπει νάναι στις πρώτες γραμμές. Δεν υπάρχουν διαφωνίες και επιφυλάξεις, που να μπορούν να τεθούν πάνω από το πρώτο, το κύριο, το μοναδικό για σήμερα αυτό, καθήκον”.
Η υλοποίηση της «επιχείρησης ΕΡΜΗΣ» ξεκίνησε επίσημα την 20η Μαΐου με σφπδρό βομβαρδισμό της περιοχής γύρω από το αεροδρόμιο του Μάλεμε στα Χανιά. Την ίδια μέρα το μεσημέρι και το απόγευμα ακολούθησε ο βομβαρδισμός του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου. Μετά ακολούθησε η ρίψη αλεξιπτωτιστών και στις τρεις πόλεις της Κρήτης.
Ο ξεσηκωμός των Κρητικών υπήρξε σε μεγάλο βαθμό αυθόρμητος. Γνώριζαν οι Κρητικοί, αν και δεν υπήρχε επίσημη ενημέρωση, πως ο γερμανικός κίνδυνος θα εμφανιζόταν κατά το Μάη και τον περίμεναν μέρα με τη μέρα. Έβλεπαν τα κατασκοπευτικά αεροπλάνα να πετούν πάνω από πόλεις και χωριά, πληροφορούνταν τα γεγονότα περισσότερο σαν φήμες παρά με την ακρίβειά τους, όσοι ελάχιστοι δεν ξεγελάστηκαν από τη μεταξική προπαγάνδα και δεν είχαν παραδώσει τα τουφέκια τους, τα έβγαζαν και τα ετοίμαζαν. Κάποιοι απόστρατοι στρατιωτικοί (π.χ. Αλεξάκης από την Αλητζανή) πιεστικά, αλλά μάταια ζητούσαν ν’ ανοίξουν οι στρατιωτικές αποθήκες που είχαν όπλα και πολεμοφόδια και να δοθούν στο λαό για την άμυνά του στην επερχόμενη απειλή.
Δήμος Σθένης
Συνεχίζεται
[1] Το απόσπασμα από δημοσίευση του Σταύρου Μαλαγκονιάρη στην efsyn της 20/4/2019 με τίτλο «Καλλιεργούσαν εικόνα διάλυσης στο στρατό».