Συνέντευξη της Έφης Αχτσιόγλου, βουλευτή Επικρατείας και τομεάρχη Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, στο “News24/7” για το πρόγραμμα Μένουμε Όρθιοι 2, για την αντίδραση της ΝΔ, για την εργασιακή απορρύθμιση, τις δημοσκοπήσεις, αλλά και τα σεξιστικά σχόλια δημοσιογράφων και άλλων δημοσίων προσώπων.
Δείτε επίσης: Χυδαίος, είρωνας και σεξιστής ο Πρετεντέρης κατά της Έφης Αχτσιόγλου (Ηχητικό)
«Τι βαθμό έχεις στα οικοκυρικά;»: Σεξιστικές αθλιότητες Καμπουράκη σε αριστούχο μαθήτρια
Καταγγελία στο ΕΣΡ για την άθλια σεξιστική ερώτηση του Καμπουράκη σε αριστούχο μαθήτρια
Ολόκληρη η συνέντευξη:
– Το πρόγραμμα “Μένουμε Όρθιοι 2” που παρουσιάστηκε τη Δευτέρα είναι ένα πρόγραμμα που “βγαίνει” οικονομικά; Πώς μπορούν να πειστούν οι πολίτες γι’ αυτό;
To πρόγραμμα είναι απόλυτα κοστολογημένο. Η δημοσιονομική παρέμβαση που προτείνουμε ανέρχεται σε 13,4 δισ. ευρώ, όταν οι διαθέσιμες πηγές κατά παραδοχή του κ. Σταϊκούρα ξεπερνούν τα 24 δισ. Επομένως, αντιλαμβάνεστε ότι είναι ένα πρόγραμμα ρεαλιστικό, που αφήνει και σημαντικό περιθώριο ασφάλειας για το μέλλον. Το ζήτημα άρα που τίθεται είναι η ποιότητα των μέτρων που προτείνουμε. Διότι οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ διαφοροποιούνται από την πολιτική της κυβέρνησης όχι μόνο στο ύψος της δημοσιονομικής παρέμβασης, καθώς η ΝΔ υλοποιεί -στην πράξη όχι στα λόγια- ένα σημαντικά χαμηλότερο οικονομικό πακέτο, αλλά κυρίως στο περιεχόμενο και στη στόχευσή τους.
Στο επίκεντρο των δικών μας προτάσεων βρίσκεται η προστασία της εργασίας που μεταφράζεται ως εξής: διατήρηση των θέσεων εργασίας, μη αρνητική μεταβολή των σχέσεων εργασίας, να μην μεταβάλλεται δηλαδή μια θέση πλήρους εργασίας σε εκ περιτροπής ή μερικής απασχόλησης και καταβολή των μισθών στο 100%, όχι μόνο για λόγους αξιοπρέπειας και επιβίωσης των εργαζομένων αλλά και για λόγους οικονομικής αποτελεσματικότητας και συγκράτησης της ύφεσης. Αυτή είναι η συγκροτητική ιδέα της πρότασής μας.
– Η κυβερνητική πλευρά σας κατηγόρησε για εύκολη παροχολογία και πολλά από τα στελέχη της έκαναν λόγο για ένα “δεύτερο πρόγραμμα Θεσσαλονίκης” το οποίο δεν θα εφαρμοζόταν ακόμα και αν βρισκόσασταν στην εξουσία. Τι απαντάτε;
Πρόκειται για αστείες υπεκφυγές και προσπάθεια επικοινωνιακής απαξίωσης των προτάσεών μας, ακριβώς για να μην εισέλθει σε μια συγκεκριμένη συζήτηση. Το κόστος του προγράμματός μας είναι αποτυπωμένο, το ίδιο και οι δυνατότητες χρηματοδότησής του, επομένως το ζήτημα είναι οι στρατηγικές επιλογές. Το δικό μας πρόγραμμα έχει τέσσερις άξονες που αντιπαρατίθενται στη λογική των μέτρων της ΝΔ. Προτείνουμε την επιδότηση των επιχειρήσεων για τη διατήρηση των σχέσεων εργασίας και την καταβολή των μισθών στο 100%, την ώρα που η κυβέρνηση επιδοτεί τη μείωση των μισθών οριζόντια κατά 20% και την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Προτείνουμε την ευθεία και μη επιστρεπτέα ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, την ώρα που η κυβέρνηση προχωρά με το μοντέλο της επιστρεπτέας προκαταβολής που αφενός αποκλείει χιλιάδες επιχειρήσεις αφετέρου για όσες τη λαμβάνουν αυξάνει το χρέος τους, αφού η ενίσχυση αυτή δεν είναι επιδότηση αλλά δάνειο. Προτείνουμε ειδικό πρόγραμμα εσωτερικού τουρισμού και στοχευμένες φοροελαφρύνσεις για την εστίαση, ενώ η κυβέρνηση δεν έχει συγκεκριμένο πρόγραμμα για τον τουρισμό. Προτείνουμε τέλος τη θέσπιση ενός εισοδήματος έκτακτης ανάγκης για όλους εκείνους που υπέστησαν ραγδαία μείωση του εισοδήματός τους λόγω του λοκ-ντάουν και της απουσίας μέτρων στην πρώτη φάση της πανδημίας (εποχικά εργαζόμενους, ελεύθερους επαγγελματίες, επισφαλώς εργαζόμενους, μη επιδοτούμενους ανέργους, εργαζόμενους στον πολιτισμό), ενώ η κυβέρνηση αφήνει αυτό το μεγάλο τμήμα της κοινωνίας ουσιαστικά ακάλυπτο. Αυτά είναι τα συγκεκριμένα ζητήματα για τα οποία θα έπρεπε να συζητάμε και να ανταλλάσσουμε επιχειρήματα, και τα οποία η ΝΔ διαρκώς αποφεύγει.
– Είναι το πρόγραμμα “Μένουμε Όρθιοι 2” και ένα άνοιγμα του κόμματός σας προς τη μεσαία τάξη η οποία είχε σοβαρά παράπονα από τη διακυβέρνηση 2015-2019;
Το πρόγραμμα εκτιμώ απαντά σε μεγάλο βαθμό στις ανάγκες όσων υπέστησαν ραγδαία μείωση εισοδήματος, αλλά συνιστά και μια τεκμηριωμένη πρόταση για το πώς θα μπορούσαμε να προλάβουμε τις συνέπειες της επερχόμενης ύφεσης και να έχουμε γρήγορη ανάκαμψη, χωρίς να μείνει κανένας πίσω.
Η διατήρηση των μισθών, η διατήρηση της καταναλωτικής δυνατότητας των εργαζομένων, η άμεση ενίσχυση ιδίως των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων με μη επιστρεπτέα ενίσχυση ύψους 3 δισ. ευρώ, το εισόδημα έκτακτης ανάγκης που καλύπτει 1.900.000 νοικοκυριά, οι στοχευμένες φοροελαφρύνσεις προφανώς ανταποκρίνονται σε ανάγκες και της λεγόμενης μεσαίας τάξης.
Αντιθέτως, η σημερινή πολιτική της κυβέρνησης θίγει ευθέως και τον κόσμο της εργασίας αλλά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τις οποίες μάλιστα συχνά τα στελέχη της κυβέρνησης προσβάλλουν με χαρακτηρισμούς περί μπαταχτσήδων και επιχειρήσεων ζόμπι. Ουσιαστικά μέσα από τη μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενη πολιτική και το δόγμα «όποιος επιβιώσει, επιβίωσε» επέρχεται μια συνολική αναδιάρθρωση στην αγορά εις βάρος των μικρών επιχειρήσεων και των εργαζομένων.
– Η πανδημία προκάλεσε, κ. Αχτσιόγλου, μία γενικευμένη εργασιακή απορρύθμιση σε πάρα πολλούς κλάδους. Το ΣΕΠΕ δείχνει να μην μπορεί να λειτουργήσει. Τι θα κάνατε από τη θέση της Υπουργού Εργασίας σε μία τέτοια, δύσκολη είναι η αλήθεια, συγκυρία;
Υπάρχουν δύο ζητήματα εδώ. Το ένα δεδομένο είναι η αυθόρμητη τάση για απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, τάση που ενισχύεται ιδιαιτέρως σε συνθήκες κρίσης. Το δεύτερο ζήτημα όμως είναι αν το κράτος παρεμβαίνει ουσιαστικά για να αντιστρέψει αυτή την τάση, ή στέκεται ως θεατής, ή ακόμη χειρότερα αν παρεμβαίνει για να την απορρυθμίσει τελικά περαιτέρω. Δυστυχώς η κυβέρνηση έχει επιλέξει τον τελευταίο δρόμο. Το πλέον χαρακτηριστικό μέτρο που εισήγαγε μάλιστα από την αρχή της πανδημίας ήταν η αναστολή της δήλωσης και του ελέγχου των ωραρίων και των υπερωριών.
Η αποδιάρθρωση λοιπόν και η ακραία ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων που επήλθε με τα σχήματα των αναστολών συμβάσεων εργασίας και της εκ περιτροπής εργασίας συνοδεύτηκε από την πλήρη απονεύρωση του ελεγκτικού μηχανισμού. Η υποβάθμιση και απαξίωση του ΣΕΠΕ ήταν εξάλλου από τις πρώτες ενέργειες της ΝΔ με την ανάληψη της διακυβέρνησης.
Αυτό που θα έκανα αν ήμουν στο υπουργείο και αυτό που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα συγκεκριμένο σύστημα επιδότησης των επιχειρήσεων με παράλληλη δέσμευσή τους για διατήρηση των θέσεων και σχέσεων εργασίας όπως ήταν τον Φεβρουάριο του 2020 και καταβολή στο 100% των μισθών. Συγκεκριμένα στις πληττόμενες επιχειρήσεις στους πλέον ευαίσθητους κλάδους του τουρισμού, της εστίασης και των μεταφορών, το κράτος θα έπρεπε να επιδοτήσει το 40% των μισθών και το 100% των ασφαλιστικών εισφορών με δέσμευση του εργοδότη για καταβολή του υπόλοιπου μισθού. Στις υπόλοιπες πληττόμενες επιχειρήσεις το κράτος θα έπρεπε να καλύψει το 40% μισθού και εισφορών με δέσμευση του εργοδότη για καταβολή του υπολοίπου. Τα μέτρα αυτά προστατεύουν πλήρως τους εργαζόμενος ενώ ελαφραίνουν σημαντικά περισσότερο τους μικρομεσαίους εργοδότες, σε σχέση με το μοντέλο που εφαρμόζει η ΝΔ. Για να είναι αποτελεσματικά βέβαια τα μέτρα αυτά θα έπρεπε να συνοδευτούν με την επαναφορά των ελέγχων στην αγορά εργασίας και συγκεκριμένους κανόνες για τον έλεγχο της τηλεργασίας που κερδίζει πλέον έδαφος. Βλέπετε λοιπόν ότι προτάσεις ρεαλιστικές και εφικτές υπάρχουν. Το ζήτημα είναι αν υπάρχει στρατηγική στόχευση για πραγματική προστασία του κόσμου της εργασίας ή αν επιμένει κανείς σε μια ιδεοληψία ελαστικοποίησης και μείωσης μισθών.
– Οι δημοσκοπήσεις που έγιναν εν μέσω πανδημίας δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ πολύ πίσω στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Εκτιμάτε ότι είναι συγκυριακό φαινόμενο; Έχετε την αίσθηση ότι λόγω του προβαδίσματος που έχει ο κ. Μητσοτάκης θα προτιμήσει την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες;
Σε περίοδο πανδημίας και καραντίνας, απέναντι σε έναν άμεσο και πολύ σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, είναι αναμενόμενο οι πολίτες να στρέφουν την προσοχή τους προς την εκάστοτε κυβέρνηση, η οποία έχει τον πρώτο λόγο για την αντιμετώπιση της κατάστασης.
Εκτιμώ ότι όσο απομακρυνόμαστε από αυτό το σημείο τα δεδομένα θα αλλάζουν. Η συζήτηση πια γίνεται περισσότερο πολιτική και αφορά το συνολικό σχέδιο των πολιτικών δυνάμεων για την οικονομία και τον κόσμο της εργασίας. Θα έχει, όσο και να θέλει να το αποφύγει η ΝΔ, σύγκριση προτάσεων και αντιπαράθεση πολιτικών.
Ο κ. Μητσοτάκης δεν κλείνει τη συζήτηση περί πρόωρων εκλογών –διότι αν ήθελε θα την είχε κλείσει– πιθανόν επειδή τις αντιλαμβάνεται ως μία ευκαιρία να κερδίσει χρόνο και να προλάβει κοινωνικές αντιδράσεις που θα έρθουν, καθώς η οικονομική κρίση θα ξεδιπλώνεται.
Αν επιλέξει τις εκλογές ο κ. Μητσοτάκης, εμείς είμαστε έτοιμοι, και προγραμματικά όπως μόλις αποδείξαμε, να παλέψουμε για τη δημιουργία μιας νέας προοδευτικής πλειοψηφίας. Αν λάβει βέβαια αυτή την απόφαση ο πρωθυπουργός θα αναλάβει και το κόστος μιας καιροσκοπικής επιλογής, η οποία θα προτάσσει τη μικροκομματική σκοπιμότητα απέναντι στα οξυμμένα προβλήματα των πολιτών.
– Τις περασμένες ημέρες έγινε ένα σεξιστικό σχόλιο που άγγιζε τα όρια της χυδαιότητας και σας αφορούσε. Έγιναν και άλλα για άλλες γυναίκες. Σας προβληματίζει η “ένταση” του σεξιστικού λόγου στη δημόσια σφαίρα; Πού οφείλεται κατά τη γνώμη σας;
Ο σεξισμός είναι η πρακτική της πατριαρχίας, που εξακολουθεί να καθορίζει δομικά τις σχέσεις ανδρών και γυναικών, μια εξουσιαστική συμπεριφορά που εκδηλώνεται στην οικογένεια, στην εργασία, στις καθημερινές μας συναναστροφές μετατρέποντας τις γυναίκες σε αντικείμενα. Εκδηλώνεται μάλιστα άλλοτε εξόφθαλμα και βίαια άλλοτε όμως υπόγεια και ύπουλα ακόμα και μέσω των λεκτικών μας πρακτικών, μέσω των «επιλογών» που κάνουμε στις λέξεις ή των «επιλογών» που κάνει ένα ρεπορτάζ στη θεματολογία του.
Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, το είδαμε αυτό και κατά τη διάρκεια της καραντίνας, ο σεξισμός καταλήγει ακόμη και στη σωματική βία. Χαρακτηριστικό όμως του σεξισμού είναι ότι ακόμη και η βία στη συνέχεια δικαιολογείται συνήθως ενοχοποιώντας το ίδιο το θύμα. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει εκείνο το αμίμητο «ναι, αλλά»; Ναι, αλλά και εκείνη προκαλούσε.
Από τη στιγμή λοιπόν που η πατριαρχία καθορίζει δομικά τις σχέσεις ανδρών και γυναικών, είναι επομένως πανταχού παρούσα, δεν θα μπορούσε να μην εκδηλώνεται και στην πολιτική ή τη δημοσιογραφία περί της πολιτικής. Είναι τελικά απλώς ένδεια επιχειρημάτων όμως; Ή κάτι βαθύτερο που δεν αφορά απλώς τις πολιτικές επιλογές ή απόψεις του καθενός; Γιατί όταν ένας άνδρας διαφωνεί με έναν άνδρα πολιτικά δεν του επιτίθεται ποτέ απλώς και μόνο επειδή είναι άνδρας;
Σε κάθε περίπτωση πάντως ένα είναι το σίγουρο: ότι ο προοδευτικός κόσμος έχει πολλές μάχες να δώσει ακόμη. Διότι να είστε βέβαιος ότι όταν δεν είναι ορατός στη δημόσια σφαίρα ο σεξισμός είναι ακόμα πιο ωμός και επιθετικός.