Του Ευάγγελου Κωνσταντέλου
Ο Πλάτωνας στον Πρωταγόρα μας λέει «αν πράγματι θέλεις, Σωκράτη, να καταλάβεις, τι τελοσπάντων σημαίνει το να τιμωρεί κανείς όσους αδικούν, αυτό το ίδιο θα σε διδάξει, ότι οι άνθρωποι βέβαια νομίζουν, πως η αρετή είναι κάτι που μπορεί να αποκτηθεί. Γιατί κανείς δεν τιμωρεί αυτούς που αδικούν, έχοντας το νου του σε αυτό και εξαιτίας αυτού, δηλαδή εξαιτίας του ότι κάποιος αδίκησε, εκτός αν εκδικείται αστόχαστα, όπως ακριβώς ένα θηρίο· και αυτός που επιχειρεί να τιμωρεί, σύμφωνα με τη λογική, δεν εκδικείται για το αδίκημα που έχει παρέλθει -γιατί δε θα μπορούσε να κάνει να μην έχει γίνει αυτό βέβαια που διαπράχθηκε- αλλά για χάρη του μέλλοντος δηλαδή για να μην αδικήσει ξανά ούτε αυτός ο ίδιος που αδίκησε ούτε κανείς άλλος που είδε ότι αυτός τιμωρήθηκε. Και όταν σκέφτεται με αυτόν τον τρόπο, θεωρεί ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί· για αποτροπή επανάληψης της αδικίας βέβαια τιμωρεί. Αυτή λοιπόν τη γνώμη έχουν όλοι, όσοι ακριβώς επιβάλλουν τιμωρίες και στον ιδιωτικό και στο δημόσιο βίο».
Ο Πρωταγόρας μας δίνει ένα παιδαγωγικό-τελεολογικό περιεχόμενο στο νόημα της ποινής. Αυτό σημαίνει, ότι όταν κάποιος τιμωρεί το κάνει σύμφωνα με τους νόμους της λογικής και όχι ασυλλόγιστα όπως τα άγρια θηρία. Επικεντρώνεται στο σωφρονισμό του δράστη και στον παραδειγματισμό. Ο Πρωταγόρας απορρίπτει, επομένως, κάθε κίνητρο επιβολής της τιμωρίας, που στοχεύει στην ανταπόδοση και την εκδίκηση, καθώς είναι αδύνατον να αλλάξει ό,τι συνέβη. Τα κίνητρα πρέπει να στοχεύουν προς το μέλλον και την αποφυγή επανάληψης μιας άδικης και κολάσιμης πράξης. Η ρηξικέλευθη αυτή πρόταση του Πλάτωνα πέρα από τον παιδαγωγικό χαρακτήρα της, διδάσκει και τον κοινωνικό χαρακτήρα των πράξεων και των συνεπειών τους. Έτσι η τιμωρία φορτίζεται με στοιχεία σωφρονισμού και παραδειγματισμού για το κοινωνικό σύνολο.
Tο απόσπασμα αυτό του Πλάτωνα στον Πρωταγόρα ενέπνευσε και τον περίφημο Ιταλό εγκληματολόγο και φιλόσοφο Τσεζάρε Μπεκαρία, ο οποίος συνέβαλε καθοριστικά στον ορθολογισμό και ανθρωπιστικό αναπροσανατολισμό των νομικών/ποινικών επιστημών με το μνημειώδες έργο του «Περί εγκλημάτων και ποινών». Ομοίως με τον Πρωταγόρα, σκοπός λοιπόν της ποινής, μας λέει ο Μπεκαρία, δεν είναι η εκδίκηση αλλά ο σωφρονισμός αυτού, που διέπραξε ένα αδίκημα και ο παραδειγματισμός των άλλων. Προχωρώντας παραπέρα ο Μπεκαρία αναπτύσσει περαιτέρω το σκοπό της ποινής, που δεν είναι άλλος από την πρόληψη μιας κολάσιμης πράξης. Από τη μία, η πρόληψη ενός εγκλήματος ή μιας άδικης πράξης αποτρέπει πολλούς να θελήσουν να διαπράξουν κάτι κολάσιμο, το οποίο αποτελεί ένα είδος σωφρονισμού σε κοινωνικό επίπεδο. Από την άλλη, πρόληψη επιτυγχάνεται και στο ίδιο το άτομο που διέπραξε αδίκημα, ώστε να μην επαναλάβει την πράξη του.
Η ποινή που επιβάλλεται εμπεριέχει έναν εξαγνιστικό και λυτρωτικό χαρακτήρα, καθώς στις πολιτισμένες κοινωνίες η έννοια της «τιμωρίας» πρέπει να εμπεριέχει την πρωταρχική σημασία του όρου, που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει βοήθεια, αρωγή, επικουρία, συνδρομή. Υπ’ αυτή την έννοια, η κοινωνία που επιβάλλει τιμωρία, στην ουσία συνδράμει και βοηθά τον άνθρωπο-παραβάτη, ώστε να επανέλθει και να ενταχθεί και πάλι στο κοινωνικό σύνολο. Σε αντίθετη περίπτωση, αν υπερισχύσει ο ασυλλόγιστος δρόμος του θηρίου και το «οφθαλμός αντί οφθαλμού», η κοινωνία εξαγριώνει τους παραβάτες, κλείνεται και η ίδια στον εαυτό της και δημιουργεί συνθήκες θηριωδίας, βίας και εκδίκησης.
Επομένως, μια πολιτισμένη κοινωνία διαθέτει όλα εκείνα τα αντανακλαστικά, που χρειάζεται, για να δίνει λύσεις και να αναζητά τόσο την ποινή και την τιμωρία όσο και τον σωφρονισμό ενός εγκληματία. Είναι τόσο σοφό το αισθητήριο του κοινωνικού σώματος, που όσο ειδεχθές κι αν είναι ένα έγκλημα, άλλο τόσο ανεκτική και υποστηρικτική μπορεί να γίνει η κοινωνία, όταν ο ίδιος ο εγκληματίας δείξει δείγματα πραγματικού σωφρονισμού και αγωνίας να ενταχθεί και πάλι μέσα σε αυτή. Υπάρχει όμως και μια άλλη δύναμη, που αφορά στην επίγνωση του ίδιου του εγκληματία, ο οποίος παρόλο που η κοινωνία του δίνει πάλι την ευκαιρία να τον εντάξει στο σώμα της, εκείνος φτάνει στα επίπεδα της απόλυτης αυτοσυνειδησίας του. Ακόμη θυμάμαι τα λόγια του Νίκου Κοεμτζή, που είχε δηλώσει κάποτε «δεν ξέρω αν πραγματικά είμαι ελεύθερος, γιατί από τη στιγμή που σκότωσα θα είμαι για πάντα εκτός κοινωνίας».
Οι ενδείξεις και οι αποδείξεις πράξεων σωφρονισμού κάνουν την κοινή γνώμη όχι απλά να συγχωρεί τον εγκληματία, αλλά σε πολλές περιπτώσεις να τον προστατεύει, όταν ο ίδιος έρχεται αντιμέτωπος με την αυθαιρεσία αυταρχικών πολιτικών. Το παράδειγμα του Βασίλη Δημάκη δεν είναι μόνο ένα παράδειγμα σωφρονισμού αλλά και ένα υπόδειγμα κοινωνικής προστασίας του ατόμου από το σύνολο. Όπως η κοινωνία προστάτευσε το Βασίλη Δημάκη, την καθαρίστρια από το Βόλο, το Χρήστο Λοβέρδο Στελακάτο, έτσι προστάτευσε και την αξιοπρέπεια όλων εκείνων, που έρχονται αντιμέτωποι με την αναλγησία του κράτους. Ομοίως, η ίδια κοινή γνώμη προστατεύει και τους λειτουργούς της δικαιοσύνης, που ανεξάρτητα από το γράμμα και το πνεύμα του νόμου, προασπίζονται τα δίκαια και την αξιοπρέπεια του λαού.
Όταν η δύναμη της κοινής γνώμης αποδεικνύεται αποτελεσματική αποτελεί κίνδυνο για το σύστημα. Η διαχείρισή της μέσω της επιβολής του φόβου και της θυματοποίησης αποτελεί άσκηση πολιτικής, πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί η συντήρηση ενός ολόκληρου μηχανισμού. Ο φόβος, ως συλλογική εμπειρία είναι ένα προϊόν σχέσεων εξουσίας, οι οποίες διαμορφώνουν τους ηθικούς κώδικες συμπεριφοράς.
Τους τελευταίους μήνες υπάρχει μια μεθοδευμένη προσπάθεια τρομοκράτησης της κοινής γνώμης με απώτερο σκοπό την χειραγώγησή της. Η πανδημία αποτέλεσε έναν από μηχανή θεό για να προστεθεί στις ήδη υπάρχουσες μεθοδεύσεις για την τρομοκράτηση της κοινής γνώμης. Δεν είναι τυχαίες οι επιδρομικές επιχειρήσεις της αστυνομίας στις πλατείες που συχνάζουν νέοι, οι παρεμβάσεις του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ στη δικαιοσύνη και η προπαγάνδα των ΜΜΕ για την επερχόμενη κρίση. Το παράδοξο είναι η μετριοπαθής στάση της αντιπολίτευσης στο κλίμα θυματοποίησης και τρομοκράτησης της κοινωνίας. Ακόμη και η αντιπολιτευτική αρθρογραφία περιορίζεται σε παροτρύνσεις και κηρύγματα περί αυτοκριτικής. Αυτή η εσωστρέφεια διαχέεται στη κοινωνία ως φοβική και ηττοπαθής στάση, παρά το γεγονός ότι η σημερινή κυβέρνηση το έγκλημα που τιμωρεί δεν είναι η αντίθετη άποψη, αλλά η άποψη που δεν την συμφέρει.
Κουτί Πανδώρας