Δύο μικρά αρκουδάκια βρέθηκαν νεκρά, θαμμένα σε αγρόκτημα στην παραλίμνια περιοχή μεταξύ Πολυκάρπης και Φωτεινής, με τα μέλη της ομάδας άμεσης επέμβασης Καστοριάς να αναφέρουν πως τα στοιχεία που έχουν συλλέξει από το περιστατικό οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η μαμά- αρκούδα ήταν πιθανόν αυτή που έθαψε τα μωρά της.
Πλέον, το φαινόμενο μελετάται επιστημονικά προκειμένου να διαπιστωθεί αν έχει υπάρξει προηγούμενο.
Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, μέλος της ομάδας άμεσης επέμβασης, αρχικά βρέθηκε το πρώτο αρκουδάκι σε πολύ μικρή απόσταση από το σημείο του δυστυχήματος. «Το θέαμα μας έκανε εντύπωση. Φαινόταν ότι το ζώο ήταν δυστυχώς διαμελισμένο αλλά ήταν τοποθετημένο και θαμμένο σ’ έναν “κούπο” από χώμα και πάνω του άλλα χώματα», λέει ο κ. Παναγιωτόπουλος, περιγράφοντας τη στιγμή εντοπισμού του πρώτου νεκρού ζώου. Μάλιστα, γύρω από το σημείο που ήταν θαμμένο το μικρό ζώο ήταν εμφανείς νυχιές και πατήματα από αρκούδα, σαν να προσπαθούσε να σπρώξει το χώμα ώστε να σκεπάσει το νεκρό αρκουδάκι.
«Το ατύχημα είχε γίνει περίπου 40-50 μέτρα από το μέρος όπου ήταν θαμμένο το μικρό ζώο. Καταλάβαμε ότι, το είχε τοποθετήσει κατά πάσα πιθανότητα το ίδιο το ζώο εκεί, αν και επιστημονικά αυτό δεν το έχουμε ακόμη τεκμηριώσει και ψάχνουμε να δούμε αν έχει συμβεί κάπου αλλού», σημειώνει ο κ. Παναγιωτόπουλος.
Η ομάδα πήρε το νεκρό αρκουδάκι από την περιοχή και έφυγε, αλλά ένα τηλεφώνημα από τον ιδιοκτήτη του αγροκτήματος, όπου βρέθηκε θαμμένο, τους γύρισε πίσω αφού είχε βρεθεί ακόμη ένα αρκουδάκι, σε απόσταση περίπου 150 μέτρων από το σημείο του δυστυχήματος. «Μείναμε άναυδοι. Βρήκαμε και το δεύτερο αρκουδάκι θαμμένο με τον ίδιο τρόπο. Το πρώτο πρέπει να πέθανε ακαριαία στο οδόστρωμα, το δεύτερο, που είχε μια μεγάλη αμυχή στην κοιλιακή χώρα, φαινόταν ότι δεν είχε πεθάνει ακόμη καθώς βρισκόταν ακόμα σε νεκρική ακαμψία», αναφέρει ο κ. Παναγιωτόπουλος, σύμφωνα με τον οποίο από έρευνα που έκανε η ομάδα άμεσης επέμβασης προέκυψε ότι «το 2ο αρκουδάκι το είχαν δει στο οδόστρωμα να κείτεται νεκρό γύρω στις 6 το πρωί, χωρίς να το έχει περιμαζέψει κανείς, γεγονός που σημαίνει ότι γύρισε η αρκούδα και το τράβηξε και το έθαψε».
«Αν ήταν κάποιο άλλο ζώο δεν θα το έθαβε. Ανθρώπινο χέρι δεν το έκανε, γιατί θα τα είχε θάψει μέσα στο έδαφος ή θα τα είχε απομακρύνει από την περιοχή για να τα θάψει αλλού», αναφέρει ο κ. Παναγιωτόπουλος και προσθέτει πως «αυτό που προσπαθούμε να τεκμηριώσουμε επιστημονικά είναι αν έχει ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο και μέσω διαφόρων οργανώσεων στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο».
Συγκλονισμένος από όσα αντίκρισε, ο κ. Παναγιωτόπουλος δεν κρύβει τον θαυμασμό του για «το μεγαλείο της μάνας, το μεγαλείο της φύσης», όπως χαρακτηριστικά λέει, επισημαίνοντας πως αυτό που είδε ο ίδιος ιδίοις όμμασι ήταν «μια γροθιά στο στομάχι ώστε να καταλάβουμε ότι πρέπει να συνυπάρχουμε με ζώα που έχουν την ίδια ενσυναίσθηση μ’ εμάς».
«Πρέπει να συνυπάρξουμε όσο πιο όμορφα και ομαλά γίνεται», τονίζει ο κ. Παναγιωτόπουλος, από τα χέρια του οποίου έχει περάσει το 90% των ατυχημάτων με αρκούδες. «Είναι η δεύτερη φορά που παθαίνω ένα τέτοιο σοκ αντικρίζοντας μια τέτοια εικόνα. Η πρώτη φορά ήταν με έναν τραυματισμένο αρκούδο, που με κοίταζε στα μάτια και με εκλιπαρούσε να τον βοηθήσω πριν από 6-7 χρόνια, στην Εγνατία. Με άφησε και να τον αγγίξω χωρίς να είναι ναρκωμένος. Δυστυχώς δεν σώθηκε…», λέει με έκδηλη συναισθηματική φόρτιση.
Στα δύο μικρά ζώα έγινε νεκροψία και έχουν ενταφιαστεί σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο του Δασαρχείου.