του Δημήτρη Τσίρκα
Οι νεκροί της Μαρφίν είναι θύματα του διχασμού, γράφει η πλακέτα που αποκάλυψαν ο Μητσοτάκης και ο Μπακογιάννης. Στην ίδια αιτία αποδίδει τον χαμό τους και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Μόνο που αυτή η εξήγηση δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα από όσα απαντά.
Γιατί διχάστηκαν τότε οι Έλληνες, μύγα τους τσίμπησε; Οι εκατό χιλιάδες άνθρωποι που διαδήλωναν εκείνη τη μέρα, ήταν θύτες ή θύματα αυτού του διχασμού; Από καπρίτσιο διαμαρτύρονταν ή από κάποια ενδόμυχη εχθροπάθεια; Και αντίστροφα, γιατί ήταν οι διαδηλωτές οι διχαστικοί και όχι εκείνοι που τους έκαναν να βγουν στον δρόμο, αυτοί δηλαδή που ψήφιζαν το μνημόνιο μέσα στη Βουλή;
Ρητορικά τα ερωτήματα: there was no alternative, το μνημόνιο ήταν μονόδρομος και όποιος δεν το βλέπει είναι είτε ηλίθιος, είτε λαϊκιστής, επαναλαμβάνουν μονότονα. Τι και αν λίγα χρόνια μετά, οι ίδιοι οι εισηγητές του, όπως το ΔΝΤ, ομολόγησαν ότι στηριζόταν σε λάθος παραδοχές που πολλαπλασίασαν την ύφεση και την κοινωνική καταστροφή. Για τον κυρίαρχο λόγο συνεχίζουν να έχουν δίκιο, παρότι αποδείχτηκαν λάθος. Κορώνα κερδίζουν, γράμματα χάνεις!
Η ρητορική περί διχασμού προσπαθεί να νομιμοποιήσει την ΤΙΝΑ, ακυρώνοντας την ίδια την πολιτική. Είναι δηλαδή εξόχως ιδεολογική. Γιατί η διαφωνία, ο διχασμός, είναι δομικό στοιχείο της πολιτικής. Αν όλοι ομονοούσαν στη μία και μοναδική αλήθεια, τότε δεν θα είχαμε πολιτική αλλά θρησκεία ή έστω διαχείριση, που είναι το τεχνοκρατικό υποκατάστατο της θρησκείας.
Ασφαλώς, υπάρχουν διαβαθμίσεις στη διαφωνία, που σχετίζονται όμως, με το μέγεθος του επίδικου, κάθε φορά. Αν το ζητούμενο είναι ποιο κόμμα θα κυβερνήσει σε ένα σταθερό οικονομικό περιβάλλον, τότε η πολιτική αναμέτρηση είναι συνήθως υποτονική έως αδιάφορη. Αν το επίδικο είναι η βίαιη ανατροπή του κοινωνικού συμβολαίου και της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων, όπως το 2010, τότε η αντιπαράθεση θα γίνει αναπόφευκτα, πολεμική.
Όποιος εστιάζει στον διχασμό (τη μορφή), ως πηγή όλων των κακών, το κάνει για να συγκαλύψει το περιεχόμενο – τις αιτίες του διχασμού – και να επιβάλλει τη δική του πολιτική ως τη μοναδική επιλογή, πετώντας ταυτόχρονα, εκτός του «δημοκρατικού τόξου», οποιονδήποτε δεν πειθαρχεί.
Επιπλέον, αντί να προωθεί την ενότητα, οδηγεί τον ανταγωνισμό στα άκρα, αφού αφαιρεί τη δυνατότητα από μικρά ή μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού να εκφράζουν και να διεκδικούν «νόμιμα» τις θέσεις τους. Ο ίδιος δηλαδή, ο λόγος που αποκηρύττει ρητορικά τον διχασμό, τον παροξύνει στην πράξη.
Οι θιασώτες αυτού του λόγου δεν προσπαθούν να αποκαταστήσουν την τραυματισμένη ενότητα της κοινωνίας, αλλά να κατοχυρώσουν καλύτερες θέσεις για την επίθεση που ετοιμάζονται να εξαπολύσουν εναντίον της. Η σημερινή πλακέτα του Μητσοτάκη, δεν είναι μια πρωτοβουλία ειρήνης και συμφιλίωσης, αλλά η άτυπη κήρυξη του νέου πολέμου. Και όπως μας υπενθυμίζει ο Μπένγιαμιν, στον πόλεμο δεν διακυβεύεται μόνο η τύχη των ζωντανών, αλλά και η μνήμη των νεκρών.