Ερώτηση κατέθεσαν στη Βουλή 43 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με το ζήτημα των αερομεταφορών σε συνάρτηση με τις αρνητικές επιπτώσεις του κορωνοϊού, ενώ ειδική αναφορά γίνεται για το νέο αεροδρόμιο Ηρακλείου και στον επίμαχο «χαρακτηρισμό» της κρίσης σε «Γεγονός Ανωτέρας Βίας» ή «Δυσμενές Συμβάν».
Όπως τονίζεται στην ερώτηση, πριν από λίγες μέρες διέρρευσαν οι σχετικές επιστολές δύο εταιριών προς τα αρμόδια Υπουργεία, με τις οποίες τονίζεται η ανάγκη να τεθούν σε ισχύ έκτακτα μέτρα και δη ενισχύσεις από το Ελληνικό Δημόσιο, όπου διαπιστώνεται το εξής οξύμωρο: «Με βάση τις επιστολές των αρμόδιων εταιριών, η πανδημία του κορωνοϊού αποτελεί «ανωτέρα βία» για το μεγαλύτερο αεροδρόμιο της χώρας (ΔΑΑ) και για το Καστέλι, «δυσμενές συμβάν» για τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια, ενώ ταυτόχρονα είναι αχαρακτήριστη για τα 23 κρατικά αεροδρόμια, τα οποία όμως πλήττονται ομοίως».
Επισημαίνεται επίσης ότι «από τους σχετικούς ορισμούς, ένα Γεγονός Ανωτέρας Βίας δεν μπορεί να νοείται και ως Δυσμενές Συμβάν. Ο κάθε ορισμός περιγράφει διαφορετική κατάσταση, αλλά και αντιμετώπιση αυτής. Σε αντίθεση με τις εταιρίες «Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών» του Ελ. Βενιζέλος και Consortium TERNAGMR του υπό κατασκευή αεροδρομίου στο Καστέλι, η FraportGreece χαρακτηρίζει την υφιστάμενη παγκόσμια υγειονομική κρίση ως «Δυσμενές Συμβάν», γεγονός που αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 25 (25.1,25.2,25.3) της Σύμβασης Παραχώρησης για ανωτέρα βία. Προκύπτει λοιπόν ένας «διχασμός» ανάμεσα στους τρεις παραχωρησιούχους για το νομικό χαρακτηρισμό της πανδημίας».
Όσον αφορά στη Fraport και ειδικά έπειτα από το αίτημά της να αναβάλει την καταβολή του οφειλόμενου ποσού στο Ελληνικό Δημόσιο, τόσο για το 2019 όσο και για το τρέχον έτος, ενώ μόλις πρόσφατα είχε ανακοινώσει ρεκόρ εσόδων και κερδών για το 2019, φαίνεται ότι ο χαρακτηρισμός της πανδημίας ως Δυσμενές Συμβάν ήταν μονόδρομος για να εισπράξει ενδεχόμενη αποζημίωση, κάνοντας χρήση του Άρθρου 45 της Σύμβασης Παραχώρησης. Αντίθετα, αν η εταιρία επικαλείτο Γεγονός Ανωτέρας Βίας, σύμφωνα με το Άρθρο 25 της σύμβασης, δε θα δικαιούταν αποζημίωση.
Ειδικά για το Καστέλι, οι βουλευτές αναφέρουν ότι «η υφιστάμενη κρίση στις αερομεταφορές φαίνεται ότι δεν επηρεάζει μόνο τα εν λειτουργία αεροδρόμια, αλλά και τα υπό κατασκευή, το Καστέλι συγκεκριμένα. Κι αυτό διότι περίπου το 65% του «ηρακλειόσημου», δηλαδή του τέλους ανά επιβάτη του αεροδρομίου Ηρακλείου για την περίοδο Απριλίου – Οκτωβρίου, χρηματοδοτεί την κατασκευή του νέου αεροδρομίου. Σύμφωνα με πληροφορίες του Τύπου, σχετική επιστολή γνωστοποίησης γεγονότος ανωτέρας βίας έχει επίσης αποσταλεί από την εταιρία κατασκευής του νέου αεροδρομίου στο Ηράκλειο, στην οποία επισημαίνεται πιθανή καθυστέρηση στην ολοκλήρωση του έργου».
Παρ’ όλα αυτά, όπως σημειώνουν οι βουλευτές – συνυπογράφει και ο βουλευτής Ηρακλείου του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Ηγουμενίδης – δε γίνεται η παρούσα υγειονομική κατάσταση να εμπίπτει κάθε φορά και σε διαφορετικό άρθρο της Σύμβασης, για λόγους αποκόμισης κέρδους, προκειμένου ο ιδιώτης να επωφεληθεί πάση θυσία. Άλλωστε, και σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για την ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ, όπου αναφέρεται ότι «Στην περίπτωση παραχώρησης, η αμοιβή της εταιρίας συνίσταται κυρίως στην παραχώρηση της διαχείρισης και της εκμετάλλευσης του έργου ή της υπηρεσίας στη συγκεκριμένη εταιρία και συνεπώς, η εταιρία εκτίθεται σε κίνδυνο απομείωσης της επένδυσής της», το επιχειρηματικό ρίσκο υπάρχει και επομένως η εταιρία εκτίθεται σε απομείωση της επένδυσής της.
Ανεξάρτητα όμως από το πώς χαρακτηρίζει κάθε εταιρία την πανδημία, τα συναρμόδια Υπουργεία οφείλουν, ως επιτάσσει η λογική, να χαρακτηρίσουν την πανδημία είτε με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο. Και κατ’ αναλογία θα υπάρξουν οι ανάλογες νομικές συνέπειες που περιγράφονται στις συμβάσεις. Σχετικά δε με το οφειλόμενο ποσό από τη Fraport, τα Υπουργεία οφείλουν να χρησιμοποιήσουν κάθε νόμιμο ένδικο μέσο για την εξ’ ολοκλήρου είσπραξή του, αφού το εν λόγω ποσό αποτελεί και έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού.
Όπως τονίζουν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, γίνεται επομένως κατανοητό ότι δεν μπορεί να γίνουν δεκτά τα αιτήματα όλων των παραχωρησιούχων. Δεν μπορεί το Ελληνικό Δημόσιο να λειτουργήσει με δυο μέτρα και δυο σταθμά. Θα πρέπει και οφείλει να στηρίξει πρώτα τα 23 αεροδρόμια που παραμένουν υπό τη σκέπη του Δημοσίου, τα οποία είναι και τα πιο ευάλωτα, λόγω του μικρού μεγέθους τους. Για το δε αερολιμένα Ηρακλείου, πρέπει να στηριχτεί η λειτουργία του, μιας και από αυτό εξαρτάται άμεσα η επιτυχής χρηματοδότηση και επένδυση του νέου αερολιμένα στο Καστέλι. Στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία οφείλουν τα συμβαλλόμενα μέρη να τηρήσουν κάθε Σύμβαση στο έπακρο και καλή τη πίστη να προχωρήσουν στο σχεδιασμό της επόμενης μέρας, εφόσον έχουν ολοκληρωθεί οι οικονομικές υποχρεώσεις από μέρους των εταιριών προς το Ελληνικό Δημόσιο.
Ειδικά λοιπόν όσον αφορά στις εταιρίες που διαχειρίζονται τα πιο επικερδή αεροδρόμια της χώρας, οποιαδήποτε ενδεχόμενη κρατική ενίσχυση θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο των ετήσιων κερδών τους και σε κάθε περίπτωση, να συνοδεύεται παράλληλα κι από αντίστοιχες εγγυήσεις για το Ελληνικό Δημόσιο. Παράδειγμα τέτοιων εγγυήσεων είναι η κατεύθυνση που εφαρμόζεται αυτή τη στιγμή στην Αμερική, τη Γερμανία και την Ιταλία, όπου για να βοηθηθούν οι αεροπορικές εταιρίες από το κρατικό πρόγραμμα στήριξης του κλάδου, θα πρέπει να προτείνουν το πώς το δημόσιο θα διατηρήσει μερίδιο σ’ αυτές.
Με βάση τα παραπάνω, ερωτώνται οι κ.κ. Υπουργοί:
- Πώς έχει χαρακτηριστεί νομικώς η έως τώρα υγειονομική κρίση;
- Ποια μέτρα θα λάβει η Κυβέρνηση για τη στήριξη των 23 κρατικών αεροδρομίων και ειδικότερα του Ηρακλείου;
- Σε ποιες ενέργειες έχει προβεί ως προς την είσπραξη των παρακρατηθέντων δημόσιων εσόδων από τη Fraport;
- Εξετάζει η Κυβέρνηση το ενδεχόμενο οικονομικής ενίσχυσης των εταιριών διαχείρισης των αεροδρομίων, με διασφάλιση όμως, παράλληλα, των συμφερόντων του κράτους;
Ειδικά για το θέμα του «νομικού χαρακτηρισμού» απέναντι στις αερομεταφορές, ο Νίκος Ηγουμενίδης τονίζει ότι η Κυβέρνηση οφείλει να ξεκαθαρίσει τη θέση της και να μην αφήσει καμία σκιά απέναντι στο επίμαχο θέμα του νομικού χαρακτηρισμού που είναι κρίσιμο στο θέμα των αποζημιώσεων. Ο κόσμος οφείλει να γνωρίζει όλες τις πτυχές του θέματος και βεβαίως να διασφαλιστεί το δημόσιο συμφέρον και το συμφέρον των τοπικών κοινωνιών που συνδέονται ή θα συνδέονται με ένα αεροδρόμιο».