Προβληματισμός στον γερμανικό Τύπο για το άνοιγμα των σχολείων
Το άνοιγμα των σχολείων στη Γερμανία είναι το θέμα που απασχολεί σήμερα κατά κύριο λόγο τον γερμανικό Τύπο. Η Süddeutsche Zeitung γράφει: «Στα χαρτιά του υπουργού Παιδείας φαίνεται πανεύκολο: οι τάξεις θα χωριστούν, οι μαθητές και οι μαθήτριες θα πλένουν τα χέρια τους, θα κάθονται σε απόσταση ο ένας από τον άλλο κι έτσι θα ξεκινήσουν τα μαθήματα από τη Δευτέρα. Αλλά πώς θα γίνει αυτό; Ποιος θα προσέχει ότι δυο φίλοι που έχουν να ειδωθούν καιρό δεν θα κάτσουν δίπλα στο λεωφορείο; Σε τι ωφελεί τα θρανία να είναι σε απόσταση και στο διάλειμμα να πέφτει ο ένας πάνω στον άλλο; Υπάρχουν αρκετοί καθηγητές για επιτήρηση; Ποιος θα αποφασίζει εάν τα μέτρα είναι επαρκή;».
Και η εφημερίδα συνεχίζει: «Ίσως η χώρα να κάνει ένα λάθος με τη χαλάρωση των μέτρων. Ίσως οι πολιτικοί να έπρεπε να δώσουν περισσότερο χρόνο. Σε τι χρησιμεύει να ανοίξεις τα σχολεία όταν πάλι χρειαστεί να τα κλείσεις σύντομα και για μεγαλύτερο διάστημα από ότι μέχρι σήμερα; Θα είχε μεγαλύτερη σημασία να δοθεί προσοχή σε μαθητές με πιο περιορισμένες δυνατότητες ώστε να πάρουν δανεικούς φορητούς υπολογιστές και να έχουν τη δυνατότητα για βοηθητικό μάθημα μέσω τηλεδιάσκεψης. Η δικαιοσύνη στην παιδεία είναι πιο επιτακτική από μια δήθεν επιστροφή στην κανονικότητα».
Για το άνοιγμα των σχολείων και των παιδικών σταθμών η Frankfurter Allgemeine Zeitung έχει διαφορετική άποψη: «Ίσως ανήκει στις διαστροφές αυτού του ιού Sars-CoV-19 να απαιτεί τα περισσότερα από αυτούς που κινδυνεύουν λιγότερο. Τα παιδιά και οι έφηβοι διατρέχουν μειωμένο κίνδυνο να αρρωστήσουν βαριά και όμως πρέπει να περιοριστούν πολύ. Υπάρχει ο κίνδυνος μιας τεράστιας κοινωνικής έκρηξης. Οι γονείς φωνάζουν όλο και περισσότερο ότι εδώ και εβδομάδες κρατούν τα παιδιά στο σπίτι φυλακισμένα. Οι γιατροί υπενθυμίζουν τους κινδύνους από το κλείσιμο των παιδικών σταθμών και των σχολείων: ψυχολογική επιβάρυνση, διαφορές στην εκμάθηση της σχολικής ύλης, αντιπαραθέσεις στην οικογένεια μέχρι και άσκηση βίας. Και όλα αυτά χωρίς αξιόπιστα στοιχεία ότι υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης του ιού από τα παιδιά».
Εξωραϊσμένη η πραγματικότητα του κορωνοϊού στην Ελλάδα;
Με το θέμα της αντιμετώπισης της πανδημίας του κορωνοϊού στην Ελλάδα ασχολείται άρθρο στην εφημερίδα Nordwest. Το άρθρο αναφέρεται στον χαμηλό αριθμό κρουσμάτων και θανάτων από τον Covid 19, ωστόσο θεωρεί πως πίσω από όλα αυτά κρύβεται «ένας πολύ σκληρός υπολογισμός. Σ’ αυτόν όμως ελλοχεύουν και οι κίνδυνοι – μεταξύ άλλων και για τουρίστες που προσελκύονται με ανέντιμο τρόπο».
Το άρθρο κάνει λόγο για «εξωραϊσμένη πραγματικότητα» και αναφέρει: «Οι αριθμοί έχουν πολύ μικρή σχέση με την πραγματικότητα. Ο λόγος: μέχρι τις 26 Απριλίου, ακριβώς 60 ημέρες μετά το πρώτο διαπιστωμένο κρούσμα κορωνοϊού στην Ελλάδα, είχαν διενεργηθεί 64.608 εργαστηριακά τεστ. Αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 1.000 τεστ την ημέρα. Είναι γελοία χαμηλό. Ακόμη είναι άγνωστο πόσα τεστ έγιναν περισσότερες φορές σε έναν άνθρωπο. Η Ελλάδα στον τομέα του κορωνοϊού δεν έχει δυνατότητες για τεστ. Ο Μητσοτάκης, ο Τσιόδρας και οι υπόλοιποι ενεργούν με το σκεπτικό «χωρίς τεστ δεν υπάρχουν και κρούσματα».
Το άρθρο επισημαίνει πως ο πραγματικός αριθμός κρουσμάτων είναι πολύ υψηλότερος σε σύγκριση με τις χώρες που κάνουν πολλά τεστ και επισημαίνει πως πίσω από όλα αυτά κρύβεται η προσπάθεια προσέλκυσης τουριστών: «Πραγματικά η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ξεκινήσει να παρουσιάζει την Ελλάδα σαν έναν ιδανικό τουριστικό προορισμό για ξένους τουρίστες. Ο αντιπρόεδρος της ΝΔ Άδωνις Γεωργιάδης δεν παύει να διαλαλεί πως ‘η Ελλάδα θα είναι ο μεγάλος κερδισμένος της κρίσης στη φετινή τουριστική χρονιά’».
Και η εφημερίδα καταλήγει: «Συμπέρασμα: καμία άλλη χώρα στην Ευρώπη δεν εξαρτάται τόσο πολύ από τον τουρισμό όσο η Ελλάδα. Εάν δεν έρχονταν οι τουρίστες, οι οικονομικές συνέπειες για την Ελλάδα θα ήταν καταστροφικές. Μόλις η Ελλάδα είχε αρχίσει να ανακάμπτει. Αυτό για την Ελλάδα, τη βασίλισσα του χρέους στην Ευρώπη, είναι ένα σκληρό χτύπημα. Με τον ελληνικό μύθο για θριάμβους ενάντια στον κορωνοϊό θέλουν τώρα οι εξυπνάκηδες στην Αθήνα να σώσουν προφανώς ό,τι ακόμα σώζεται. Εάν κάτι τέτοιο είναι ανεύθυνο απέναντι στους τουρίστες, λίγο φαίνεται να τους νoιάζει».
Μαρία Ρηγούτσου, Deutsche Welle