Δήλωση της Νάνσυ Τζαβάρα, ΠΕ νοσηλεύτρια ΠΑΓΝΗ:
«Η συγκρατημένη αισιοδοξία της κυβέρνησης που αφορά την πορεία της νόσου και την αποδοτικότητα των μέτρων μπορεί να είναι αυτό που θέλουμε να ακούσουμε (και όντως να ισχύει σε αυτή τη φάση),δε μπορεί σε καμία περίπτωση όμως να εφησυχάζει.
Εμείς οι υγειονομικοί, αλλά και όλοι που χρησιμοποιούμε το σύστημα υγείας, ξέρουμε καλά ότι η χρόνια υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση οδηγούσε σε τεράστιες λίστες αναμονής των ραντεβού, των χειρουργείων στη προ κορονοιού εποχή. Με την τωρινή κατάσταση οι ελάχιστες επικουρικές προσλήψεις στα νοσοκομεία, οι μετακινήσεις συναδέλφων ανάμεσα στα τμήματα για να στελεχώσουν τα τμήματα πρώτης γραμμής αντιμετώπισης του ιού, μόνο ως μπαλώματα μπορεί να θεωρηθούν.
Όχι μόνο για την αντιμετώπιση του κορονοϊού αλλά και για την επόμενη μέρα.
Και μας νοιάζουν και τα δύο. Προφανώς προτεραιότητα είναι οι ασθενείς με εν δυνάμει νόσηση στον ιό αλλά υπάρχει και μεγάλη πληθώρα ασθενών που αυτή τη στιγμή δεν αντιμετωπίζονται στο νοσοκομείο. Οι ασθενείς με κακοήθεια είναι το τρανταχτό παράδειγμα, αφού -σύμφωνα με την Ελληνική Εταιρεία Ακτινοθεραπευτική Ογκολογίας- διαπιστώνεται πως έχουν μειωθεί κατά 1/3 τα ραντεβού των ακτινοθεραπειών, δηλαδή αναμονή έως και 4 μήνες.
Επίσης στο νοσοκομείο διενεργούνταν και πληθώρα προληπτικών εξετάσεων.
Οι ασθενείς δυσκολεύονταν και προ κορονοϊού να κλείσουν ραντεβού και να έχουν τη σωστή παρακολούθηση που πρέπει τόσο σε πρωτοβάθμιο όσο και σε τριτοβάθμιο επίπεδο. Ένας ασθενής που έκανε πχ να κλείσει ένα ραντεβού σε οφθαλμίατρο σχεδόν ένα χρόνο, μια κολποσκόπηση 8 μήνες, τώρα όταν θα μπορέσει να κλείσει ξανά τα ραντεβού, οι χρόνοι αυτοί θα είναι σαφώς μεγαλύτεροι, γιατί το προσωπικό παραμένει το ίδιο. Αντίστοιχα η περίφημη λίστα των χειρουργείων αριθμούσε 4500 ασθενείς μόνο στο ΠΑΓΝΗ, οπότε μπορούμε να καταλάβουμε πόσο θα έχει φτάσει τώρα αφού μόνο τα έκτακτα περιστατικά χειρουργούνται.
Πόσες κακοήθειες θα είχαμε προλάβει, πόση ποσότητα ζωής θα είχαμε δώσει, όχι με την προηγούμενη κατάσταση, αλλά με τη σωστή στελέχωση, οργάνωση και την αποκλειστικά δωρεάν λειτουργία του συστήματος υγείας.
Μπορεί το σύστημα υγείας σύμφωνα με την κυβέρνηση να αντέχει υπό την πίεση του κορονοϊού, επειδή ο λαός ακολούθησε τις οδηγίες των επιστημόνων για αυτοπεριορισμό, που κι αυτές δόθηκαν με κριτήριο την άθλια κατάσταση και τις μεγάλες ελλείψεις στα νοσοκομεία, εξαιτίας της διαχρονικής αντιλαϊκής πολιτικής στον τομέα της Υγείας αλλά στην πραγματικότητα σχεδόν όλη η τακτική παρακολούθηση των ασθενών στο νοσοκομείο έχει “παγώσει”. Και όσο αυτή η κατάσταση θα διαρκεί, και θα διαρκέσει μεγάλο χρονικό διάστημα σύμφωνα με τους ειδικούς, η επιδείνωση της υγείας του λαού θα είναι ραγδαία και θα φανεί πολύ άμεσα.
Και οι πανηγυρισμοί για τη «νίκη» επί του ιού θα αντικατασταθούν από έναν αγώνα ταχύτητας για τους υπόλοιπους ασθενείς. Τα φώτα της δημοσιότητας όμως θα έχουν σβήσει και η προώθηση των ασθενών (που ο όγκος θα είναι πια τεράστιος για να αντιμετωπιστεί στο υποστελεχωμένο δημόσιο νοσοκομείο) θα γίνεται πιο ξεκάθαρα και επιτακτικά είτε στη ιδιωτικοποιημένη λειτουργία του νοσοκομείου είτε στον ιδιωτικό τομέα.
Παράλληλα η προστασία των υγειονομικών είναι απαραίτητη όχι μόνο από τα σωστά και επαρκή υλικά, αλλά και συνολικά. Πολλοί συνάδελφοι είμαστε με χρόνια προβλήματα υγείας, με ανοσοκαταστολή, άρα είμαστε ευάλωτοι στον ιό. Οι ειδικές άδειες δίνονται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ενώ σε μια παρατεταμένη κατάσταση δε θα μπορούν να δοθούν. Το νέο επικουρικό προσωπικό είναι λίγο και θέλει χρόνο προσαρμογής στο νέο εργασιακό περιβάλλον.
Επομένως είναι μονόδρομος να διεκδικήσουμε το δικαίωμα μας για ένα δημόσιο και δωρεάν σύστημα υγείας, με αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης, πρόσληψη όλου του αναγκαίου μόνιμου προσωπικού όλων των ειδικοτήτων, μονιμοποίηση των επικουρικών και όλων των συμβασιούχων χωρίς όρους και προϋποθέσεις, πλήρη 24ωρη λειτουργία των ΚΥ στελεχωμένα με μόνιμο προσωπικό με επαρκή σύγχρονο εξοπλισμό, σταδιακή και με επιστημονικά δεδομένα επαναλειτουργία των εξωτερικών τακτικών ιατρείων, των χειρουργείων, των εργαστήριων καθώς επίσης και των κλινικών που συγχωνευτήκαν ή συρρικνώθηκαν.»