Με κείμενό τους στο Candiadoc, νέοι και νέες από την Ιεράπετρα, παίρνουν θέση για το περιστατικό αστυνομικής βίας που κατήγγειλε νεαρός πριν από λίγες ημέρες.
Δείτε: Καταγγελία νεαρού για άγριο ξυλοδαρμό από αστυνομικούς στην Κρήτη (Βίντεο & φωτο)
Στο κείμενό τους, αναφέρουν αναλυτικά:
Οι γράφοντες και γράφουσες το κείμενο είμαστε όλες γεννημένοι και μεγαλωμένοι στην Ιεράπετρα. Ακόμα και εάν πλέον δεν μένουμε μόνιμα σε αυτήν, εξακολουθούμε να διατηρούμε δεσμούς με αυτήν όχι μόνο με τις φυσικές επισκέψεις μας αλλά και μέσω των γονιών μας και των συγγενών μας που ζουν σε αυτήν έως σήμερα. Κυρίως οι δεσμοί μας οφείλονται στο ότι είναι μία πόλη η οποία μας διαμόρφωσε με τα καλά και με τα κακά της και εξακολουθεί να μας πονάει και να την νοιαζόμαστε.
Αφορμή για αυτό το κείμενο υπήρξε το πρόσφατο καταγγελθέν περιστατικό το οποίο έλαβε χώρα στην πόλη με τον ξυλοδαρμό του 25χρονου συνομηλίκου μας από την αστυνομία. Συγκεκριμένα, ο 25χρονος Γεραπετρίτης κατήγγειλε με μηνυτήρια αναφορά του τον ξυλοδαρμό και βασανισμό του από την αστυνομία τα ξημερώματα της 13ης Απριλίου. Το όλο περιστατικό ξεκίνησε λόγω της «αναίτιας» κατά τις αρχές παρουσίας του σε υπαίθριο χώρο στην περιοχή Κουτσουνάρι Ιεράπετρας εν μέσω της απαγορεύσης μετακινήσης λόγω καραντίνας. Ο Γιάννης κατήγγειλε την αυταρχική και αυθαίρετη συμπεριφορά των αστυνομικών, οι οποίοι τον οδήγησαν στο Α.Τ. Ιεράπετρας χειροδικώντας σε αυτόν, αρνούμενοι να του επιτρέψουν να καλέσει κάποιο οικείο του πρόσωπο, αφήνοντάς τον χωρίς νερό παρά τις σχετικές του παρακλήσεις, για να τον οδηγήσουν εν τέλει στην εισαγγελέα εντελώς ακινητοποιημένο (με χειροπέδες και με κράνος στο κεφάλι) με κατηγορίες άσκησης βίας κατά υπαλλήλου.
Η Ένωση Αστυνομικών Υπαλλήλων Λασιθίου έσπευσε την ίδια μέρα να διαψεύσει τα γεγονότα εκδίδοντας σχετικό δελτίου τύπου. Σε αυτό ο συλληφθείς αναφέρεται ως μέθυσος και αφήνεται μάλιστα ξεκάθαρα να εννοηθεί ότι είναι όχι απλά επικίνδυνος για τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά και για την ίδια τη κοινωνία της Ιεράπετρας, καθώς –σύφωνα με το δελτίο– πέρα από τους «αυτοτραυματισμούς» του, έφτυνε εντός του περιπολικού οχήματος. Παρόλα αυτά, με απαράμιλλο θάρρος και αυταπάρνηση, όπως αναφέρεται, οι αστυνομικοί κατάφεραν να τον σώσουν από τον ίδιο του τον εαυτό! Η ανακοίνωση, ουσιαστικά, συνεχίζεται με μεταστροφή των κατηγοριών από τους ίδιους τους αστυνομικούς προς το συλληφθέντα παρακάμπτοντας σημεία της καταγγελίας, στα οποία δεν γίνεται καν αναφορά. Κλείνοντας, η ένωση στέλνει τα συγχαρητήριά της, αλλά και την εγκάρδια στήριξή της προς τη στάση των αστυνομικών για το φιλότιμο και την ανοχή που επέδειξαν!
Το περιστατικό λαμβάνει χώρα σε μία ειδικότερη συγκυρία, κατά την οποία η εξέλιξη της πανδημίας έχει αυξήσει τα κρατικά μέτρα ελέγχου. Φυσικά δεν αμφισβητούμε καθόλου τη σοβαρότητα της κατάστασης, ούτε την ανάγκη για κατεπείγουσα αντιμετώπιση. Εννοείται πως κι εμείς έχουμε προσαρμόσει τις ζωές μας στα μέτρα πρόληψης της διασποράς του ιού και εφαρμόζουμε σχολαστικά τους κανόνες υγιεινής στην καθημερινότητά μας. Ωστόσο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι όλοι και όλες έχουμε περιοριστεί στους τέσεσερις τοίχους, έχουμε φέρει τις δουλειές μας μέσα σε αυτούς ή τις έχουμε χάσει, στερούμενοι το μοναδικό εισόδημά μας, ή και δουλεύουμε ακόμη σε συνθήκες συνωστισμού, χωρίς τα απαραίτητα μέτρα προστασίας. Επίσης, βιώνουμε το άγχος και το φόβο για εμάς και τους οικείους μας, ειδικά αφού δεν μπορούμε να τους επισκεφθούμε, και δεχόμαστε το βομβαρδισμό από ειδήσεις για κρούσματα και θανάτους. Μέσα σε όλα αυτά που βιώνουμε, το κράτος επιλέγει να μη ρίξει όλες τις δυνάμεις και τους πόρους στη στελέχωση των δημόσιων νοσοκομείων, των δομών Α΄/βάθμιας Φροντίδας Υγείας και των προγραμμάτων κατ’οίκον περίθαλψης (άλλωστε η πόλη μας το γνωρίζει πολύ καλά, αφού τα βγάζει πέρα με ένα νοσοκομείο στα όρια της κατάρρευσης). Επιλέγει, επίσης, να μη διευκολύνει τους ανέργους/ες που ακόμα έχουν ενοίκια και λογαριασμούς, εκείνους που ήταν και πριν άστεγοι, άποροι και τώρα έχουν έναν επιπλέον κίνδυνο για τις ζωές τους. Επιλέγει να μας καθιστά υπεύθυνους για τις ελλείψεις του, επιβάλλοντάς μας ακραίους –έως και παράλογους– περιορισμούς, αυξάνοντας την αστυνομική επιτήρηση και τιμωρώντας μας με πρόστιμα, τα οποία μεγάλη μερίδα του πλυθισμού αδυνατεί να πληρώσει. Επενδύει, δηλαδή, στον έλεγχο και την καταστολή και όχι στην προαγωγή της δημόσιας υγείας. Έτσι λοιπόν, η βόλτα του Γιάννη θεωρήθηκε άσκοπη μετακίνηση κι ο Γιάννης τιμωρήθηκε, ακόμη και αν δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος (συνωστισμός, συμπτωματικό άτομο) και παρόλο που είχαν τηρηθεί όλα τα μέτρα ασφαλείας (παραμονή σε καραντίνα, αποστάσεις κτλ). Πολλώ δε μάλλον δεν τιμωρήθηκε απλώς με το προβλεπόμενο από το νόμο πρόστιμο, αλλά με ξυλοδαρμό και βασανισμό, σε μία επίδειξη αυθαιρεσίας και κατάχρησης εξουσίας.
Η περίπτωση του Γιάννη δεν είναι μοναδική και ούτε πρέπει να θεωρείται ως τέτοια. Ανέκαθεν υπήρχε το ζήτημα της αστυνομικής αυθαιρεσίας. Ως τώρα, οι συνήθεις στόχοι της αστυνομικής βίας ήταν περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες, των οποίων η φωνή δύσκολα φτάνει στα αυτιά μας (όπως μετανάστες εργάτες, ρομά, άστεγοι, πρόσφυγες κ.α.). Από τώρα κι έπειτα, το εύρος των «παρανόμων» μεγαλώνει για να συμπεριλάβει τους ντόπιους και τις ντόπιες, που βγαίνουν ολομόναχοι και ολομόναχες να δουν λίγο ουρανό ή θάλασσα, τους συγγενείς μας που πάνε στα χωράφια και δεν έχουν δικαιολογία αποδεκτή από τους αστυνόμους, τους γείτονες που αναγκάζονται να δουλεύουν μαύρα και κανείς δεν τους δικαιολογεί τη μετακίνηση. Ο Γιάννης, και πολλοί/ες ακόμη, βρήκαν το θάρρος να καταγγείλουν τη βία που δέχθηκαν από τους κρατικούς λειτουργούς, γνωρίζοντας πως θα αμφισβητηθούν από την αστυνομία της οποίας ο λόγος δύσκολα σηκώνει αντιρρήσεις. Αναρωτιόμαστε πόσα άτομα να έχουν δεχθεί παρόμοια βία από την αστυνομία και σηκώνουν μόνα τους το βάρος των σωματικών και ψυχικών τραυμάτων.
Αναγνωρίζοντας το άδικο και το παράλογο, λοιπόν, δηλώνουμε τη στήριξη μας στο Γιάννη και του ευχόμαστε καλή τύχη και δύναμη στον επικείμενο δικαστικό αγώνα. Ελπίζουμε το κείμενό μας, γραμμένο με ευαισθησία και καλές προθέσεις, να λειτουργήσει ενδυναμωτικά προς όλους και όλες αυτήν την περίοδο της ανασφάλειας και να δώσει ελπίδα για ένα μέλλον χωρίς φόβο, χωρίς πόνο, με συμπάθεια και συμπόνια για το διπλανό μας.