Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, αλλά και πρόσφατη επιστημονική μελέτη εκφράζουν επιφυλάξεις που μπορεί να φέρουν ανατροπές στα πλάνα για χαλάρωση των μέτρων απαγόρευσης
Μιλώντας στη Γενεύη, η γιατρός του ΠΟΥ, Μαρία βαν Κερκόβε εξέφρασε ανησυχίες για τα τεστ αντισωμάτων εξαιτίας της έλλειψης στοιχείων αναφορικά με την ανοσία στον κορονοϊό.
Η Κερκχόβε ανέφερε χαρακτηριστικά «υπάρχουν πολλές χώρες που προτείνουν τη χρήση άμεσων ορολογικών τεστ για να μπορέσουν να εξακριβώσουν αυτό που θεωρούν ότι είναι το μέγεθος της ανοσίας. Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι η χρήση των τεστ αυτών μπορεί να καταγράψει την ανοσία των ατόμων ή ότι είναι προστατευμένοι από το να μολυνθούν ξανά. Αυτά τα τεστ αντισωμάτων μπορούν να μετρήσουν το μέγεθος της εξάπλωσης, αλλά τα αντισώματα δεν σημαίνουν ανοσία».
Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα με έναν νέο ιό, καθώς υπάρχουν πολλά που οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμη καταλάβει.
Τι καταγράφει η έρευνα του Στάνφορντ
Μελέτη ερευνητών του πανεπιστημίου Στάνφορντ έδειξε ότι η πορεία του ιού μπορεί να είναι 50 με 85 φορές μεγαλύτερη σε σχέση με τα επίσημα στοιχεία, κάτι που σημαίνει ότι οι άνθρωποι που έχουν τον Covid-19 μπορεί να είναι δεκάδες και εκατοντάδες φορές περισσότεροι.
Η μελέτη, σύμφωνα με την Εφημερίδα των Συντακτών, δόθηκε στη δημοσιότητα την Παρασκευή και περιλαμβάνει δείγματα από 3.330 ανθρώπους της κομητείας Σάντα Κλάρα, εντοπίζοντας ότι ο ιός ήταν 50 έως 85 φορές πιο συχνός.
Για να χαλαρώσουν τα αυστηρά μέτρα καραντίνας οι αξιωματούχοι υγείας πρέπει πρώτα να διευκρινίσουν πόσοι άνθρωποι έχουν μολυνθεί και οι μεγάλες έρευνες για την επέκταση του ιού σε μία περιοχή θα παίξουν κομβικό ρόλο, λένε οι ειδικοί.
«Αυτό έχει επιπλοκές στο να μάθουμε πόσο μπροστά βρισκόμαστε στην πορεία της πανδημίας» λέει στον Guardian, ο Έραν Μπεντέιβιντ, βοηθός καθηγητής ιατρικής στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο και προσθέτει «έχει επιπλοκές στα επιδημιολογικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται για να καθοριστούν οι πολιτικές και να υπολογιστούν τα μέσα που διαθέτουν τα συστήματα υγείας».
Η μελέτη αυτή είναι η πρώτη μεγάλης κλίμακας του είδους. Πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο αναγνώρισης αντισωμάτων σε υγιή άτομα, μέσω αιμοληψίας από δάχτυλο, η οποία καθόρισε εάν είχαν ήδη κολλήσει τον ιό και είχαν αναρρώσει.
Τη χρονική στιγμή που πραγματοποιήθηκε η μελέτη, στη Σάντα Κλάρα υπήρχαν 1.094 επιβεβαιωμένα κρούσματα και 50 θάνατοι. Όμως με βάση τον αριθμό των ανθρώπων που είχαν αντισώματα, είναι πιθανό ο πραγματικός αριθμός των κρουσμάτων να ήταν μεταξύ 48.000 – 81.000. Αυτό, επίσης, σημαίνει ότι ο κορονοϊός είναι ίσως λιγότερο θανατηφόρος από τις αρχικές εκτιμήσεις. Την Τρίτη το ποσοστό θνησιμότητας στις ΗΠΑ ήταν επισήμως 4,1% με το Στάνφορντ να εκτιμά ότι είναι μόλις 0,12% έως 0,2%.
Ορισμένοι, ερμηνεύοντας τη μελέτη, εκτιμούν ότι είμαστε πολύ πιο κοντά στην ανοσία της αγέλης απ΄ό,τι αναμενόταν. Αυτό θα επέτρεψε πιο άμεση χαλάρωση των απαγορευτικών μέτρων, όπως επιστροφή στην εργασία για πολλούς, μία στρατηγική που εφαρμόζεται ήδη στη Σουηδία. Όμως οι ερευνητές πίσω από αυτή τη μελέτη λένε ότι δεν χρειάζονται βιαστικά συμπεράσματα μέχρι να πραγματοποιηθεί περαιτέρω έρευνα.
Η ιδέα πως τα ευρήματα αυτά αποτελούν το διαβατήριο για επιστροφή στην κανονικότητα δεν θα πρέπει να επικρατήσει, καθώς δεν είναι ακόμη γνωστό εάν τα αντισώματα προστατεύουν εκείνους που τα έχουν και για πόσο καιρό.
Ακόμη και εάν επιβεβαιωθούν τα ευρήματα της μελέτης, μόλις το 3% του πληθυσμού έχει κορονοϊό, συνεπώς το 97% παραμένει σε κίνδυνο. Για να φτάσει ένας πληθυσμός στην ανοσία αγέλης θα πρέπει να αποκτήσει και να αναρρώσει από τον ιό τουλάχιστον το 50%.
Μένει, ακόμη, να διευκρινιστεί εάν όντως τα τεστ από τη Σάντα Κλάρα είναι αντιπροσωπευτικά για τις υπόλοιπες ΗΠΑ.
«Είναι κομβικής σημασίας να γίνουν αντίστοιχες μελέτες σε όλη τη χώρα» επισημαίνει ο Τζαγιάντα Μπατατσάρια, καθηγητής στο Στάνφορντ και συγγραφέας της έρευνας και προσθέτει «Είναι πολύ καθαρό ότι ο ιός έχει εξαπλωθεί περισσότερο σε ορισμένες περιοχές και το να καταλάβουμε την εξάπλωση των ιών σε κάθε περιοχή είναι βασικό στοιχείο στη χάραξη πολιτικής».
Υπάρχουν και άλλες μεγάλης κλίμακας έρευνες σε εξέλιξη. Το Εθνικό Ινστιτούτο υγείας πραγματοποιεί τεστ σε 10.000 ανθρώπους, ενώ το Μπέρκλεϊ θα εξετάσει άλλους 5.000 εθελοντές για να διαπιστώσει εάν έχει ή είχε κορονοϊό.