Είναι λίγο αγχωτικό να νοσήσεις σε μια ξένη χώρα που δεν έχεις πρεσβεία. Που δεν έχουμε κανέναν δικό μας, αν αρρωστήσουμε, να μας φέρει ένα πιάτο φαΐ στην πόρτα. Που το σύστημα Υγείας είναι υποτυπώδες». Τα λόγια αυτά ανήκουν στον Μάνο Μύτικα, κινηματογραφιστή, ο οποίος βρίσκεται εγκλωβισμένος στη Μιανμάρ. Είναι ένας από τους χιλιάδες Έλληνες που ξέμειναν στο εξωτερικό εν μέσω της πανδημίας και δεν ξέρουν τι πρέπει να κάνουν για να γυρίσουν πίσω. Όχι όμως με δική τους -ατομική- ευθύνη.
«Κάντε ό,τι καταλαβαίνετε» είναι εν ολίγοις το μήνυμα που αποκομίζουν οι πολίτες που επικοινωνούν με τις πρεσβείες και τα αρμόδια υπουργεία. Η αντιμετώπιση είναι η ίδια είτε βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από την Ελλάδα, όπως ο φωτορεπόρτερ της “Εφημερίδας των Συντακτών” Αλέξανδρος Σταματίου, ο οποίος βρίσκεται στη Βόρεια Μακεδονία, είτε στην Αγγλία, όπως η Κατερίνα, μεταπτυχιακή φοιτήτρια. Όλοι τους μεταφέρουν στην «Αυγή» την εντύπωση μιας κυβέρνησης που αδιαφορεί για τους πολίτες της. Που δεν έχει πλάνο επαναπατρισμού. Που τους αφήνει μετέωρους να βλέπουν να πετούν τα αεροπλάνα που ναυλώθηκαν από άλλες χώρες για τους δικούς τους πολίτες.
Κατερίνα, μεταπτυχιακή φοιτήτρια, εγκλωβισμένη στην Αγγλία: «Δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο ν’ ακολουθήσουμε»
Στην Αγγλία ήρθα τον Σεπτέμβριο να κάνω μεταπτυχιακό. Κρατάει έναν χρόνο συνολικά με τη διπλωματική, αλλά τα μαθήματα τελειώνουν νωρίτερα. Το συμβόλαιό μου για το σπίτι που νοικιάζω λήγει τώρα, τον Απρίλιο. Αλλά η σπιτονοικοκυρά μου είπε ότι μπορώ να μείνω κι άλλες μέρες πληρώνοντας το επόμενο ενοίκιο.
Όταν ξέσπασε όλο αυτό, προσπάθησα να κρατήσω την ψυχραιμία μου, να μην ενδώσω στον πανικό. Η συγκάτοικός μου έδωσε 500 ευρώ κι έφυγε σε μια νύχτα. Ακόμη δεν ξέραμε τι έκταση θα πάρει. Μετά, βέβαια, κλείσανε τα σύνορα πάρα πολύ σύντομα και αποκλείστηκα.
Η πρεσβεία έβγαλε μια ανακοίνωση να συμπληρώσουμε μια φόρμα, την οποία και συμπλήρωσα. Ήταν λίγο παράξενη, ήθελε αριθμό διαβατηρίου. Δίνοντας όλα αυτά τα στοιχεία, ανησύχησα μήπως έχουμε την τύχη των παιδιών από την Ισπανία, που βρέθηκαν ξαφνικά να μένουν έγκλειστοι σε ξενοδοχείο χωρίς να έχουν προηγούμενη ενημέρωση.
Έπαιρνα τηλέφωνο στην πρεσβεία και έβγαινε συνέχεια ο αυτόματος: Πατήστε 1, 2, 3… Προσπάθησα δυο-τρεις φορές, δεν κατάφερα να πιάσω οποιαδήποτε γραμμή. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι μάλλον αυτό το τηλέφωνο δεν λειτουργεί. Τους έστειλα δυο-τρία e-mails. Κάποια στιγμή μου απάντησαν. Μετά από μέρες. Προσπαθούσα να παρακολουθώ τις ανακοινώσεις που έβγαζαν. Δεν έδιναν περισσότερη ενημέρωση.
Συμπλήρωσα μια δεύτερη φόρμα. Για τον κόσμο που δεν έχει δυνατότητα να μείνει στην Αγγλία, είτε για οικονομικούς, είτε για ιατρικούς είτε για άλλους λόγους. Αφού συμπλήρωσα την αίτηση, μου ζήτησαν πιστοποιητικό διαμονής, το συμβόλαιο του σπιτιού και βεβαίωση από το πανεπιστήμιο. Αφού μου ζήτησαν στη συνέχεια ένα από τα έγγραφα που είχα ξεχάσει να επισυνάψω, δεν μου απάντησαν ποτέ ξανά.
Το Σάββατο έφυγε ένα αεροπλάνο από δω. Δεν ξέρω με τι κριτήρια. Μου είπαν ότι δεν γίνεται να μου απαντήσουν και ότι υπάρχει μια αρμόδια επιτροπή. Έμαθα ωστόσο ότι είχαν φύγει μόλις δύο πτήσεις, αντί για τέσσερις που είχε ακουστεί, με 160 άτομα σύνολο, την ώρα που υπάρχει ανάγκη για 5.000 κόσμο. Για ποιον λόγο μόνο δύο αεροπλάνα; Επίσης, τηρούνται τα μέτρα ασφαλείας; Υπάρχουν κάποια μέτρα απόστασης μεταξύ των επιβατών.
Γενικώς δεν υπάρχει μια ενημέρωση. Επικρατεί μια αδιαφάνεια.
Δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο που να λέει “θα ακολουθήσετε αυτήν τη διαδικασία”. Αισθάνομαι τελείως μετέωρη. Δεν ξέρω αν θα πρέπει να φύγω αύριο ή σε δύο εβδομάδες. Δεν ξέρω αν θα πρέπει να πληρώσω για τις πτήσεις. Δεν ξέρω πόσα πράγματα θα μπορώ να πάρω μαζί μου. Έχω φέρει τόσα και τόσα βιβλία. Είναι πολύ δύσκολο να οργανώσω κάτι στο κεφάλι μου.
Μάνος Μύτικας, κινηματογραφιστής, εγκλωβισμένος στη Μιανμάρ: «Πιστώνονται τους επαναπατρισμούς ενώ για να γυρίσουμε, κάνουμε τα πάντα μόνοι μας»
Ξεκινήσαμε το ταξίδι μας πολύ καιρό πριν ξεσπάσει ο ιός οπουδήποτε. Ακόμη και στην Κίνα. Φύγαμε από την Αθήνα τον Οκτώβριο και ξεκινήσαμε το ταξίδι μας σε διάφορες χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας για ένα κινηματογραφικό πρότζεκτ, το “Discover Humanity” (Ανακαλύψτε την ανθρωπότητα). Στις αρχές Ιανουαρίου κλείσαμε τα εισιτήρια επιστροφής μας για τις αρχές Απριλίου.
Στα μέσα Μαρτίου, μετά από άκαρπη προσπάθεια επικοινωνίας με τα αρμόδια υπουργεία στις αρχές του μήνα για να μάθουμε αν θα κλείσουν τα σύνορα, αποφασίσαμε να μετακινηθούμε από το Λάος στη Μιανμάρ. Και στις δύο χώρες δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα κρούσματα ούτε είχαν ληφθεί μέτρα.
Κάποιες άλλες χώρες όμως είχαν αρχίσει εκείνη την περίοδο να οχυρώνονται και να κλείνουν η μία μετά την άλλη τα σύνοράτους. Μετά από λίγο η αεροπορική εταιρεία με την οποία θα επιστρέφαμε μας ενημέρωσε ότι ακυρώνει τις πτήσεις. Προσπάθησα λοιπόν να επικοινωνήσω ξανά με το υπουργείο, όπου τους είπα ότι δεν χρειαζόταν να γυρίσω άμεσα αν έκριναν προτιμότερο να παραμείνω. Δεν πούλησα δράμα. Με παρέπεμψαν στην πρεσβεία.
Στη Μιανμάρ όμως δεν έχει πρεσβεία η Ελλάδα. Οπότε επιχείρησα να επικοινωνήσω μ’ εκείνη της Ταϊλάνδης. Τους έστειλα e-mail, δεν μου απάντησαν. Μετά από κάποιες ημέρες, στις 25 Μαρτίου, τους πήρα σε ένα τηλέφωνο έκτακτης ανάγκης. Τότε εμφανίστηκαν τα δυο-τρία πρώτα κρούσματα. Η χώρα έδειχνε έτοιμη να πάρει μέτρα. Η απάντηση όμως στο τηλέφωνο που έκανα ήταν «Ρε φίλε, σήμερα έχουμε αργία. Πάρε το πρωί, στείλε e-mail»…
Πληροφορηθήκαμε ότι πράγματι θα κλείσουν όλα. Πακετάραμε και κάναμε ταξίδι δεκαοκτώ συνεχόμενων ωρών από το Λόι Κάου μέχρι τη Γιανγκόν, μεγάλη πόλη και πρώην πρωτεύουσα της Μιανμάρ, ώστε να προλάβουμε να μπούμε σε πτήση. Και οι τριάντα που ήταν προγραμματισμένες ακυρώθηκαν. Οι μόνες που γίνονταν ήταν πτήσεις εκτάκτου ανάγκης, εκτός από μία για Ταϊλάνδη. Χρειαζόταν ωστόσο να έχουμε χαρτί από νοσοκομείο που θα βεβαίωνε ότι ήμασταν υγιείς. Οπότε ξεκίνησε ένας νέος αγώνας δρόμου να προλάβουμε μέσα σε οκτώ ώρες να εξεταστούμε και να πάρουμε το χαρτί. Το χαρτί το πήραμε, αλλά δεν καταφέραμε ποτέ να επιβιβαστούμε, γιατί πολύ απλά δεν χωρούσαμε. Όλοι όσοι έχασαν τις ακυρωμένες πτήσεις της ημέρας ήθελαν να πάρουν την ίδια πτήση.
Η Ελβετία έστειλε απευθείας αεροπλάνο και πήρε τον κόσμο της. Η Μαλαισία το ίδιο. Η Ελλάδα φαίνεται ότι δεν έχει καμία διάθεση και κανένα σχέδιο να επαναπατρίσει τον κόσμο. Σου λένε μίλα με την πρεσβεία σου εκεί και τέλος. Ούτε να κανονίσουν να μπεις σε πτήση τσάρτερ άλλης χώρας, ούτε να σου καλύψουν το κόστος, ούτε να σου προτείνουν τρόπο να γυρίσεις πίσω.
Το κακό είναι ότι είμαι σε ένα μέρος που ποτέ δεν έχει απευθείας σύνδεση. Για να επιστρέψεις, πρέπει να πας πρώτα σε άλλη χώρα. Για να επιβιβαστούμε σε μια πτήση ανάγκης, εφόσον περισσεύουν θέσεις, θα πρέπει να έχουμε εξασφαλίσει ότι μπορούμε να φύγουμε μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες, γιατί οι χώρες υποδοχής, όπως η Ταϊλάνδη, δεν επιτρέπουν πλέον την παραμονή σου για παραπάνω διάστημα.
Ο περιορισμός σού δημιουργεί το εξής πρόβλημα: αν ακυρωθεί μία από αυτές τις πτήσεις που θα σε οδηγήσουν στην Ελλάδα, χάνονται μετά όλα τα εισιτήρια. Κάθε απόπειρα μπορεί να σου κοστίσει 2.000 ευρώ, καθώς τα χρήματα δεν επιστρέφονται, αλλά δίνεται μόνο ένα voucher που μπορείς να εξαργυρώσεις με εισιτήριο για επόμενη πτήση. Αν ακυρωθεί και η επόμενη, τι κάνεις, συλλογή από vouchers;
Είμαι ο μοναδικός Έλληνας στη Μιανμάρ. Καλά θα κάνει το κράτος να μην σκεφτεί εμένα πρώτα. Δεν είναι όμως ότι ζούσα εδώ, είχα μια δουλειά και θέλω απλά να γυρίσω στη χώρα. Αν μείνω εδώ για δύο, τρεις, τέσσερις μήνες, θα καταστραφώ οικονομικά. Πώς θα ζήσω χωρίς εισόδημα εν μέσω πανδημίας, πώς θα συνεχίσω να τρώω; Ο χρόνος παίζει ρόλο.
Είναι λίγο αγχωτικό να νοσήσεις σε μια ξένη χώρα που δεν έχεις πρεσβεία. Που δεν έχουμε κανέναν δικό μας, αν αρρωστήσουμε, να μας φέρει ένα πιάτο φαΐ στην πόρτα. Που το σύστημα Υγείας είναι υποτυπώδες.
Το βιοτικό επίπεδο είναι πολύ χαμηλό. Υπάρχουν πολλοί φτωχοί και άστεγοι. Αν ο ιός εξαπλωθεί, θα γίνει μακελειό. Η κυβέρνηση βάζει νιπτήρες στον δρόμο για να πλένει τα χέρια του ο κόσμος, αλλά παραδέχεται ανοιχτά ότι δεν έχει την επάρκεια ώστε να αντιμετωπίσει μια εσωτερική πανδημία. Έπειτα, αν η χώρα γίνει κάποια στιγμή «κόκκινη» λόγω μεγάλης αύξησης των κρουσμάτων, ακόμη κι αν οι υπόλοιπες χώρες έχουν επιστρέψει στην κανονικότητα, δεν θα μας δέχονται πλέον. Όπως δεν δέχονται τώρα τον κόσμο που θέλει να έρθει από την Ιταλία.
Η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να μας γυρίσει πίσω. Αλλιώς να μην πιστώνεται τους επαναπατρισμούς αυτών που γυρνάνε μόνοι τους.
Αλέξανδρος Σταματίου, φωτορεπόρτερ, εγκλωβισμένος στη Βόρεια Μακεδονία: «Για 240 γαμημένα χιλιόμετρα»
Γυρνώντας από τον Έβρο, όπου πήγα να κάνω το ρεπορτάζ, αντί να γυρίσω αριστερά για την Αθήνα, αποφάσισα να πάω προς τα πάνω. Τότε ήταν η αρχή της πανδημίας, αλλά δεν ήταν τόσο άγρια τα πράγματα. Ήταν πριν σαράντα μέρες περίπου και είπα να πάω στα Σκόπια να κάνω ένα ρεπορτάζ γιατί περίμενα να καταφτάσουν μεγάλα κύματα προσφύγων. Μια Ειδομένη νούμερο δύο. Ξέρουμε πολύ καλά πόσο γρήγοροι είναι οι διακινητές και πόσο καλά τους μεταφέρουν.
Επιπλέον, στον Έβρο απειληθήκαμε από παραστρατιωτικές παρακρατικές ομάδες, από την υποτιθέμενη εθνοφυλακή. Έβγαζαν τα G3 AE μέσα στα καφενεία και είχαν μοιράσει λίστες με τα ονόματά μας για να ξέρουν ποιοι είμαστε. Ο Κώστας Πλιάκος, αφού γύρισε πίσω από τον Έβρο, μου είπε: «Ρε μαλάκα, ακόμα στον Έβρο είσαι; Γύρνα πίσω όπως είσαι, μας έχουν στιγματίσει είμαστε στοχοποιημένοι». Αυτός έφαγε και ξύλο κιόλας, εγώ έφαγα μόνο απειλές. Τότε έφτασα στη Θεσσαλονίκη. Οι δικοί μου φίλοι με προέτρεψαν να πάω καλύτερα στα Σκόπια, γιατί παλιότερα είχα δεχτεί φασιστική επίθεση. Δεν σκεφτόμασταν τότε τον κορωνοϊό.
Μίλησα με την ελληνική πρεσβεία και τον εκπρόσωπο του γραφείου Τύπου εδώ πέρα. Το μόνο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε για σένα, μου είπαν, είναι «τίποτα».
Ξαναμίλησα με το προξενείο και τον επικεφαλής του γραφείου Τύπου. Η ανταπόκριση ήταν ανάλογη: «Τι θέλεις τώρα εσύ από εμάς;» Μου λένε ότι δεν υπάρχει τρόπος να κατέβεις στην Ελλάδα. Δεν υπάρχουν λεωφορεία, τρένα, τίποτα. Μόνο αν έχεις λεφτά, πάρε ένα ταξί και μετά πέρασε τα σύνορα με τα πόδια. Έμαθα ότι όλο αυτό σημαίνει 400 ευρώ τουλάχιστον. Για 240 γαμημένα χιλιόμετρα!
Οι μοναδικοί άνθρωποι που ενδιαφέρθηκαν να με βοηθήσουν είναι οι φίλοι μου οι γιατροί, με επικεφαλής τη Μαρία Ντάσιου. Άνθρωποι που είναι στην πρώτη γραμμή, που υποαμείβονται, αλλά προσφέρθηκαν να συγκεντρώσουν λεφτά και να μου τα στείλουν για να κατέβω.
Μένω στο σπίτι μιας φίλης με την οποία γνωριζόμαστε είκοσι πέντε χρόνια. Μένουμε κλεισμένοι σε μια γκαρσονιέρα. Εάν δεν ήταν οι Bορειομακεδονίτες, εάν δεν είχα τους ανθρώπους μου εδώ πέρα, θα ήμουν σ’ ένα παγκάκι. Με τις φωτογραφικές μου μηχανές και την τσάντα μου για μαξιλάρι. Μου παίρνουν τσιγάρα, την μπιρίτσα μου, φαγητά να φάω.
Οι άνθρωποι στον Τύπο, οι φωτογράφοι, δεν ήμασταν έτσι μαθημένοι. Στη Σερβία, στη Βοσνία και παντού παλιότερα ήμασταν ενωμένοι. Ήμασταν στο «ρε μαλάκα, πού είσαι» και μου μίλαγε ο πρόξενος ή ο ίδιος ο πρέσβης. Ή το γραφείο Τύπου. Ιδιαίτερα το γραφείο Τύπου. «Πού είσαι, τι κάνεις; Ζεις; Υφίστασαι;» Τώρα δεν γίνεται ούτε μισό τηλεφώνημα.
Ερώτηση από 43 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ
Το θέμα στη Βουλή έφεραν χθες 43 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ρωτώντας «πόσα αιτήματα επιστροφής και σε ποιες χώρες, αναλυτικά, δεν έχουν ακόμη ικανοποιηθεί», όπως και «βάσει ποιων ακριβώς αντικειμενικών κριτηρίων έχει γίνει η επιλογή όσων έχουν μέχρι σήμερα επαναπατριστεί». Ρωτούν επίσης «από ποιο όργανο και με ποια διαδικασία έχουν τεθεί τα κριτήρια αυτά», αλλά και «ποιος είναι ο σχεδιασμός για την ικανοποίηση των εκκρεμών αιτημάτων επιστροφής και ποια άμεσα μέτρα πρόκειται να ληφθούν». Τέλος, ρωτούν «ποιος είναι ο συντονισμός που βρίσκεται σε εξέλιξη με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ώστε να επιτευχθεί ο επαναπατρισμός Ελλήνων και από περιοχές όπου δεν υφίστανται προξενικές αρχές της χώρας μας».