Γράφει ο φιλόλογος
Μανόλης Αστυρακάκης
Με τη Μηχανή του Χρόνου ας πάμε πίσω 2435 χρόνια ακριβώς, στο ολέθριο (για τους Αθηναίους) έτος 415 π.Χ.
Οι Αθηναίοι ξετρελαμένοι ετοιμάζονται για μια υπερπόντια εκστρατεία κατά των Συρακουσών στη Σικελία.
Τότε η Αθήνα ήταν υπερδύναμη στον Μεσογειακό χώρο. Είχε προηγηθεί η χρυσή περίοδος του Περικλή, τότε που η Αθήνα βρέθηκε στο κορύφωμα του μεγαλείου της. Είχε ιδρύσει την Αθηναϊκή Συμμαχία, κάτι σαν την Ατλαντική Συμμαχία να πούμε. Κοίτα να δεις περίεργες συμπτώσεις, παιγνίδια που αρέσουν στον τροχό της Ιστορίας! Στο άρμα της Συμμαχίας είχαν προσδεθεί περίπου 150 ελληνικές πόλεις, που απλώνονταν στο χώρο της κεντρικής και ανατολικής Μεσογείου, πόλεις με δημοκρατικό πολίτευμα. Αντίπαλο δέος ήταν η Σπάρτη με τους δορυφόρους της, ήταν ο μπαμπούλας της εποχής.
Η Συμμαχία είχε αναλάβει τον ιστορικό ρόλο να υπερασπιστεί την ελευθερία των πόλεων, και τη δημοκρατία, βεβαίως, βεβαίως! Η Αθήνα είχε την απόλυτη κυριαρχία. Οι πόλεις πλήρωναν φόρους, για να απολαμβάνουν την υψηλή προστασία της Αθήνας.
Κι εκεί που πήγαιναν όλα μέλι-γάλα, οι Αθηναίοι διέπραξαν το μεγάλο λάθος. Αποφάσισαν να τελειώνουν μια και καλή με τη Σπάρτη. Λοιπόν, ο πόλεμος ήταν ο μονόδρομος. Στο άψε σβήσε άναψε και φούντωσε ο ολέθριος πελοποννησιακός πόλεμος. Δεν είναι υπερβολή αν πούμε ότι αυτός ο εμφύλιος σπαραγμός ήταν η απαρχή των δεινών της Ελλάδας!
Η αλαζονεία της υπερδύναμης και η υπερφίαλη νοοτροπία που πηγάζει από το δίκαιο του ισχυρού εξώθησαν τους Αθηναίους να πάρουν ολέθριες αποφάσεις και να αιματοκυλίσουν την Ελλάδα. Και δυστυχώς τότε στην Αθήνα είχαν επικρατήσει πολιτικοί φιλόδοξοι και διεφθαρμένοι, και πρώτος απ΄όλους ο Αλκιβιάδης, ο οποίος κατάφερε, με δολοπλοκίες, με συκοφαντίες, με εξαγορά ρητόρων, να παρασύρει τους Αθηναίους στην πιο ολέθρια απόφασή τους, να εκστρατεύσουν στη Σικελία εναντίον των Συρακουσών, και μάλιστα μιας πόλης με δημοκρατικό πολίτευμα. Τόση αφροσύνη τους κυρίεψε όλους, λες και θα έκαναν ταξίδι αναψυχής, «καί ἔρως ἐνέπεσε τοῑς πᾱσιν ὁμοίως ἐκπλεῡσαι», όπως λέει ο Θουκυδίδης.
Η εκστρατεία αυτή ήταν η ταφόπλακα για τους Αθηναίους. Η κατρακύλα δεν είχε όρια, το ένα σφάλμα μετά το άλλο, «μωραίνει Κύριος, ὅν βούλεται ἀπολέσαι». Μάταια ο συνετός Νικίας, που από την αρχή είχε αντιρρήσεις για τον πόλεμο, έστελνε επιστολές, ικετεύοντας τους Αθηναίους να συνθηκολογήσουν. Η πανωλεθρία των Αθηναίων στη Σικελία ήταν απερίγραπτη. Εκεί τα έχασαν όλα, «ούδέν ἐστιν ὅ,τι οὐκ ἀπώλετο»! Το άνθος της νεολαίας της Αθήνας επέπρωτο να αφανιστεί σε τόπο της διασποράς των Ελλήνων! Πιάστηκαν αιχμάλωτοι περίπου 7.000. Από αυτούς οι πιο πολλοί ρίχτηκαν στα λατομεία των Συρακουσών, όπου πέθαιναν από τις φρικτές κακουχίες. Άλλοι πουλήθηκαν ως δούλοι και άλλοι περιπλανιόνταν εδώ κι εκεί στη Σικελία, ενδεείς και αξιοθρήνητοι.
Και τότε, όπως διηγείται ο Πλούταρχος, πάνω στην παραζάλη και στην αγριότητα του πολέμου συνέβη κάτι συνταρακτικό, που αποκάλυπτε μια άλλη ανθρώπινη πτυχή, που έδινε μια νότα ανθρωπιάς, πολιτισμού, ημερότητας ήθους. Μερικοί Αθηναίοι, στα λατομεία ή στη σκλαβιά, μέσα στην απελπιστική δυστυχία τους, αναπολούσαν τις όμορφες στιγμές της περασμένης ζωής τους στην Αθήνα, με τις ανέσεις τους, τα ωραία οικοδομήματα, τις θεατρικές παραστάσεις, τα συμπόσια, τις συνελεύσεις τους στην Πνύκα. Τους έπιανε το παράπονο και άρχιζαν να τραγουδούν τα τραγούδια των μεγάλων ποιητών τους, και κυρίως του Ευριπίδη, τραγούδια για την πατρίδα, για την ειρήνη, για τον έρωτα, για την ξενιτιά. Στο άκουσμά τους οι Σικελοί μαγεύονταν, γοητεύονταν, και σαν ΄Ελληνες της διασποράς ένιωθαν τη νοσταλγία μιας μακρινής πατρίδας. Ήθελαν να ακούσουν, να μάθουν και να τραγουδήσουν τα τραγούδια των ποιητών της Αθήνας, και πιο πολύ του Ευριπίδη. Και γεμάτοι θαυμασμό, καθώς έδιναν ελευθερία στους αιχμάλωτους Αθηναίους, τους παρακαλούσαν, όταν γυρίσουν στην Αθήνα, να ευχαριστήσουν τον ποιητή!
Πολυ ομορφο κειμενο, ευχαριστουμε!