Του Ευάγγελου Κωνσταντέλου
Η εικόνα της Ελλάδας, όπως παρουσιάστηκε την τελευταία δεκαετία από την κρίση μέχρι σήμερα, είναι μια εικόνα μη αλήθειας. Μία εικόνα παρακμής, μια εικόνα αντιδραστικής, οπισθοδρομικής κοινωνίας. Κι όμως όλα αυτά, και άλλα τόσα αρνητικά, αποτελούν κυρίως χαρακτηριστικά μιας μικρής, εκφυλισμένης, trash κοινωνίας, που παρασιτικά προσπαθεί και σε κάποιο επίπεδο το πετυχαίνει, να ηγεμονεύει με το να διαβάλλει το λαό. Βασικό εργαλείο είναι η πληροφορία και η άρνηση να ειπωθεί η κυριολεξία της αλήθειας. Η κοινωνία δικάζεται από μικρόνοες αλλά καλά πληρωμένους δημοσιογράφους και από τα κανάλια, που τώρα πια έχουν ξεπεράσει την προπαγάνδα, το λαϊκισμό, τη δημαγωγία και την ανειλικρίνεια.
Η κυριολεξία της αλήθειας ήταν πάντα γνώρισμα ανθρώπων γενναίων καταρχήν, αλλά κυρίως αποτελούσε αρετή βαθιά φιλοσοφημένων και καθαρών ατόμων και ομάδων, που ένιωθαν μια αγωνία και είχαν επίγνωση της ιστορίας τους και του πολιτισμού, μέσα στον οποίο υπάρχουν και αναπτύσσονται. Η πιο διάσημη δίκη τέτοιου συμβόλου ήταν η δίκη του Σωκράτη και η πιο διάσημη κυριολεξία της αλήθειας ήταν στην απολογία του μεγάλου φιλοσόφου. Ως γνωστόν, η απολογία του Σωκράτη διασώζεται από τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα, οι οποίοι έδωσαν διαφορετική διάσταση ο καθένας στο πνεύμα του λόγου του μπροστά στους δικαστές. Από τη μια μεριά ο Σωκράτης, στην πλατωνική Απολογία, θεωρεί τόσο τον εαυτό του όσο και τους δικαστές του αθώους. Είναι ένας λόγος κοινωνικά ευαίσθητος, κατά τον οποίο κανένας δε φταίει, ούτε οι νόμοι, ούτε η δικαιοσύνη, ούτε ο κόσμος τίθεται υπό αμφισβήτηση. Ο Σωκράτης, φαίνεται να έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στην κοινωνία για τις αξίες, το κύρος και τη δύναμη που χρειάζεται η θεμελίωση μιας δημοκρατίας, μιας απόλυτης πεποίθησης ότι είναι το καλύτερο δημιούργημα της ανθρώπινης κοινωνικής συνύπαρξης. Έτσι με συγκαταβατικό τρόπο και γαλήνη στην ψυχή του, δικαιολογεί με τη στάση του μέχρι και τους συκοφάντες του, που με τόση ευκολία τον αδίκησαν. Κανένας δεν είναι κακός λοιπόν για το Σωκράτη, αφού και οι κακοί συκοφάντες τόσα ξέρουν, τόσα λένε, τόσοι ήταν. Το ζήτημα δεν είναι να σώσει τη ζωή του, αλλά τις ιδέες του, υπερβαίνοντας και την αλήθεια την ίδια, διαφυλάττοντας την ουσία της μέσα στο χρόνο. Ο Σωκράτης είναι σχεδόν θεϊκός στον Πλάτωνα, ο οποίος είναι θύμα της άγνοιας των κατηγόρων του. Από την άλλη μεριά, ο Σωκράτης του Ξενοφώντα είναι ένας γήινος, απλός και ενάρετος σοφός γέροντας, που έπεσε θύμα παρεξήγησης και καταδικάστηκε, επειδή δεν δέχτηκε να απαρνηθεί τις αρχές του και μίλησε περήφανα μπροστά στους δικαστές του.
Όλη η ζωή και η διδασκαλία του Σωκράτη ήταν μια ειρωνεία. Ήταν εριστικός και ενοχλητικός και όπως χαρακτηρίζει ο ίδιος τον εαυτό του, ήταν μια αλογόμυγα «πάνω σε άλογο μεγαλόσωμο και καθαρόαιμο, νωθρό, όμως εξαιτίας του όγκου του, χρειάζεται μία αλογόμυγα να το ξυπνάει. Σαν κάτι τέτοιο μου φαίνεται, πως ο θεός με έβαλε στην πόλη, για να μη σταματάω όλη μέρα να ξυπνάω και να διαφωτίζω και να επιπλήττω τον καθένα σας, πηγαίνοντας να καθίσω δίπλα του, όπου και αν πάει». Τόσο στον Πλάτωνα όσο και στον Ξενοφώντα όμως, σε κάποια στιγμή της Απολογίας του, η αλήθεια δεν μπορεί να ειπωθεί ούτε με ειρωνείες ούτε με εριστικό τρόπο. Αποφασίζει λοιπόν να πει την αλήθεια με τρόπο κυριολεκτικό. Γυρνά στους δικαστές και στο λαό και τους υπενθυμίζει ότι τους ευεργέτησε και του χρωστούν ευγνωμοσύνη. Τους υπενθυμίζει με γενναιότητα αυτό που είχαν όλοι στο μυαλό τους, λέγοντας, ότι «εγώ δεν απολογούμαι για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, όπως θα νόμιζε κανείς, αλλά για να υπερασπιστώ εσάς, μη τυχόν και καταδικάζοντάς με διαπράξετε ολέθριο σφάλμα απέναντι στο δώρο του θεού σε σας».
Η αλήθεια δεν αρκεί απλά να ειπωθεί. Πρέπει να είναι τόσο απόλυτη, όσο η κυριολεξία που τη θεμελιώνει. Ο Σωκράτης παρέδωσε αυτή την απολυτότητα της αλήθειας, που λίγοι φιλόσοφοι υπογράμμισαν (Kierkegaard κτλ.), αλλά μόνο ο Βάρναλης θα τη δει με τέτοιο τρόπο, ώστε να αναδείξει τη σαπίλα της ταξικής κοινωνίας και να προβάλει την επαναστατική της φύση. Ο καλλιτεχνικός τρόπος του Βάρναλη θα δείξει τον κόσμο διαφορετικά, με έναν κομμουνιστικό τρόπο, από τον αστικό κόσμο της κοινωνικής εκμετάλλευσης αλλά και της κοινωνικής ανατροπής. Η κυριολεξία του Βάρναλη φτάνει στα επίπεδα της αυτοσυνειδησίας και της επίγνωσης της ταξικής φύσης της δίκης. Η δίκη αυτή είναι η καταδίκη του κάθε ανθρώπου και δεν μπορεί να αγνοήσει τις αιτίες, που οδήγησαν το Σωκράτη ενώπιον των δικαστών του. Η πολιτική σκοπιμότητα διαστρεβλώνει την δικαιοσύνη, που ενεργεί ως όργανο της κάθε εξουσίας. Έτσι παύει να είναι απολογία, παύει να είναι μια απλή υποκειμενική αλήθεια και μεταμορφώνεται σε ένα απόλυτο κυριολεκτικό «κατηγορώ» για τους διεφθαρμένους εκπροσώπους της κοινωνίας και της δικαιοσύνης, τους εξουσιαστές που καταδυναστεύουν το λαό, τη θρησκοληψία, την υποταγμένη και δουλική διανόηση, την παθητικότητα και μοιρολατρία του λαού, ενώ είναι ο μόνος που μπορεί να καθαρίσει την κοινωνία και να προσδώσει το δικό του νόημα στα δημιουργήματά του.
Σήμερα σε απολογία καλείται ο λαός από αυτούς που σπαταλούν το δημόσιο χρήμα για να δημιουργήσουν ένα σύστημα-υβρίδιο, το οποίο θα ελέγχουν συγκεκριμένοι άνθρωποι. Ταΐζουν ό,τι παράσιτο υπάρχει και αναπτύσσεται παρά φύσιν στη δημόσια σφαίρα, κατηγορώντας και διώκοντας όσους όχι απλά λένε την αλήθεια, αλλά κυριολεκτούν παλεύοντας να την φτάσουν στο φυσικό δικαστή. Η κυβέρνηση έχει πάψει προ πολλού να θεωρείται απλά μια κακή και ανάλγητη ομάδα ανθρώπων. Είναι εχθροί του λαού, που απαιτούν να του φορτώσουν κατηγορίες, ενοχές και να του δείχνουν με το δάχτυλο κάθε φορά τους λόγους, για τους οποίους εκείνοι επιλέγουν ότι φταίει. Κάθε φωνή που κυριολεκτεί την αλήθεια είναι καταδικασμένη από το σύστημα να γονατίσει. Με συκοφαντίες, κατηγορίες, και κάθε είδους ελεεινότητες προσπαθούν να λερώσουν και να ταπεινώσουν την κοινωνία και όσους δεν σέρνονται δουλικά πίσω από πολιτικά και επιχειρηματικά υβρίδια, που δομούν τη σημερινή αισχύνη, που κυβερνά. Δεν τους απασχολεί να τους πιάσουν να ψεύδονται, δεν τους νοιάζει να τους θεωρούν αγύρτες ή συκοφάντες ή οποιονδήποτε αρνητικό χαρακτηρισμό διαθέτει η ανθρώπινη γλώσσα, ούτε τους νοιάζει να τους πιάσουν να κλέβουν ή να σπαταλούν το δημόσιο πλούτο. Δεν τους νοιάζει που όλοι γνωρίζουν ότι ο Μητσοτάκης έγινε πρωθυπουργός με το όνομα του πατέρα του και τη βοήθεια του Μαρινάκη και κυβερνά με τα χρήματα που του άφησε ο Τσίπρας. Δεν πιστεύουν καν, ότι πρέπει να απολογηθούν σε κανέναν. Το μόνο που τους απασχολεί είναι να μην αποκαλυφθεί η απατεωνιά, που οδηγεί στη δικαιοσύνη, ανεξάρτητα με την έκβαση μιας δίκης. Τη χειραγωγούν, όσο μπορούν, αλλά κατά βάθος… τη φοβούνται.
Ο Κώστας Βαξεβάνης, το Documento και το Κουτί της Πανδώρας δεν είναι απλά μια αντιπολιτευτική φωνή, που πρέπει να σωπάσει. Και άλλα μέσα κάνουν αντιπολίτευση και άλλοι δημοσιογράφοι ασκούν κριτική στην κυβέρνηση, αλλά δεν έχουν υποστεί διώξεις και οικονομικό στραγγαλισμό. Οι δημοσιογράφοι στο Documento και στο Κουτί της Πανδώρας δεν είναι οι μόνοι που λένε την αλήθεια, οι αποκαλύψεις τους όμως πολλές φορές έστειλαν παράσιτα στο εδώλιο του κατηγορουμένου ή τους εξανάγκασαν σε άβολη απολογία. Οι λίστες της διαχρονικής ρεμούλας, οι αποκαλύψεις για φίλους και χρηματοδότες, τα δεξιά χέρια της παιδεραστίας, τα παραδικαστικά, οι offshore της αγίας οικογένειας, οι κήρυκες και οι ντελάληδες, και τόσα άλλα σκάνδαλα είναι απλά η αφορμή, ώστε ο Βαξεβάνης και οι δημοσιογράφοι που εργάζονται στα μέσα του, να είναι όχι απλά η αλογόμυγα της δημοσιογραφίας αλλά η κάθε λέξη που συμπληρώνει και στοιχειοθετεί κατηγορητήρια εναντίον τους.
Η κυβέρνηση κάνει ό,τι είναι δυνατό για να ελέγξει την πληροφορία και να παραποιήσει ή να αποκρύψει την αλήθεια. Ποιος εμπιστεύεται τα ΜΜΕ, που ελέγχει το επιτελικό κράτος; Όσο κι αν επιτίθενται στην αλήθεια, η πολιτικά και κοινωνικά ρυπογόνα κυβέρνηση και η ρυπαρή δημοσιογραφία που τη στηρίζει, τόσο μεγαλύτερη και πιο ωφέλιμη είναι η κάθε στιγμή που αυτή αρθρώνεται με την μεγαλύτερη κυριολεξία. Η λεηλασία που διαπράττεται αυτόν τον καιρό με αφορμή την πανδημία του κορονοϊού για την επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης, όταν γίνει συνείδηση στον κόσμο, τότε η απολογία των πρωτεργατών, πολιτικών τε και δημοσιογράφων, θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα απαιτήσει η κοινωνία, καθώς η καταδίκη δεν θα είναι ούτε πολιτική ούτε ιδεολογική.
Κουτί Πανδώρας