Ένας ιστορικός εξηγεί τι πήγε στραβά με την επιδημία της Ισπανικής γρίπης του 1918 και τι λάθη πρέπει να αποφύγουμε σήμερα
“Όλα βρίσκονται υπό έλεγχο. Είναι μόνο ένα άτομο που έρχεται από την Κίνα και το έχουμε υπό έλεγχο. Όλα θα πάνε καλά”.
Αυτή ήταν η απάντηση του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, όταν ρωτήθηκε από έναν δημοσιογράφο του CNBC στις 22 Ιανουαρίου αν ανησυχεί για τον κορονοϊό.
Σχεδόν δύο μήνες αργότερα, όταν το μέγεθος του προβλήματος ήταν αρκετά μεγάλο για να αγνοηθεί, ο τόνος του προέδρου έγινε πιο δραματικός.
Τα αντιφατικά μηνύματα σχετικά με τον κορονοϊό και η παραποίηση της αλήθειας είναι επικίνδυνα αυτή τη στιγμή. Η άρνηση όσων έχουν την εξουσία στα χέρια τους να αποκαλύπτουν στους ανθρώπους τι πραγματικά συμβαίνει κοστίζει ζωές επειδή σαμποτάρει τις προσπάθειες όσων πασχίζουν να ισοπεδώσουν την καμπύλη της πανδημίας με πρακτικές όπως η κοινωνική αποστασιοποίηση. Ακόμη, επηρεάζει αρνητικά την εμπιστοσύνη του λαού στις κυβερνήσεις, γεγονός που αποτελεί ένα τεράστιο πρόβλημα.
Το μεγαλύτερο μάθημα που πήραμε από την επιδημία της Ισπανικής γρίπης του 1918, που τότε είχε λάβει διαστάσεις πανδημίας, σύμφωνα με τον ιστορικό John M. Barry, είναι ότι οι ηγέτες πρέπει να μάθουν να λένε την αλήθεια, ανεξάρτητα από το πόσο δύσκολο είναι να τη δεχτεί ο κόσμος. Ο Barry, ο οποίος έγραψε βιβλίο για την πανδημία του 1918, ισχυρίζεται ότι η υποτίμηση της σοβαρότητας της κρίσης το 1918 από την εξουσία δημιούργησε περισσότερο φόβο, απομόνωση και βάσανα για όλους.
“Η εμπιστοσύνη στην εξουσία κλονίζεται. Και στον πυρήνα της η κοινωνία πρέπει να βασίζεται στην εμπιστοσύνη”, γράφει ο Barry σε πρόσφατο άρθρο του στους New York Times. “Μη γνωρίζοντας ποιον ή τι να πιστέψουν, οι άνθρωποι έχασαν και την εμπιστοσύνη που είχαν μεταξύ τους. Αποξενώθηκαν, απομονώθηκαν. Η οικειότητα καταστράφηκε. “
Στη συνέχεια παρατίθενται οι απαντήσεις του Barry στις ερωτήσεις του Sean Illing, σχετικά με το κόστος που είχαν τα ψέματα που έλεγαν οι κυβερνήσεις στον λαό το 1918 και εάν πιστεύει ότι επαναλαμβάνουμε σήμερα εκείνα τα λάθη. Απαντάει ακόμα πώς πιστεύει ότι οι ηγέτες μπορούν να διατηρήσουν τις ισορροπίες ανάμεσα στο να αποκαλύπτουν στο λαό την αλήθεια αλλά και ταυτόχρονα να μην προκαλούν μαζικό πανικό.
Ερωτηθείς εάν ο κορονοϊός είναι ό,τι πιο κοντινό στην πανδημία γρίπης του 1918 που έχει δει, εκείνος δήλωσε “Δεν έχουμε ξαναδεί τίποτα άλλο τόσο κοντινό με την γρίπη του 1918, όσο ο κορονοϊός. Το 2009 με το ξέσπασμα του H1N1, υπήρχαν πραγματικοί φόβοι, ωστόσο όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια ήταν αρκετά ήπιο. Επομένως, τίποτα που έχουμε δει από το 1918 δεν έρχεται ακόμη κοντά σε αυτό που συμβαίνει. Εάν πρόκειται για απλώς έναν ιό μιας γενιάς, θα είμαστε τυχεροί”.
Οι διαφορές της επιδημίας γρίπης του 1918 με τον σημερινό κορονοϊό
“Η μεγαλύτερη διαφορά με τότε είναι ο δημογραφικός στόχος της νόσου. Το 1918, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που πέθαναν ήταν 18 έως 45 ετών. Τα δύο τρίτα των θανάτων τότε βρίσκονταν σχεδόν σε αυτή την ηλικιακή ομάδα. Προφανώς οι ηλικιωμένοι το 1918 είχαν περάσει έναν ήπιο ιό στα νιάτα τους που ήταν αρκετά κοντά στον ιό του 1918, επομένως είχαν αποκτήσει φυσική ανοσία”, τόνισε ο Barry.
“Μία ακόμη διαφορά έγκειται στον ρυθμό επώασης. Ο μέσος όρος επώασης της γρίπης τότε ήταν δύο ημέρες, σχεδόν ποτέ δεν υπερέβαινε τις τέσσερις. Από την άλλη, ο μέσος όρος επώασης του κορονοϊού είναι περισσότερο από τις διπλάσιες ημέρες, κατι που θεωρείται και καλό και κακό. Το καλό είναι ότι μας προσφέρει χρόνο να έρθουμε σε επαφή με αυτόν, να τον ανιχνεύσουμε και να τον απομονώσουμε, κάτι που τότε ήταν σχεδόν αδύνατο. Το κακό είναι ότι ο σημερινός ιός μπορεί να μολύνει περισσότερους ανθρώπους. Και απ’ό,τι φαίνεται είναι αρκετά πιο μεταδοτικός από τη γρίπη”, ανέφερε ο Barry.
“Ωστόσο υπάρχει και μία διαφορά με θετικό πρόσημο: Παρά τη μεταδοτικότητα αυτού του κορονοϊού, το ποσοστό θνησιμότητας φαίνεται να είναι πολύ χαμηλότερο από τη γρίπη του 1918. Τότε, το ποσοστό θνησιμότητας, τουλάχιστον στη Δύση, ήταν περίπου 2%.
Σε άλλα μέρη του κόσμου ήταν πολύ υψηλότερα. Για παράδειγμα, το 7% του συνολικού πληθυσμού του Ιράν και το 5% του Μεξικού, έχασε τη ζωή του. (*Υπάρχει βέβαια κάποια ακαδημαϊκή συζήτηση σχετικά με το πραγματικό ποσοστό θνησιμότητας της γρίπης του 1918).
Κάπως έτσι καταλήξαμε να έχουμε 50 με 100 εκατομμύρια συνολικούς θανάτους το 1918.
Το μεγαλύτερο λάθος από τις κυβερνήσεις κατά την Ισπανική Γρίπη
Οι κυβερνήσεις τότε είπαν ψέματα. Είπαν πάρα πολλά ψέματα. Βρισκόμασταν σε πόλεμο και ψεύδονταν επειδή δεν ήθελαν να επηρεάσουν την πολεμική προσπάθεια. Οι τότε εκπρόσωποι της δημόσιας υγείας ανακοίνωναν στους πολίτες ότι ήταν απλά η συνηθισμένη γρίπη με άλλο όνομα. Απλώς δεν έλεγαν στους ανθρώπους την αλήθεια για το τι συνέβαινε.
Δεν πήρε πολύ καιρό στο λαό να διαπιστώσει πως του έλεγαν ψέματα. Έβλεπαν τους γείτονές τους να πεθαίνουν 24 ώρες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Άνθρωποι στους δρόμους αιμρραγούσαν από τις μύτες, από το στόμα, από τα μάτια και τα αυτιά τους. Ήταν τρομακτικό. Όλοι καταλάβαιναν πολύ γρήγορα ότι αυτό δεν ήταν μία συνηθισμένη γρίπη.
Οι συνέπειες των ψεμάτων
Ήταν μια καταστροφή. Οι άνθρωποι έχασαν την πίστη τους στα πάντα- στην κυβέρνησή τους, ο ένας στον άλλον. Όλη αυτή η κατάσταση απομόνωσε τους ανθρώπους ακόμη περισσότερο. Αν η εμπιστοσύνη καταρρεύσει, τότε ο καθένας απλά σκέφτεται τον εαυτό του και αυτό είναι το χειρότερο ένστικτο σε μια κρίση αυτής της κλίμακας.
Στις περισσότερες καταστροφές, οι κοινότητες συσμπειρώνονται. Στο βιβλίο μου, έγραψα για τη σταδιακή αποσύνθεση της εμπιστοσύνης σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας και για τις καταστροφές που προέκυψαν από αυτό.
Υπήρξαν ακόμη και πρακτικές συνέπειες. Για παράδειγμα, η έλλειψη εμπιστοσύνης κατέστησε δυσκολότερη την έγκαιρη εφαρμογή κρίσιμων μέτρων για τη δημόσια υγεία, επειδή απλώς οι άνθρωποι απλώς δεν πίστευαν αυτά που τους ανακοινώνονταν. Ήταν πολύ αργά. Ο ιός ήταν ήδη ευρέως διαδεδομένος.
Επομένως, το ψέμα και η έλλειψη εμπιστοσύνης κοστίζουν πολλές ζωές.
Ποια η λύση ώστε να ενημερώνεται σωστά ο λαός και ταυτόχρονα να αποφευχθεί μαζικός πανικός
Άποψή μου είναι ότι οι άνθρωποι μπορούν να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα και την αλήθεια πολύ καλύτερα από ό,τι μπορούν να διαχειριστούν το αίσθημα της αβεβαιότητας. Αν βλέπετε μια ταινία τρόμου, η φαντασία σας κάνει το τέρας πιο τρομακτικό. Μόλις εμφανιστεί το τέρας στην οθόνη, ανεξάρτητα από το πόσο φρικτό, είναι λιγότερο τρομακτικό όταν αποκτά εικόνα.