Η συμβολαιογράφος, σύζυγος του πρώην υπουργού Γ. Βουλγαράκη, που είχε εμπλακεί στην υπόθεση της Μονής Βατοπεδίου, είχε προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά της ποινής προσωρινής παύσης 4 μηνών. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι το Εφετείο Αθηνών άσκησε επαρκή και διεξοδικό δικαστικό έλεγχο.
Δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη σε βάρος της συμβολαιογράφου Αικατερίνης Πελέκη-Βουλγαράκη, κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον της, από την οποία καταδικάστηκε σε προσωρινή παύση 4 μηνών από τα καθήκοντά της, για τη συμμετοχή της στη γνωστή υπόθεση των «ιερών» ανταλλαγών της Μονής Βατοπεδίου.
Αυτό αποφάνθηκε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, απορρίπτοντας την προσφυγή της συμβολαιογράφου, η οποία υποστήριζε ότι στη διάρκεια αυτής της πειθαρχικής διαδικασίας που οδήγησε στην προσωρινή της παύση, παραβιάστηκε το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, το δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε ότι «το Εφετείο, που είχε πειθαρχική δικαιοδοσία, άσκησε επαρκή και διεξοδικό δικαστικό έλεγχο, γεγονός το οποίο είχε θεραπεύσει όλες τις προβαλλόμενες πλημμέλειες στη διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Συμβολαιογράφων».
Η Αικατερίνη Πελέκη προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μετά την ομόφωνη αθώωσή της τον Απρίλιο του 2017 από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων της Αθήνας για την πολύκροτη υπόθεση των ανταλλαγών του Δημοσίου και της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου.
Παράλληλα οι δικαστές στην απόφασή τους έκριναν ότι η λίμνη Βιστονίδα και οι παραλίμνιες εκτάσεις της ανήκουν στο Δημόσιο. Αθώοι κηρύχθηκαν όλοι οι κατηγορούμενοι στην υπόθεση, ανάμεσά τους ο ηγούμενος της Μονής Εφραίμ, ο μοναχός Αρσένιος, οι δικηγόροι Διονύσης και Δημήτρης Πελέκης, πατέρας και αδελφός της συζύγου του Γιώργου Βουλγαράκη κ.ά.
Υπενθυμίζεται ότι η προσφεύγουσα υπό την ιδιότητα της συμβολαιογράφου συνέταξε δύο συμβάσεις μεταξύ της Ελληνικής Κτηματικής Εταιρείας και της Μονής Βατοπεδίου, που προέβλεπαν την ανταλλαγή μέρους της λίμνης Βιστονίδας, που ανήκει ήδη στο μοναστήρι, με ακίνητα τα οποία ανήκουν στο ελληνικό κράτος.
Τον Φεβρουάριο του 2009 το Πειθαρχικό Συμβούλιο εξέδωσε την απόφασή του καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω έκταση δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μεταβίβασης και παρέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο Αθηνών, το οποίο ασκώντας πειθαρχική δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 56 του Κώδικα περί Συμβολαιογράφων, με σύνθεση πέντε δικαστών, κλήθηκε να αποφανθεί επί της οριστικής παύσης της προσφεύγουσας συμβολαιογράφου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το Εφετείο εξέτασε λεπτομερώς τα επιχειρήματά της και όσον αφορά το Πειθαρχικό Συμβούλιο των Συμβολαιογράφων, το Δικαστήριο σημείωσε κατ’ αρχάς ότι στα πρακτικά της συνεδρίασης του Συμβουλίου αυτού δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι οι δικηγόροι της προσφεύγουσας είχαν ζητήσει να αγορεύσουν αλλά τους αρνήθηκε αυτό το δικαίωμα.
Το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι όταν μια διοικητική αρχή δεν πληροί όλες τις απαιτήσεις του άρθρου 6 παρ. 1 δεν συνιστά παραβίαση της ΕΣΔΑ, εάν η διαδικασία εξετάστηκε στη συνέχεια από δικαστική αρχή/όργανο με πλήρη δικαιοδοσία.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Εφετείο, ασκώντας κατά το πειθαρχικό δίκαιο των συμβολαιογράφων πειθαρχική δικαιοδοσία, εξέτασε τους μάρτυρες και ανέβαλε την ακρόαση ώστε να συλλεχθούν περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία. Η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να παρουσιάσει τα επιχειρήματα, τα οποία είχε θεωρήσει κατάλληλα για την υπεράσπισή της.
Τα επιχειρήματα αυτά εξετάστηκαν λεπτομερώς από το Εφετείο, το οποίο δεν αρνήθηκε τη δικαιοδοσία να απαντήσει σε αυτά ή να επαληθεύσει τα πραγματικά ή νομικά συμπεράσματα που καθόρισε το Πειθαρχικό Συμβούλιο. Επιπλέον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε υποβάλει καμιά καταγγελία ενώπιόν του σχετικά με τη διαδικασία του Εφετείου, που άσκησε επαρκή και διεξοδικό δικαστικό έλεγχο, το οποίο είχε θεραπεύσει τις προβαλλόμενες πλημμέλειες στη διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Συμβολαιογράφων του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Αναφορικά με τον νομικό χαρακτηρισμό των αδικημάτων για τα οποία κατηγορήθηκε η προσφεύγουσα, το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι εγχώριες αρχές είχαν κρίνει πως η εν λόγω έκταση προστατευόταν από τον Ν. 3028/2002 για δύο λόγους.
Πρώτον, ολόκληρη η περιοχή είχε χαρακτηριστεί ιστορικό μνημείο με υπουργική απόφαση του 1965 και δεύτερον, η περιοχή περιλάμβανε δύο ιστορικά μνημεία, χαρακτηρισμένα ως τέτοια με υπουργικές αποφάσεις του 1981 και του 1984. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο ακριβής προσδιορισμός τής εν λόγω έκτασης δεν ήταν σαφής και ότι οι εγχώριες αρχές είχαν χρησιμοποιήσει διαφορετική νομική ορολογία σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Επιπλέον, το Εφετείο είχε αναστείλει την εξέταση της υπόθεσης επί της ουσίας, προκειμένου να ζητήσει τη γνώμη της αρμόδιας αρχής σχετικά με τον χαρακτηρισμό της έκτασης.