Του Γιώργου Λακόπουλου
Ο κύριος Μητσοτάκης θέλει να μας σώσει, αλλά ποιος θα μας σώσει από τον κύριο Μητσοτάκη;
Μεταφορά από μια φράση της Μαρίας Αντουανέτας για τον Λαφαγιέτ.
Δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ αυτόν τον χειμώνα: προσωπικά ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μετέτρεψε σε φιέστα την αυτονόητη υποχρέωση των Ενόπλων Δυνάμεων να φρουρούν να σύνορα. Όχι από επιτιθέμενο εχθρό. Αλλά από ομάδες προσφύγων που επιδιώκουν να διασχίσουν τη χώρα.
Ήταν μέτωπο που δεν διάλεξε ο ίδιος. Αλλά το εκμεταλλεύτηκε ακραία. Γιατί;
Ίσως για να μετατοπίσει το ενδιαφέρον από την πρόωρη αποτυχία της κυβέρνησης του. Ειδικά στο μεταναστευτικό.
Ίσως για να εξισορροπήσει τις αρνητικές εντυπώσεις από τις εφόδους των ΜΑΤ σε δυο νησιά, προκειμένου να διευκολύνουν τρεις εργολάβους να αρχίσουν εργασίες κατασκευής κλειστών κέντρων για πρόσφυγες.
Ίσως για να ανανεώσει τους δεσμούς που σφυρηλάτησε με την ομάδα του ΛΑΟΣ που κληρονόμησε και χρησιμοποίησε με τις Πρέσπες για να προσπορισθεί εκλογικά την ακροδεξιά.
Μπορεί και για να υπερφαλαγγίσει τον απειλητικό αντιπρόεδρό του. Ή να εξευμενίσει την μια ντουζίνα βουλευτών με ακραίες ιδέες, φρασεολογίες και συμπεριφορές, που ο ίδιος εγκατέστησε το 2019 στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος των Καραμανλήδων.
Στην ουσία όμως ο επικεφαλής μιας δημοκρατικής κυβέρνησης έπαιξε με τον πατριωτισμό και τις δημοκρατικές ευαισθησίες μας και έτσι έβγαλε από το μπουκάλι το τζίνι της ακροδεξιάς.
Οι συνήθεις κατασκευαστές του προφίλ του βεβαιώνουν ότι πέτυχε. Η εικόνα του ενισχύθηκε. Αν είναι αλήθεια, ασφαλώς θα το επιχειρήσει εκ νέου σε άλλο μέτωπο.
Ο Μητσοτάκης που έλεγε ότι είναι απέναντι στον Όρμπαν, χαρακτηρίζεται οι ίδιος από μεγάλα διεθνή ΜΜΕ ως αντίγραφό του. Η ΝΔ μετατρέπεται σε κόμμα της ακραίας ευρωπαϊκής Δεξιάς.
Αλλά η επικοινωνιακή καπηλεία της φύλαξης των συνόρων από την κυβέρνηση, ακόμη και αν έχει όφελος για τον Πρωθυπουργό, έχει κόστος για την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία.
Για πρώτη φορά από το 1974 είδαμε τη μαζική εμφάνιση πρακτικών του νεοφασισμού – που συχνά παρέπεμπαν στους νεοναζιστικούς ακτιβισμούς της Χρυσής Αυγής.
Όπως τα τάγματα εφόδου του Κασιδιάρη και του Παναγιώταρου, βοηθούσαν τον μικροϊδιοκτήτη να διώξει τους Πακιστανούς που δεν του πλήρωναν το νοίκι και του παρέδιδαν και βαμμένο το διαμέρισμα.
Ή συνόδευαν τη γριούλα να περάσει το πεζοδρόμιο και να πάρει τη σύνταξη της από τη τράπεζα χωρίς να κινδυνεύει από τους Αλβανούς.
Έτσι και τώρα σε όλη την Επικράτεια, κάποιοι πετάχτηκαν – σαν τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή -και πουλούσαν ανέξοδο πατριωτισμό. Καμιά σχέση με φύλαξη συνόρων. Αυτή είναι δουλειά του στρατού. Και της αστυνομίας που έσπευσε.
Και αν στη Λέσβο και τον Έβρο, όσοι σχημάτιζαν περίπολα, προπηλάκιζαν μέλη των ΜΚΟ, ή καταδίωκαν ανυπεράσπιστους μετανάστες, είχαν ένα κίνητρο- έστω ταπεινό-το ρεμάλι που ίδρυσε στη Θεσσαλία Σύλλογο Κυνηγών Λαθρομεταναστών τι είχε;
Το αρρωστημένο υποκείμενο που ανέβασε το παιδικό καλτσάκι ως απομεινάρι από πνιγμένο «λαθρομεταναστόπουλο» τι προστάτευε;
Τα κατακάθια που βγήκαν στον αφρό με επίδειξη μίσους για τον αδύνατο και τον απελπισμένο, πήραν ως τρόπαιο την αποδοχή τους από ένα μέρος της κοινωνίας. Δυστυχώς.
Οι συμπεριφορές αυτές εκδηλώθηκαν υπό την αιγίδα του κυβερνώντος κόμματος. Αναδείχθηκαν ως υποδείγματα καλού Έλληνα, από δημοσιογράφους, μιντιάρχες, ιερωμένους, καλλιτέχνες και πολιτικούς. Ακούσθηκαν έπαινοι για τους ακρίτες μας.
Ακρίτες είναι οι Έλληνες στρατιώτες, που βρίσκονται κάθε μέρα στη σκοπιά και τώρα έφραξαν το δρόμο σε απόπειρες εισόδου στη χώρα. Γιατί αυτές ήταν οι διαταγές που είχαν από τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας.
Ακρίτας είναι ο εκδότης του Έβρου Γιάννης Λασκαράκης, που κατήγγειλε το εθνικιστικό και μισαλλόδοξο τσουνιά που κατέκλυσε τον τόπου.
Είναι ο πρώην βουλευτής Λέσβου της ΝΔ Παύλος Βογιατζής που κάλεσε την κυβέρνηση να βάλει τέλος στα τάγματα εφόδου.
Δεν είναι ο κάθε σαλεμένος που παίρνει ένα ντουφέκι και στήνει καρτέρι για να πυροβολήσει σαν μπεκάτσα τον πρόσφυγα που πέρασε τα σύνορα.
Δεν είναι ο χυδαίος που βρίζει την αλλοδαπή μάνα με τα παιδιά της που προσπαθεί να βγει από τη θάλασσα.
Δεν είναι όποιος ντύνεται υπερπατριώτης και κάνει πόλεμο με αδύναμους και κατατρεγμένους- χωρίς να του το έχει αναθέσει κανείς.
Απέναντι στο μίσος
Αυτές τις μέρες, αν άντεξε ο Έβρος, που λέει ο Μητσοτάκης, άντεξε και η Δημοκρατία.
Απέναντι σε όσους επιχειρούσαν να πάρουν το νόμο στα χέρια τους και να επιβάλουν το δικό τους ανατριχιαστικό δίκαιο του μίσους για τον απελπισμένο άνθρωπο, στάθηκαν πολλοί. Οι περισσότεροι. Όρθωσαν το ανάστημα τους στο φαινόμενου του περιπολούντος τραμπουκισμού.
Οι πολίτες που δεν φοβήθηκαν τις νεοφασιστικές απειλές και με πίστη στην δημοκρατική τάξη και αισθήματα αλληλεγγύης, βοήθησαν όσους καταδίωξαν οι παρακρατικοί.
Οι άνθρωποι των πόλεων και των χωριών που δεν αποθαρρύνθηκαν από τους προπηλακισμούς και έκαναν τη δουλειά τους.
Οι μαθητές και οι φοιτητές δεν παρασύρθηκαν από τις σειρήνες της καθοδηγούμενης φιλοπατρίας των ύβρεων.
Οι Έλληνες δεν έχασαν το δημοκρατικό πνεύμα και τον ουμανισμό τους και δεν υπέκυψαν στη βία. Αντέδρασαν στις ακροδεξιές συμπεριφορές με το ήθος, το επιχείρημα και το παράδειγμα τους. Δεν επέτρεψαν στο νεοφασιστικό δίκτυο, που είχε κρατική ανοχή, αν όχι και παρότρυνση, να επεκταθεί.
Άνδρες και γυναίκες στη δουλειά τους, στην πόλη και στο χωριό τους, στις παρέες τους, στα ΜΜΕ υπερασπίστηκαν ανώτερες αξίες, ιδανικά και πανανθρώπινα αγαθά, απέναντι τον κάλπικο υπερπατριωτισμό.
Πραγματικοί πατριώτες απέναντι σε όσους καπηλεύονται την πατρίδα , τίμησαν τους στρατιώτες του Έβρου- αλλά όχι και τους οιονεί παραστρατιωτικούς της κήρυξης πολέμου χωρίς εχθρό.
Σ’ αυτούς τους πολίτες σε όλη την επικράτεια που κράτησαν τη Δημοκρατία ακέραια, την κοινωνία αμόλυντη και την Ελλάδα υπερήφανη, αξίζει ο θαυμασμός- όσο αξίζει και ο σεβασμός στους Έλληνες στρατιώτες των συνόρων.