Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη
andrikakisalekos@gmail.com
Ολόκληρη η εργογραφία του Νίκου Καζαντζάκη, από τα αυτοτελή ακόμη νεανικά του κείμενα που δημοσίευε σε φιλολογικά περιοδικά της Αθήνας, όπως την «Πινακοθήκη», στα 1906 και 1907, μέχρι τα κορυφαία φιλοσοφικά και λογοτεχνικά του έργα, έχει επίκεντρο της τον άνθρωπο και τις αναζητήσεις του. Πνεύμα εξαιρετικά ανήσυχο και άρα βαθειά πολιτικοποιημένο, προσέγγισε, αναζήτησε και σε μερικές φάσεις υποστήριξε ιδεολογικές τοποθετήσεις, ή και κοσμοθεωρίες. Από ένθερμος υποστηρικτής και συνεργάτης του Ελευθερίου Βενιζέλου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1910, μετατράπηκε σε θιασώτη του κομμουνισμού και κριτικό υποστηρικτή του πειράματος του Λένιν στη Σοβιετική Ρωσία, την αμέσως επόμενη δεκαετία. Αργότερα, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη γερμανική κατοχή, οι πολιτικές του ανησυχίες τον οδήγησαν ακόμη και στην ίδρυση ενός μικρού σοσιαλιστικού κόμματος της «Σοσιαλιστικής Εργατικής Ένωσης», αλλά και στην υπουργοποίησή του, στην κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη, τον Νοέμβριο του 1945. Όμως επειδή του Καζαντζάκη δεν του ταίριαζαν τα αξιώματα, παραιτήθηκε από υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, μόλις δύο μήνες αργότερα, αφού κατηγόρησε τον Σοφούλη για υποχωρητικότητα έναντι των Άγγλων.
Η φιλοκομμουνιστική περίοδός του αρχίζει το 1922, όταν βρίσκεται στο Βερολίνο και γνωρίζει την Εβραία σοσιαλίστρια Ραχήλ Λιπστάιν. Είναι τότε που με την πρώτη σύζυγό του Γαλάτεια Αλεξίου ουσιαστικά έχει χάσει κάθε ουσιαστική επαφή, και ο χωρισμός θεωρείται δεδομένος. Με τη Ραχήλ θα συνδεθεί όχι μόνο πολιτικά, αλλά και ερωτικά. Όταν ο Καζαντζάκης θα βρίσκεται στο Βερολίνο θα αρχίσει και τη συγγραφή της «Ασκητικής», της κορυφαίας φιλοσοφικής πραγματείας του.
Στη Γερμανία θα έλθει σε επαφή με τις ιδέες του σοσιαλισμού και θα παρακολουθήσει τη δράση του ισχυρού γερμανικού προλεταριάτου. Στη διαμόρφωση των απόψεών του θα συμβάλει, παράλληλα, η γνωριμία του με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Κάρλ Λίμπνεχτ, δύο ιστορικές φυσιογνωμίες του γερμανικού σοσιαλιστικού κινήματος. Από εκεί θα εκφράσει την επιθυμία να επισκεφτεί τη νεαρή Σοβιετική Ένωση. Αργότερα, το 1927, θα είναι προσκεκλημένος της σοβιετικής ηγεσίας στα δεκάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Θα περιοδεύσει τη χώρα μαζί με τον Ελληνορουμάνο συγγραφέα Παναϊτ Ιστράτι κι επιστρέφοντας στην Ελλάδα θα μιλήσουν σε εκδήλωση του Φιλεκπαιδευτικού Ομίλου του Δημήτρη Γληνού τον Ιανουάριο του 1928, για τα όσα είδαν και έζησαν στη νεαρή σοσιαλιστική χώρα. Μετά την εκδήλωση Καζαντζάκης και Γληνός θα διωχθούν και θα δικαστούν, ενώ ο Ιστράτι θα απελαθεί (δείτε: Η δίωξη και η δίκη Καζαντζάκη – Γληνού για “διάδοση κομμουνιστικών ιδεών”, το 1928!).
Η συγκρότηση επαναστατικής οργάνωσης στο Ηράκλειο και η σύλληψή του
Το 1924-1925, κατά την περίοδο των αναζητήσεών του στις σοσιαλιστικές αντιλήψεις, θα βρεθεί στο Ηράκλειο. Και θα συγκροτήσει παράνομη επαναστατική οργάνωση, με στόχο την ανατροπή του αστικού καθεστώτος! Δεν θα ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα, ούτε ποτέ θα θεωρήσει τον εαυτό του κομμουνιστή. Όμως θα είναι συμπαραστάτης των αγώνων κατά της αδικίας και της φτώχειας.
Τον Φεβρουάριο του 1925 στο Ηράκλειο αλλά και σ’ όλη τη χώρα ξεσπούν αντιδράσεις από διάφορες κοινωνικές ομάδες κατά της πολιτικής των κυβερνήσεων Μιχαλακόπουλου – Κονδύλη, αλλά και του Πάγκαλου. Πρωτοπόροι εκείνη την εποχή είναι οι εξουθενωμένοι παλαιοί πολεμιστές, που επί σχεδόν 10 χρόνια βρίσκονταν στο μέτωπο και μετά την ήττα στη Μικρά Ασία έμειναν κυριολεκτικά στο δρόμο.
Στο Ηράκλειο το κίνημα των παλαιών πολεμιστών είναι ιδιαίτερα ισχυρό. Ο Καζαντζάκης με την οργάνωσή του ευαισθητοποιείται και στέκεται στο πλάι των ανθρώπων που ζητούν ψωμί, αλλά και ανατροπή του καθεστώτος. Γίνονται διάφορες κινητοποιήσεις, στις οποίες ο Καζαντζάκης θεωρείται συμμετέχων ή υποκινητής. Την Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου συλλαμβάνεται και κρατείται στα κρατητήρια της ασφάλειας για 24 ώρες. Στη συνέχεια, και αφού υποβάλει γραπτώς την απολογία του, αφήνεται ελεύθερος.
Η είδηση της σύλληψης και η «Ομολογία της πίστεως»
Την είδηση της σύλληψής του κατέγραψε η εφημερίδα του Ιωάννη Μουρέλλου «Νέα Εφημερίς», όταν πλέον αποφυλακίστηκε. Σ’ ένα μικρό μονόστηλο της δεύτερης σελίδας, στο φύλλο της Κυριακής 15 Φεβρουαρίου 1925, διαβάζουμε: «ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΙΣ ΣΥΛΛΗΦΘΕΝΤΟΣ. Κατόπιν σχετικής διαταγής προς την Αστυνομίαν συνελήφθη προχθές και εκρατήθη επί 24 ώρας εις το Αστυνομικόν τμήμα ο συμπολίτης λόγιος κ. Νίκος Καζαντζάκης, εναντίον του οποίου υπήρξαν υπόνοιαι ότι διευθύνει τας ενταύθα κομμουνιστικάς ανατρεπτικάς ενεργείας. Χθες αποσταλείς εις τον κ. Εισαγγελέα αφέθηκε ελεύθερος, πιστοποιηθείσης της αθωότητός του».
Ο Καζαντζάκης δεν πέρασε από δίκη. Την επόμενη ημέρα, τη Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου, η «Νέα Εφημερίς» παρουσίασε πρωτοσέλιδη τη γραπτή απολογία του προς τις ανακριτικές αρχές, την «ομολογία της πίστεώς» του, όπως την χαρακτήρισε ο ίδιος. Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε πολλά χρόνια αργότερα, το 1965, από τον Παντελή Πρεβελάκη στο έργο του «Τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη», το οποίο επιμελήθηκε ο Εμμανουήλ Χ. Κάσδαγλης.
Με το κείμενο αυτό ο μεγάλος στοχαστής ουσιαστικά διακήρυττε τη νέα ιδεολογία του, αυτή στην οποία προσχώρησε την περίοδο της παραμονής του στο Βερολίνο, σύμφωνα με την οποία ήταν νομοτέλεια να καταρρεύσει το παλιό αστικό καθεστώς, μαζί με την κυρίαρχη αστική τάξη. Τη θέση του στην κοινωνική κυριαρχία θα έπαιρνε η τάξη των εργαζομένων, όπως έγραφε, δηλαδή οι εργάτες, οι αγρότες και οι πνευματικοί παραγωγοί, όπως προσδιόριζε τη σύνθεσή της. Σημείωνε, μάλιστα, ότι αυτή η αναπόφευκτη αλλαγή των πραγμάτων αφορούσε σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και φυσικά στα μικρά, όπως ανέφερε, πράγματα της Ελλάδας. Ουσιαστικά, δηλαδή, υιοθετούσε την αντίληψη του Λένιν, που υποστήριξε ότι μετά την επιβολή του σοσιαλισμού ανά κράτος, σ’ ολόκληρο τον πλανήτη θα επικρατήσει νομοτελειακά το νέο παγκόσμιο σύστημα, ο κομμουνισμός.
«Ο αγών, όπως τον αντιλαμβάνωμαι, δεν είναι απλώς οικονομικός», έγραφε, δίνοντας την ουσία της κοινωνικής αλλαγής, όπως την συνειδητοποιούσε ο ίδιος. «Η οικονομική χειραφέτησις –διευκρίνιζε- είναι μόνον μέσον προς ψυχικήν και πνευματικήν χειραφέτησιν του ανθρώπου. Δεν ζητούμεν ν’ ανατρέψωμεν την θρησκείαν, την οικογένειαν, την Πατρίδα, αλλά να δώσωμεν ανώτερον, βαθύτερον περιεχόμενον εις την θρησκείαν, εις την οικογένειαν, εις την Πατρίδα.
Όλοι όσοι πονούμεν τον άνθρωπον, έχομεν χρέος α) να μην ανεχώμεθα πλέον την αδικίαν και την ανηθικότητα της συγχρόνου κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής β) να διασώσωμεν και να τονίσωμεν το δικαίωμα, το οποίον έχει ο λαός να θέλη να βελτιώση την θέσιν του. και όχι μόνον το δικαίωμα αλλά και την δύναμιν να υψώση το επίπεδον της όλης ζωής του.
Σκοπός μας είναι να δημιουργήσωμεν μίαν ανωτέραν ηθικήν, να φέρωμεν δικαιοσύνην εις τον κόσμον, να δώσωμεν βαθυτέραν έννοιαν εις την αρετήν, εις την τιμήν, εις την ανθρωπότητα».
Οι αναφορές αυτές του Καζαντζάκη, σε απλή καθαρεύουσα μάλιστα, στοιχείο σπάνιο για τη γραφή του μεγάλου Κρητικού (η χρήση της «λόγιας γλώσσας» εξηγείται από το γεγονός ότι απευθυνόταν στην ανακριτική αρχή) προκάλεσαν δημόσια –μέσω της ίδιας εφημερίδας- συζήτηση επί πολλές ημέρες. Η πρώτη αντιπαράθεση έγινε με το διευθυντή της «Νέας Εφημερίδος» Ηλία Διαλυνά, ο οποίος την Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 1925 απάντησε, επίσης πρωτοσέλιδα, ότι οι αλλαγές που ζητάει ο Καζαντζάκης δεν μπορεί να γίνουν παρά μόνο στο πλαίσιο της χριστιανικής πίστης, θυμίζοντας τη γνωστή ρήση για εκείνον που έχει δύο χιτώνες και οφείλει να δίνει τον ένα. Υποστήριξε, δηλαδή, τη θρησκευτική ηθική του θέματος που έθεσε ο στοχαστής.
Δύο ακόμη επιστολές και πόλεμος στην αστική τάξη!
Η απάντηση αυτή ανάγκασε τον Καζαντζάκη να δώσει νέα απάντηση. Με επιστολή του προς την ίδια την εφημερίδα, αυτή τη φορά, την Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου, διακήρυξε με πιο οξύ τρόπο την αλλαγή που επαγγέλθηκε στην «ομολογία». Έγραψε για τη σάπια αστική τάξη και το κυρίαρχο σύστημά της, τονίζοντας ότι αυτή που ατιμάζεται είναι η εργαζόμενη τάξη. Και ξεκαθάρισε ότι η νέα ηθική που ο ίδιος υποστήριζε δεν είχε σχέση με τη χριστιανική ηθική, καθώς, όπως σημείωνε, «όποιος μάχεται σήμερα να πείση τους αστούς να γυρίσουν στη χριστιανική ηθική, είναι μονάχα αγαθός ονειροπόλος», καθώς οι αστοί δεν πείθονται. «Η νέα ηθική – τόνιζε- ή η επιστροφή της βαθύτερης ηθικής και η επικράτησις της υπό νέα μορφή- μονάχα με πλήρη αλλαγή ψυχικού μετώπου μπορεί να επέλθει. Αν δεν αντιπροσωπεύει νέες ψυχικές και υλικές ανάγκες και νέα αντίληψι του ανθρώπινου προορισμού, θάναι απλή ποίηση ή μετέωρο κήρυγμα στην έρημο». Και συμπλήρωνε τις προϋποθέσεις της «νέας ηθικής»: «Η νέα ηθική του ερχόμενου πολιτισμού θάχει βεβαιότατα ως βάση τις εντολές της αλληλεγγύης, της αγάπης, του δικαίου καταμερισμού των πνευματικών και υλικών αγαθών, θα είνε υποταγή σ’ ένα ρυθμό ανώτερο του ατόμου».
Το δεύτερο κείμενο του Καζαντζάκη προκάλεσε περισσότερο τον διευθυντή της «Νέας Εφημερίδος», που έδωσε νέα απάντηση την επομένη, υποστηρίζοντας την ενίσχυση της πίστης προκειμένου να ξεπεραστούν τα κοινωνικά αδιέξοδα τα οποία συμφωνούσε ότι υπήρχαν. Ακολούθησε ένα τρίτο, και τελευταίο, κείμενο του μεγάλου Κρητικού, που πλέον κήρυττε τον πόλεμο στον αστική τάξη! Το σύγχρονο χρέος μας, έγραφε, είναι: «Μίσος, πόλεμος χωρίς έλεος, χωρίς συμβιβασμό στην τάξη, που την εποχή τούτη έλαχε ν’ αποτελεί την αντίδραση, την αδικία, την ανηθικότητα – στην τάξη των αστών. Έκαμαν το χρέος τους, τώρα γενήκαν εμπόδια στο πνεύμα. Το μίσος τούτο είναι το μόνο μέσο για να φτάσομε στην πλατήτατη αγάπη προς τον άνθρωπο: Μόνο μισώντας ανένδοτα, θα ρίξομε όλη τη σύγχρονη οργάνωση του κακού».
Τις επόμενες ημέρες ακολούθησαν και άλλες παρεμβάσεις από επιστολογράφους της εφημερίδας στο ίδιο θέμα, αλλά ο Καζαντζάκης δεν επανήλθε.
Η σχέση του με τον κομμουνισμό
Το ερώτημα, όταν διαβάσει κανείς τα κείμενα του Καζαντζάκη, είναι αν πράγματι ήταν κομμουνιστής. Την απάντηση έδωσε ο ίδιος αργότερα, όπως σημειώνει ο αείμνηστος νομικός και συγγραφέας, Δημήτρης Ξυριτάκης, σε μια μελέτη του με τίτλο «Η πολιτική περιπέτεια του Νίκου Καζαντζάκη», η οποία δημοσιεύτηκε στις 26 Οκτωβρίου 2007, στο πλαίσιο του αφιερώματος της εφημερίδας «Πατρίς» του Ηρακλείου στα πενήντα χρόνια από το θάνατο του συγγραφέα. Όπως ανέφερε ο Δ. Ξυριτάκης, σ’ ένα ατιτλοφόρητο κείμενό του, με ημερομηνία 28 Αυγούστου 1929, το οποίο έγραψε στην Τσεχοσλοβακία, προκύπτει ότι δεν υπήρξε ποτέ κομμουνιστής, αλλά ένιωσε το χρέος να συμπαρασταθεί σε μια υπόθεση που αφενός ήταν δίκαιη και αφετέρου δικαίωνε και τη δική του πολιτική ιδεολογία. Στο κείμενο, το οποίο παραθέτει ο Δ. Ξυριτάκης, ο Καζαντζάκης έγραφε: «Τα κύρια χαρακτηριστικά της πίστης αυτής (σ.σ.: του κομμουνισμού) είναι δύο: 1) Υλισμός 2) Λατρεία της Μηχανής. Το ιδανικό της Σοβιετικής Ρωσίας είναι η Αμερική… Ο Κομμουνισμός δεν είναι κάτι ολότελα νέο, δεν είναι αλλαγή μετώπου στην ανθρώπινη μάχη. Είναι απλώς η ακρότατη, λογικότατη συνέπεια του αστικού πολιτισμού… Ο Κομμουνισμός θεοποιεί τους καρπούς της αστικής προσπάθειας και προσπαθεί να πραγματοποιήσει δικαιότερη κατανομή των υλικών αγαθών…Ο κομμουνισμός είναι το τέλος, όχι η αρχή. Έχει όλα τα συμπτώματα τους τέλους: υλισμό άκρατο, υπερτροφία του λογικού, ανάλυση θανάσιμη κάθε πίστης που ξεπερνά τις πέντε αίσθησες, θεοποίηση του πρακτικού σκοπού». Άρα, τον δεχόταν μόνο ως ένα ενδιάμεσο στάδιο για να φτάσει σε ένα απώτερο επίπεδο ζωής, αυτό που είχε οραματιστεί στην «Ασκητική».
Στη συνέχεια θα δημοσιεύσουμε την «Ομολογία πίστεως» του κορυφαίου συγγραφέα και στοχαστή καθώς και τις δύο επιστολές του στη «Νέα Εφημερίδα». Όπως σημειώσαμε, το πρώτο κείμενο, καθώς απευθυνόταν σε δημόσια αρχή, ήταν γραμμένο σε μια απλή και κατανοητή καθαρεύουσα, ενώ τα δύο άλλα σε απλή δημοτική, που πάντα χρησιμοποιούσε ο Καζαντζάκης. Φυσικά στα κείμενα διατηρούμε ακριβώς τη μορφή (ορθογραφία, σύνταξη, κλπ) που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα. Τα αρχεία της «Νέας Εφημερίδος» που χρησιμοποιούμε υπάρχουν στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη του Ηρακλείου. Πριν την πρώτη δημοσίευση, στο φύλλο της Κυριακής 16 Φεβρουαρίου, ο Καζαντζάκης απηύθυνε στην εφημερίδα επιστολή στην οποία ανέφερε:
«Κύριε Διευθυντά,
Επειδή έγινε τελευταία θόρυβος σχετικά με τα’ όνομά μου θα σας παρακαλέσω να δημοσιέψετε την ακόλουθη “Ομολογία της πίστεώς μου”, απαράλλακτα όπως την υπέβαλα και στην ανακριτικήν αρχή.
Στις μέρες αυτές όπου τρομοκρατείται ο ελεύθερος πολίτης, χρέος μου απλούστατα θεωρώ να διατυπώσω φανερά και με σαφήνεια, όσο το δυνατόν λιγόλογα την ιδεολογία μου.
Αν θεωρηθή επικίνδυνη για το σημερινό Κρατικό καθεστώς μας, θα περιμένω ήσυχα την καταδίωξίν μου και την τιμωρία».
Ακολουθεί η αναδημοσίευση της «Ομολογίας πίστεώς» και των άλλων δύο επιστολών του Νίκου Καζαντζάκη.
Ομολογία πίστεωςΗ απολογία του Καζαντζάκη στην ανακριτική αρχή του Ηρακλείου, που δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 1925
1- Πιστεύω ότι το σύγχρονον αστικόν καθεστώς κατέστη ανίκανον να ρυθμίσει τας συγχρόνους ανάγκας και ανησυχίας του κοινωνικού συνόλου.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΣ.-Στηρίζεται εις την άνισον κατανομήν του πλούτου, εις την ασύστολον εκμετάλλευσιν των εργαζομένων τάξεων υπό αρπακτικής ισχυρώς ωργανωμένης κεφαλαιοκρατίας.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΣ.-Η ολοένα καταρρέουσα ηθική βάσις εις τας σχέσεις μεταξύ των ατόμων, παραλύει οιανδήποτε, εντός του αστικού καθεστώτος, προσπάθειαν όπως στηριχθή επί ηθικών αρχών ατομική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή των ανθρώπων.
ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ.-Η σχεδόν καθολική έλλειψις κάθε ενδιαφέροντος δια τα κοινά, ή σχεδόν αποκλειστική εξυπηρέτησις της αρχούσης τάξεως υπό της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας, εις βάρος της μεγίστης πλειονοψηφίας του λαού, καθιστά ανεπαρκή και επιπολαίαν οιανδήποτε αλλαγήν προσώπων ή θεσμού.
Ταύτα πάντα θεωρώ συμπτώματα της παρακμής μιας τάξεως. Η αστική τάξις απέδωκεν-και εις θαυμαστήν ποσότητα και ποιότητα-ό,τι ηδύνατο εις την σκέψιν, εις την τέχνην, εις την επιστήμην, εις την πράξιν. Επάλαισεν εναντίον της προηγούμενης της Φεουδαλικής ιδεολογίας, ενίκησεν, εδημιούργησεν, εξετέλεσεν τον προορισμόν της-αρχίζει ν’ αποσυντίθεται και να βαίνει εις εξαφάνισιν.
Τοιούτος υπήρξε πάντοτε ο ρυθμός της ιστορίας. Μια τάξις, εκάστοτε εναλάσσουσα-οι βασιλείς, οι ευγενείς, οι αστοί-γεννάται, παλαίει, νικά, δημιουργεί, και εξαφανίζεται. Και άλλη τάξις την διαδέχεται, διαγράφουσα και αυτή, εις την πάροδον των αιώνων, την ιδίαν μοιραίαν τροχιάν.
Ζώμεν, ακλονήτως πιστεύω, το τέλος μιας κοινωνικής τάξεως, της αστικής.
ΙΙ- Ποία τάξις θα την διαδεχθή; Η τάξις των εργαζομένων-είτε εργάται είνε ούτοι, είτε αγρόται, είτε πνευματικοί παραγωγοί.
Η τάξις αύτη διήλθε προς ενός ήδη αιώνος, το πρώτον στάδιον της πορείας της, καθ’ ό προσεπάθει να εξεγείρη τις τας τάξεις των αστών το αίσθημα της φιλανθρωπίας και δικαιοσύνης, υπέρ των πεινώντων και αδικουμένων και ικέτευεν εξ ονόματος υψηλών ηθικών αρχών, να βελτιωθούν οι όροι της ζωής.
Ταχέως όμως σαφώς αντελήφθη ότι η πάλη των τάξεων είνε νόμος ιστορικός, αναπόφευκτος και όπως τα άτομα ούτω και οι λαοί, ούτω και αι κοινωνικαί τάξεις, διατρέχουν μοιραίως τα στάδια της γεννήσεως, της ακμής και της φθοράς.
Ουδεμία τάξις έμενε δια παντός εις την εξουσίαν. Η αστική τάξις θ’ ακολουθήση και αυτή, τον απαράγραπτον φυσιολογικόν νόμον και τότε η τάξις των εργαζομένων μοιραίως θα την διαδεχθή.
Η επίγνωσις αύτη κατέστη η αφετηρία μιας νέας όλως βαθυτέρας, αντιλήψεως των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της τάξεως των εργαζομένων. Αντελήφθη δια πρώτην φοράν ότι χρέος έχει να οργανωθεί, να μορφωθή, να διατυπώση ωρισμένον πρόγραμμα, αφού είνε κεκλημένη, από ιστορικήν ανάγκην αργά ή γρήγορα να διαδεχθή την άρχουσαν σήμερον αστικήν τάξιν.
Τοιουτοτρόπως συγάσσονται, συνειδητά πλέον, αναγκασμέναι από τον ιστορικόν ρυθμόν, τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα.
Τον ρυθμόν τούτον επετάχυνεν απροσδοκήτως ο εκραγείς παγκόσμιος πόλεμος. Ο πόλεμος ούτος μετέβαλε την ψυχικήν ατμόσφαιραν του κόσμου ότι θ’ απήτει γενεά ολόκληρος δια να γίνη καταληπτόν έπειτα από την φοβεράν ταύτην δοκιμασίαν της ανθρωπότητος, αμέσως όχι μόνον γίνεται ιδέα αντιληπτή, αλλά και αγωνίζεται να μετουσιωθή εις πράξιν.
Η ψυχική αύτη μεταπολεμική αγωνία η οξεία συναίσθησις πως είνε ανάγκη πλέον να εξευρεθή μια λύτρωσις από την οικονομικήν αυτήν κοινωνικήν πολιτικήν και πνευματικήν αθλιότητα, αποτελεί σήμερον την Μεγάλην παγκόσμιον Πραγματικότητα.
ΙΙΙ- Απέναντι της Μεγάλης ταύτης παγκοσμίου Πραγματικότητος, έχομεν την Μικράν πραγματικότητα την καθαρώς τοπικήν της Ελλάδος.
Ποία είνε η Ελληνική αύτη πραγματικότης και ποία κατ’ ανάγκην ανακύπτει η σχέσις μεταξύ της Μεγάλης και της Μικράς Πραγματικότητας;
Μόνον εάν σαφώς απαντήσωμεν εις το ερώτημα τούτο θα ημπορέσωμεν ν’ αντιληφθώμεν το σύγχρονον ημών χρέος ως Ελλήνων και ως ανθρώπων.
Εις την Ελλάδα δεν υπάρχει ακόμη εις τόσην οξύτητα και έντασιν όσον εις άλλους βιομηχανικώς ή πνευματικώς περισσότερον προηγουμένας χώρας, η σαφής διαγραφή της πάλης των τάξεων. Εν τούτοις, σήμερον, με τα μέσα της συγκοινωνίας, με τα βιβλία, με τας εφημερίδας, με τας διαλέξεις, με την εργατικήν παγκόσμιον αλληλεγγύην, με την φοβεράν και γονιμωτάτην πείραν του μακροχρονίου πολέμου, μία Ιδέα δεν δύναται να εντοπισθή εις μίαν χώραν, αλλά υπερπηδά ταχύτατα τα σύνορα και διατρέχει όλην την γην.
Δια τούτο, είτε θέλομεν είτε μη, είτε είμεθα ώριμοι είτε μη, η παγκόσμιος αύτη Ιδέα, η οποία εις πολλάς ήδη χώρας ήρχισε να μεταβάλλεται εις τεραστίαν δύναμιν-θα παρασύρη και την Ελλάδα, χωρίς να την περιμένει να ωριμάση Βιομηχανικώς ή πνευματικώς. Η μικρά τοπική πραγματικότης θα παρασυρθή από την Μεγάλην.
Ποίον λοιπόν είναι το χρέος μας; Πιστεύω βαθύτατα ότι το χρέος των δυνάμενων να έχωσιν επίδρασιν εις τον τόπον μας, είτε επί του πεδίου της σκέψεως είτε επί του πεδίου της δράσεως είναι τούτο:
Να προσαρμόσωμεν την μικράν μας Πραγματικότητα εις την Μεγάλην. Πώς; Μορφώνοντες, φωτίζοντες τον λαόν, τονώνοντες τας ανωτέρας ηθικάς Αρχάς που απομένουν ακόμη, καταδεικνύοντες όχι μόνον πλέον τα δικαιώματα, αλλά και τας υποχρεώσεις άς έχει μία τάξις ήτις μέλλει ν’ αναλάβη ευθύνας.
Μόνον εάν τοιουτοτρόπως προπαρασκευάσωμεν τον λαόν, θα είμεθα εις θέσιν, όταν θα έλθη η μοιραία κρίσιμος στιγμή, να προσαρμόσωμεν την σημερινήν παγκόσμιον ορμήν προς αναδημιουργίαν με τας ιδιαιτέρας συνθήκας του τόπου μας, με την ειδικήν ψυχολογίαν της ιστορίας και του λαού μας.
Ο αγών, όπως τον αντιλαμβάνωμαι, δεν είναι απλώς οικονομικός. Η οικονομική χειραφέτησις είναι μόνον μέσον προς ψυχικήν και πνευματικήν χειραφέτησιν του ανθρώπου. Δεν ζητούμεν ν’ ανατρέψωμεν την θρησκείαν, την οικογένειαν, την Πατρίδα, αλλά να δώσωμεν ανώτερον, βαθύτερον περιεχόμενον εις την θρησκείαν, εις την οικογένειαν, εις την Πατρίδα.
Ολοι, όσοι πονούμεν τον άνθρωπον, έχομεν χρέος α) να μην ανεχώμεθα πλέον την αδικίαν και την ανηθικότητα της συγχρόνου κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής β) να διασώσωμεν και να τονίσωμεν το δικαίωμα, το οποίον έχει ο λαός να θέλη να βελτιώση την θέσιν του. Και όχι μόνον το δικαίωμα αλλά και την δύναμιν να υψώση το επίπεδον της όλης ζωής του.
Σκοπός μας είναι να δημιουργήσωμεν μίαν ανωτέραν ηθικήν, να φέρωμεν δικαιοσύνην εις τον κόσμον, να δώσωμεν βαθυτέραν έννοιαν εις την αρετήν, εις την τιμήν, εις την ανθρωπότητα.
Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
Η δεύτερη επιστολή – απάντηση στη “Νέα Εφημερίδα”(Δημοσιεύτηκε την Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 1925)
Κύριε Διευθυντά,
Επιτρέψετέ μου ν’ απαντήσω λίγες λέξεις στο προχθεσινό σας άρθρο το σχετικό με την “ομολογία της πίστεώς μου”.
1) Η βασική διαφορά της αντιλήψεώς μας έγκειται εις τούτο: εσεις νομίζεται ότι προτείνω φάρμακα προς θεραπείαν της αδικίας και της ανηθικότητος, του αποσυνθετομένου μεταπολεμικού κόσμου.
Μα εγώ δεν προτείνω καθόλου φάρμακα· απλώς διαπιστώνω ένα νόμο ιστορικό που τραχύς και ανένδοτος, σα φυσικός νόμος, διέπει είτε θέλομεν, είτε μη, την ανθρώπινη ιστορία: Μια τάξις κυριαρχεί με την ιδικήν της ηθική (για να περιοριστώ μόνο στην ηθική, όπου εντοπίζετε την απάντησή σας) πιστεύει, δημιουργεί, παρακμάζει, χάνει την πίστη της και εξαφανίζεται. Και άλλη τάξη – Πάντοτε εκτών κάτω – ύστερα από αγώνες γενεών και αιώνων, τη διαδέχεται με την ιδική της ηθική και διατρέχει πάλι κι αυτή τα ίδια στάδια της δημιουργίας και της φθοράς.
2) Ζούμε την κρίσιμη στιγμή όπου ένας κόσμος σαπίζει. Δεν υπάρχει καμμία πίστις που να συνενώνει όλες τις ατομικές προσπάθειες σε μια συνολική ανώτερη κατεύθυνση. Δεν υπάρχει πειθαρχία σε κανένα πανανθρώπινο σκοπό· γι’ αυτό επικρατούν αμείλικτος ο ατομισμός, το μίσος, ο πόλεμος, υπερτροφούν όλες οι κατώτερες ορμές του ανθρώπου, ο άνθρωπος για το άνθρωπο γίνεται λύκος.
Ολα αυτά είανι συμπτώματα αποσυνθέσεως. Πάντοτε έτσι αποσυνετέθησαν οι κυρίαρχες τάξεις στις παραμονές τις εξαφάνισής των.
Και πάντοτε βρέθηκαν αγαθοί ιδεολόγοι που πρότειναν φάρμακα αναγεννήσεως και σωτηρίας. Και πάντοτε απέτυχαν, γιατί παρέβλεψαν το μεγάλο, απαράγραπτο νόμο που επιβάλλη σε κάθε οργανισμόν αποδώση, σε ωρισμένη χρονική περίοδο, ό,τι μπορεί και ύστερα να εξαφανιστεί λίπασμα για το ερχόμενο φύτρο.
Ετσι και σήμερα πολλοί ιδεολόγοι και ηθικολόγοι προτείνουν: Η μόνη σωτηρία είναι να γυρίσωμε στη παληά απλότητα, να ξαναζωντανέψωμε τη χριστιανική ηθική, να σταματήσωμε την ατιμία. Ενα μονάχα λησμονούν: Πως η ζωή δεν γυρίζει πίστω και πως η κορύφωσις της ατιμίας είναι το απαραίτητο προαπαιτούμενο της μελλούμενης αρετής. Γιατί μονάχα η αποκορύφωση της ατιμίας γίνεται αιτία να εξοντωθεί ο σαπημένος οργανισμός που τη γέννησε αναγκάζοντας να ξεσπάση η αγανάκτησις, η δικαιοσύνη, η οργή του λαού που ατιμάζεται και υποφέρει.
3) Η τάξη που ατιμάζεται σήμερα και υποφέρει είναι – όπως πάντα – η άμεσος υπό την κυρίαρχη τάξη εργαζόμενη ανθρώπινη μάζα.
Η τάξη τούτη πρώτα άρχισε – προ ενός αιώνος – να παραπονείται και να κλαίει, ύστερα άρχισε να επικαλείται υψηλές ηθικές αρχές φιλανθρωπίας και δικαιοσύνης· του κάκου. Τέλος έννοιωσε πως μήτε ο θρήνος, μήτε η ηθική των αστών (δηλ. η οργανωμένη ανηθικότητα) δεν θα τη σώσουν.
Αρχισε να συναισθάνεται πως μοιραίως, από ιστορική ανάγκην είτε θέλουν οι αστοί, είτε δεν θέλουν, είτε ελεούν, είτε δεν ελούν- μια μέρα η εργαζόμενη τούτη αδικούμενη μάζα θα καταλάβει την εξουσία. Και από τότε άρχισε να οργανώνεται και να ετοιμάζεται.
Ζούμε τη μεταβατική περίοδο όπου μια τάξη σάπισε, μα διατηρεί ακόμη δυνατή την οργάνωσή της και δεν δέχεται να χαθή.
Και μια άλλη τάξη – απείρως πολυπληθέστηρη – έλαβε συνείδηση της δυνάμεώς της μα δεν είναι ακόμη άρτια ωργανωμένη και έτοιμη για τη διακυβέρνηση του κόσμου. Ζούμε με μια λέξη, ένα “Μεσαίωνα”. Η μοίρα της γενεάς μας και ίσως πολλών ακόμη γενεών – δεν είναι η ειρήνη, η συμφιλίωση, η άνθιση του νέου πολιτισμού, αλλά, ο πόλεμος, το μίσος, οι σπασμοδικές αγωνίες, αντινομίες, και σκαιότητες του πολιτισμού που γεννάται.
4) Η νέα ηθική δεν είναι ποτέ γέννημα της φαντασίας ή της καρδίας ενός κοινωνικού αναμορφωτού και ιδεολόγου. Πηγάζει από τις βαθύτατες ψυχικές και υλικές ανάγκες ενός νέου συνόλου.
Οποιος μάχεται σήμερα να πείση τους αστούς να γυρίσουν στη χριστιανική ηθική, είναι μονάχα αγαθός ονειροπόλος. Οι αστοί δεν πείθονται. Η ηθική, δηλ. το σύστημα των κανόνων που διέπουν τας σχέσεις των ανθρώπων εντός του κοινωνικού συνόλου, είναι πάντοτε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της τάξης που κυριαρχεί και επιβάλλει τη σφραγίδα της σε όλες τις εκδηλώσεις – ηθικές, νομικές, οικονομικές, πνευματικές -της κοινωνικής ζωής.
Η νέα ηθική – ή η επιστροφή της βαθύτερης ηθικής και η επικράτησίς της υπό νέα μορφή – μονάχα με πλήρη αλλαγή ψυχικού μετώπου μπορεί να επέλθει. Αν δεν αντιπροσωπεύει νέες ψυχικές και υλικές ανάγκες και νέα αντίληψι του ανθρώπινου προορισμού, θάναι απλή ποίηση ή μετέωρο κήρυγμα στην έρημο.
Η νέα ηθική του ερχόμενου πολιτισμού θάχει βεβαιότατα ως βάση τις εντολές της αλληλεγγύης, της αγάπης, του δικαίου καταμερισμού των πνευματικών και υλικών αγαθών, θα είνε υποταγή σ’ ένα ρυθμό ανώτερο του ατόμου. Τα παραγγέλματα ταύτα εστάθησαν πάντοτε οι αφετηρίες κάθε νέου πολιτισμού, και όχι μονάχα του Χριστιανικού – πολύ του Χριστού απάνω στις εντολές τούτες της κοινοκτημοσύνης και της αγάπης, στήριξεν ο Βούδας τη Θρησκεία του και δημιούργησε τον τεράστιο πολιτισμό των Ινδιών. Μονάχα η νέα ηθική αναγκαστικά θα λάβη μια νέα ευρύτερη μορφή. Γιατί μάταια δεν πέρασαν απάνω από την ανθρωπότητα τόσοι αιώνες χαράς και απελπισίας, δημιουργίας και ολέθρου νέα προβλήματα κοινωνικά και ανθρώπινα γεννήθηκαν, νέες αγωνίες και ελπίδες. Και όλα τα νέα του τα πλούτη της ανθρωπότητος, που δεν υπήρχαν σε παλιούς αιώνες θα τα ιεραρχήση η νέα ηθική και θάχει πάντα βάση τις αιώνιες εντολές αν πράγματι θέλει να ρυθμίσει γόνιμα τις σχέσεις των ανθρώπων.
Αυτή τη σύντομη διαγραφή θα σας παρακαλέσω κ. Διευθυντά, να θελήσετε να δημοσιέψετε. Για να προχωρήση συζήτησις, αν μου κάνετε την τιμή να εξακολουθήση, πρέπει ήσυχα και κανονικά να δοθή απάντησις στα τέσσερα σημεία ταύτα και να διαμφησβητηθή ένα προς ένα.
1. Οτι η ανθρώπινη ιστορία έχει το ρυθμό που παραπάνω συντομώτατα διετύπωσα.
2. Οτι έχει αυτόν τον ρυθμό, αλλά δεν βρισκόμαστε στο κρίσιμο στάδιο που εγώ νομίζω.
3. Οτι βρισκόμαστε στο κρίσιμο στάδιο, αλλά την τάξη των αστών δεν θα τη διαδεχτεί η τάξη των εργαζομένων.
4. Οτι θα τη διαδεχτεί η τάξη των εργαζομένων, αλλά θα επιστρέψει στην ηθική του Χριστιανισμού.
Μόνον εάν έτσι αρχητεκτονικά και με σαφήνεια διατυπωθούν αι ρήσεις και αντιρρήσεις, η συζήτηση θάχει κάποια ωφέλεια.
Ν.ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
Η τρίτη επιστολή, την Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 1925
Κύριε Διευθυντά,
Επιτρέψατέ μου και σήμερα να Σας απασχολήσω με το “Κοινωνικό πρόβλημα” όπως το κατευθύνετε στην απάντησή Σας.
Θα επιθυμούσα καθαρότατα να διατυπωθή όχι πια η διαφορά της γνώμης μας αλλά – όπως σαφώς φαίνεται από το τελευταίον σας άρθρο – η διαφορά της νοοτροπίας μας. Ένας επιπόλαιος παρακολουθητής θάλεγε ότι, εσείς στη συζήτησι αντιπροσωπεύετε τον άνθρωπο της θρησκευτικής πίστεως ή εγώ τον άνθρωπο της Επιστήμης. Η διαφορά όμως είνε πολύ πολυπλοκότερη κι αυτήν θα προσπαθήσω σήμερα να καθορίσω.
Έτσι θα τελειώση η συζήτησις με αρκετή ωφέλεια και γονιμότητα, γιατί θα δείξει δυό δρόμους που μπορούν ν’ ακολουθήσουν στη συζήτσι ταύτη και σε όλη εν γένει την αντίληψη της ζωής, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία τους, δυό πολιάριθμες τάξες ανθρώπων.
Φυσικά, αλλιώτικος θάταν ο ρυθμός της ανθρώπινης ιστορίας, αν η ανθρωπότης ακολουθούσε διαφορετικήν εξέλιξη.
Μα εδώ γεννιούνται δυό ρωτήματα θεμελιώδη:
1) Μπορούσε η ανθρώπινη ιστορία ν’ ακολουθήση διαφορετικό ρυθμό;
Αφού τούτον τον δρόμο επήρε, αυτό σημαίνει ότι όλοι οι όροι – εσωτερικοί και εξωτερικοί – ήσαν τέτοιοι, που αναγκαστικά αυτή τη διεύθυνση μονάχα μπορούσαν να της δώσουν. Αν ένας ουσιώδης όρος έλειπε ή είταν διαφορετικός – καλήτερος π.χ., όλη η σειρά των αποτελεσμάτων θ’ άλλαζε βέβαια ένταση και ποιότητα. Αν η φύση του ανθρώπου ήταν ανώτερη. δηλ. αν ο άνθρωπος δεν είταν άνθρωπος αλλά άγγελος. Ο οργανισμός όμως που ώρμησε, τώρα και χιλιάδες χρόνια, να σωθή από τον πίθηκο και ν’ ανεβή τον δυσκολώτατον ανήφορο της συνειδήσεως, είταν άνθρωπος, δηλ. ζώο και άγγελος συνάμα, ένα πράμα αγάπης και μίσους. Θεού και διαβόλου, ορμής προς τ’ απάνου και σκοτεινής ενστικτώδους επιστροφής προς τα κάτου.
Όταν συζητούμε για την ανθρώπινη εξέλιξη δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε την δυαδικήν αυτήν υπόσταση του ανθρώπινου υλικού.
ΙΙ) Έπρεπε η ανθρώπινη ιστορία ν’ ακολουθήση διαφορετικό ρυθμό;
Τι θα πη “έπρεπε;”. Θα πει: Θάταν πιο γόνιμο πνευματικώς και ηθικώς, αν η ανθρωπότης έπαιρνε τον ήσυχο, ειρηνικό ρυθμό που επικαλείστε, χωρίς αγώνες, χωρίς πάθη, χωρίς αδικίες και μίση;
III) Eίναι πια από όλους παραδεγμένες οι κοινοτοπίες πως χωρίς τον αγώνα δεν θα υπήρχε πρόοδος, χωρίς την κακία δεν θα υπήρχεν αρετή, χωρίς το σκοτάδι καμιά σημασία δε θα ‘χε το φως.
Τραγική είναι η ζωή και η ψυχή του ανθρώπου. Ζούμε μέσα στο έγκλημα, στην αγωνία, στην αβεβαιότητα. Ελάχιστες από τις ελπίδες από τις επιθυμίες μας πραγματοποιήθηκαν. Μαχόμαστε ν΄αρπάξωμε ό,τι μπορούμε από τα λασπερά κι αιματηρά γύρω μας στοιχεία και να τα κάμωμε καινούρια. Πνεύμα μίζερο, σκλαβομένο, μια σπίθα σε ατέλειωτη νύχτα. Μα άλλο πνεύμα στη γης ετούτη δεν υπάρχει.
Δε ζούμε ειδύλλιο. Ζούμε φάρσα αβάσταχτη, αν κοιτάξωμε μονάχα τις λεπτομέρειες. Ζούμε αβάσταχτη τραγωδία, αν μπορέσωμε ν’ ανασηκωθούμε, να συλλάβωμε το Σύνολο. Κύματα σκοτεινά, όλο αίματα ανεβοκατεβαίνουν, ρυθμικά, μέσα στους αιώνες. Μονάχα ένα άσπρο εφήμερο φως αφρίζει στην κορφή της τρικυμίας. Ο νους.
Για ν’ ανάψη το φως αυτό χρειάζεται να συγκρουστούν οι σκοτεινές δυνάμεις. Για να δημιουργηθή η ελπίδα χρειάζεται αιώνας να δουλέψουν η απελπισία, ο πόνος, η αδικία. Γιατί; Γιατί μονάχα ο πόνος μπορεί να ερεθίση την ψυχή και να τη σπρώξη – για να γλυτόση από τον πόνο – να μετατοπιστεί, να ζητήσει διέξοδο, να προχωρήσει. Αν υπήρχε μόνο η χαρά, η δικαιοσύνη, η λογική, θ’ ακινητούσε η ψυχή και θα λίμναζε μέσα στη βολική, ασάλευτη ευτυχία.
Όσο μεγαλήτερος είναι ο πόνος, τόσο μεγαλήτερη είναι η οργή και η εξέγερση, επομένως κι η σωτηρία.
Στο σημείο τούτο εντοπίζεται, κ. Διευθυντά, μια από τις κύριες αφορμές της διαφωνίας μας: Εγώ αναγνωρίζω τον παγκόσμιο τούτο ρυθμό και τον δέχομαι ως δημιουργό θείας αντιδράσεως και ορμής. Εσείς το αναγνωρίζετε αλλά τον καταδικάζεται ως δημιουργό κάθε αμαρτίας.
Μα και τα δύο ταύτα ρωτήματα “αν μπορούσε κι αν έπρεπε” έχουν θεωρητική μονάχα αξία. Εκείνο που ενδιαφέρει είνε τούτο: Είτε έπρεπε είτε δεν έπρεπε, είτε μπορούσε είτε δεν μπορούσε η ανθρώπινη ιστορία ν΄ακολουθήσει διαφορετικό ρυθμό τα γεγονότα στέκονται μπροστά μας αμείλικτα. Βρισκόμαστε σε χάος πνευματικό και σε άβυσο ατιμίας. Τι πρέπει να γίνει; Δηλ. ποιό είναι του καθενός μας το χρέος;
Εσείς λέτε. Να επιστρέψομε στις μεγάλες αρχές του Χριστιανισμού. Να στηρίξομε όλη την κοινωνική ζωή στο ρητό του μεγάλου πρακτικού φιλοσόφου της Κίνας, του Κομφούκιου:
“Μην κάνεις στους άλλους ό,τι δε θες και συ να σου κάνουν οι άλλοι”.
Δυστυχώς το ρητό τούτο είναι αντίθετο με την ουσία της ζωής: Κάθε άρτιος οργανισμός, φυτό, ζώο, άνθρωπος, λαός, Ιδέα, – δεν κρατάει ζυγαριά να υπολογίζει με το δράμι τι του έκαμαν και τι κάνει. Μέσα του είναι μια ορμή που τον σπρώχνει να ριζώσει όσο το δυνατόν βαθύτερα και πλατήτερα, ν’ αδικήσει, ν’ αρπάξει να κυριαρχήσει να μετουσιώσει όσο όσο περισσότερο ύλη μπορεί, δική του και ξένη και να την κάμει πνεύμα. Αυτή είναι η μόνη μέθοδος, στη γης ετούτη, που ακολούθησαν όλα τα ενόργανα όντα για να λυτρωθούν από την αδράνεια, από την ησυχία και την καλοπέραση και να ριχτούν στους κινδύνους και στις περιπέτειες και στις απροσδόκητες επιτυχίες.
Έτσι κοιτάζοντας το σύνολο και τοποθετώντας την εποχή μας, βλέπομε ποιο είναι το σύγχρονο χρέος μας:
Μίσος, πόλεμος χωρίς έλεος, χωρίς συμβιβασμό στην τάξη, που την εποχή τούτη έλαχε ν’ αποτελεί την αντίδραση, την αδικία, την ανηθικότητα – στην τάξη των αστών.
Έκαμαν το χρέος τους, τώρα γενήκαν εμπόδια στο πνεύμα.
Το μίσος τούτο είναι το μόνο μέσο για να φτάσομε στην πλατήτατη αγάπη προς τον άνθρωπο: Μόνο μισώντας ανένδοτα θα ρίξομε όλη τη σύγχρονη οργάνωσι του κακού.
Ποτέ δεν πρέπει να το ξεχνάμε: Μπαίνομε, μπήκαμε πια σ΄ένα Μεσαίωνα· πρέπει οι ετοιμασίες μας νάναι ετοιμασίες πολεμιστών. Γιατί ο άμεσος σκοπός μας είναι, να πολεμήσωμε, να ρίξωμε τη φοβερή τούτη οργάνωση του κακού. Αργότερα, οι άλλες γενεές θα χαρούν ειρηνικά ό,τι εμείς με αγώνα, με δάκρυα σπέρνομε. Σήμερα, είτε το νοιώθομε είτε μη, ο άνεμος του ολέθρου φυσά και καθαρίζει τη γης· ας πάμε μαζί του! Ας ρυθμίσωμε την πνοή μας με το μεγάλο θεϊκό ρυθμό του. Πολλά που αγαπούμε ακόμα από ιερή παράδοση, από κληρονομικές αδυναμίες, από στενά νοητικά επιχειρήματα, πρέπει να τα θυσιάζωμε ηρωικά. Μαί του, θα ξεριζώσωμε κ’ ένα κομμάτι της καρδιάς μας. Μα έτσι μονάχα καθαρίζει η γης.
Ανατροπή για ν’ ανανεωθή ο κόσμος. “Εκπύρωση” όπως έλεγαν οι αρχαίοι Στωϊκοί, να ποιο είναι το πρώτο χρέος κάθε σκεπτόμενου σήμερα μέσα σε τόσο ανήθικο κι απέλπιδο χάος.
Έτσι, απαράλλακτα έτσι, εσκέπτοντο κι οι πρώτοι Χριστιανοί κάτου στις κατακόμβες· γύρω από τους λίγους πιστούς ακολάσταιναν και αδικούσαν τα πλήθη της ειδωλολατρείας. Κι οι πρώτοι πιστοί μαζομένοι γύρα από τις λιτές “αγάπες” της όπως οι σημερινοί “Σύντροφοι” ένοιωθαν στην καρδιά τους το μίσος εναντίον του Κακού και τη βαθύτατη εντολή να κηρύξουν σ’ όλη της γης, ας είναι και με τη βία την Αγάπη.
Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ