Με βάση την έκθεση για το τελευταίο τρίμηνο του 2019
Έμμεση στήριξη σε νέα αύξηση του κατώτερου μισθού δίνει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, ενώ θεωρεί προνομιακό για τους μη μισθωτούς το σύστημα αποσύνδεσης των εισοδημάτων από την ασφαλιστικές εισφορές που φέρνει ο νόμος Βρούτση.
Στην τριμηνιαία έκθεσή του για το 4ο τρίμηνο του 2019 το Γραφείο προϋπολογισμού της Βουλής τονίζει ότι η μεγάλη αύξηση κατά 10,8 % το κατώτερου μισθού το 2019 όχι μόνο δεν αύξησε αλλά μείωσε το μισθολογικό κόστος κατά 1,2% με αποτέλεσμα να διακοπεί η ανοδική πορεία των τελευταίων 7 τριμήνων . Τονίζεται επίσης ότι μ βάση τα στοιχεία μικρή «μετάδοση» της αύξησης του κατώτατου μισθού στα υπόλοιπα μισθολογικά κλιμάκια και άρα δεν επηρεάζεται η οικονομία Τούτο θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν από την επιτροπή σοφών που θα γνωμοδοτήσει μέχρι και τον Μάιο για μια ενδεχόμενη νέα αύξηση του κατώτερου μισθού.
Ωστόσο, η έκθεση ασκεί κριτική στην επιλογή του νέου ασφαλιστικού να αποσυνδέσει τις ασφαλιστικές εισφορές από το εισοδήματα των μη μισθωτών, αφού όπως τονίζει θα έχει αρνητικές επιπτώσεις και στην παραγωγικότητα και τα δημόσια έσοδα.
Συγκεκριμένα τονίζεται ότι η πιο σημαντική αλλαγή που εισάγει το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο είναι η αποσύνδεση των εισφορών από το εισόδημα για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες, με τη θέσπιση έξι κατηγοριών εισφορών από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ελεύθερα ο ασφαλισμένος.
Όπως τονίζεται πρόκειται ουσιαστικά για επαναφορά του καθεστώτος που τροποποίησε η ασφαλιστική μεταρρύθμιση του νόμου 4387/2016, στα πλαίσια εξορθολογισμού του συστήματος και ίσης μεταχείρισης των ασφαλισμένων, αυτοαπασχολούμενων ή μισθωτών. Η ακύρωση αυτής της μεταρρύθμισης επανεισάγει την ευνοϊκότερη μεταχείριση των ελεύθερων επαγγελματιών σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους, μια από τις βασικές αιτίες των ιδιαίτερα υψηλών ποσοστών αυτοαπασχόλησης (χωρίς προσωπικό) που καταγράφει διαχρονικά η χώρα μας (22% έναντι 9% στην Ευρωζώνη) με αρνητικές επιπτώσεις στη συνολική παραγωγικότητα και στα δημόσια έσοδα.
Δημοσιονομική ανθεκτικότητα
Σε ό,τι αφορά τις δημοσιονομικές εξελίξεις του 2019 η έκθεση τονίζει ότι το 2019 το πρωτογενές πλεόνασμα, η χώρα πέτυχε και με το παραπάνω, το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5 % του ΑΕΠ παρά την επεκτατική πολιτική από την προηγούμενη και την σημερινή Κυβέρνηση.
Η έκθεση εκτιμά ότι είμαστε κοντά στο επίπεδο του 2018 όσον αφορά στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Περίπου 285 εκατ. ευρώ χαμηλότερα το πλεόνασμα σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης. Είναι δείγμα αξιοπιστίας του ελληνικού Δημοσίου κάτι που συνδέεται και με την έκδοση του ελληνικού 15ετούς ομολόγου.
Η μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου ήταν μειωμένα κατά μόλις 59 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2018. Όσον αφορά στα χρέη των ιδιωτών προς τοδημόσιο, έφτασαν στα 105,6 δις. ευρώ αυξημένα κατά 707 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 3ο τρίμηνο του 2019 και κατά 1,3 δις. ευρώ σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2018.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν υποχωρήσει στο 43% του υφιστάμενου υπολοίπου των δανείων αλλά το πρόβλημα παραμένει ότι μειώνεται και το συνολικό απόθεμα των δανείων. Οι καθαρές ροές νέων δανείων μειώθηκαν στο 4ο τρίμηνο του 2019 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018.
Σημαντική βελτίωση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Στο 11μηνο είναι βελτιωμένο κατά 1,7 δις. ευρώ σε σχέση με το 2018 (στο 11μην
Ρευστότητα
Σύμφωνα με την έκθεση ο δανεισμός του ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) από τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα συνεχίζει την καθοδική του πορεία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τον Δεκέμβριο του 2019 το υπόλοιπο των δανείων ήταν 154 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 16 δις ευρώ (9,4%) σε ετήσια βάση και κατά 3,0 δις ευρώ (1,9%) σε τριμηνιαία βάση.
Αναφορικά με τις καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών, τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος καταγράφουν το ποσό των 143,1 δις ευρώ τον Δεκέμβριο του 2019, αυξημένο κατά 8,6 δις ευρώ (6,4%) σε ετήσια βάση και κατά 4,0 δις ευρώ (2,8%) σε τριμηνιαία βάση. Η βελτίωση της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης οδήγησε στην πλήρη άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίου από 1 Σεπτεμβρίου 2019.
Ωστόσο η βελτιωμένη ρευστότητα των τραπεζών δεν αντανακλάται στη βελτίωση της ρευστότητας της ιδιωτικής οικονομίας, όπως μετριέται από τις ακαθάριστες ροές νέων δανείων. Οι ακαθάριστες ροές νέων δανείων (δηλαδή, το σύνολο δανείων τακτής λήξης χωρίς την αφαίρεση των αποπληρωμών εκ μέρους των δανειοληπτών) μειώθηκαν τον Δεκέμβριο του 2019 (9.664 εκατ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2018 που ήταν 12.998 εκατ. ευρώ). Τα νέα δάνεια προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις μειώθηκαν (από 11.424 εκατ. ευρώ σε 7.994 εκατ. ευρώ) ενώ τα άλλα νέα δάνεια (στεγαστικά, καταναλωτικά, ελεύθεροι επαγγελματίες) αυξήθηκαν ελαφρώς (από 1.574 σε 1.670 εκατ. ευρώ).