Συνέντευξη στον Αντώνη Μποσκοΐτη για το Κουτί Πανδώρας έδωσε ο Πατριάρχης του ελληνικού rock, Δημήτρης Πουλικάκος, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του, «Φρυκτωρίες ή πόσο ζουν οι μύγες;» από τις εκδόσεις Opportuna.
Δείτε αναλυτικά τα όσα είπε:
Η συνέντευξη με τον Δημήτρη Πουλικάκο πραγματοποιήθηκε με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του, «Φρυκτωρίες ή πόσο ζουν οι μύγες;» από τις εκδόσεις Opportuna. Τον συνάντησα ένα βράδυ στο διαμέρισμα του, στο κέντρο της Αθήνας, όπου, όπως διαπιστώνει κανείς απ’ την καταγραφή της κουβέντας μας, αν μη τι άλλο γελάσαμε πολύ. Πάρα πολύ! Επειδή, όμως, σύμφωνα με τον ίδιο, τα πιο σοβαρά πράγματα λέγονται με αστείο τρόπο, σας παραδίδω το απόσταγμα της τρίωρης κουβέντας μας. Γρήγορα – γρήγορα, χωρίς άλλο πρόλογο, μια κι αυτό δική του επιθυμία ήταν, που όφειλα να τη σεβαστώ:
Υπάρχουν κάποια κείμενα μεσ’ στο βιβλίο σου, που κατά τη γνώμη μου βγάζουν μια προστατευτική σου τάση απέναντι στα παιδιά, απέναντι σ’ αυτό που λέμε καινούργιος άνθρωπος. Δεν ξέρω πως σου φαίνεται αυτό τώρα.
Εγώ δεν ξέρω αν αυτό μας το κάνει η φύση ή ο εγκέφαλος σαν άμυνα, όπως το να ξεχνάμε διάφορα πράγματα, δηλαδή το να ξεχνάμε να σκεφτόμαστε σαν να είμαστε παιδιά. Το παιδί είναι πέρα του Καλού και του Κακού, δεν έχει ακόμα αναπτύξει συστημική ηθική…
Είναι tabula rasa.
Tabula rasa, αυτό ακριβώς! Γι’ αυτό και θα τα δεις τη μια να’ναι πολύ σκληρά το ένα απέναντι στο άλλο και την άλλη στιγμή να αγκαλιάζονται, να δίνουν την ψυχή τους. Επειδή τώρα με ότι γίνεται την πληρώνουν συνήθως οι νέοι άνθρωποι, είδες αυτή την προστατευτική μου τάση. Δεν είναι εύκολο τρεις χιλιάδες γερόντια 70 – 80 χρονών να την πέσουν στους μπάτσους. Μπορεί να βρίζουν, να βλαστημάνε, αλλά μέχρι εκεί…Οι εξουσίες είναι πάντα εναντίον των νεολαιών, πάντα η νεολαία είναι ο πρώτος στόχος και γενικά το μυαλό.
Παραμένεις πιστός σε ιδανικά και αξίες, βγαίνοντας αλώβητος απ’ την κρεατομηχανή του συστήματος. Η πίστη στα ιδανικά μήπως παραπέμπει και σ’ έναν ασκητισμό, μιαν απομόνωση απ’ τους άλλους ανθρώπους;
Απομόνωση δεν θα τό’λεγα, αλλά συν τω χρόνω, όταν είσαι και κάποιας ηλικίας, δυσκολεύει η μετακίνηση. Τό’χει εξάλλου η εποχή, έχεις αδερφικούς σου φίλους που μπορεί να κάνεις και δυο χρόνια να τους δεις. Όσο προοδεύει τεχνολογικά το θέμα της επικοινωνίας, τόσο λιγότερο επικοινωνούν οι άνθρωποι. Στάνταρ ειν’ αυτό, το βλέπουμε σαν μία απ’ τις αρρώστιες της εποχής. Άσε που του καθενός ο εγκέφαλος είναι απομονωμένος.
Σε απασχόλησε ποτέ, αλήθεια, η προσωπική σου ομορφιά, το κάλλος;
Όχι με ματαιοδοξία, πάντως. Καλό είναι να αγαπάς τον εαυτό σου. Άμα δεν τον αγαπάς, δεν μπορείς ν’ αγαπήσεις και κανέναν άλλο, στο κάτω – κάτω.
Γιατί πρέπει αναγκαστικά η ομορφιά να συνοδεύεται από ματαιοδοξία;
Απλά έχω συναίσθηση. Ούτε πολύ όμορφος είμαι, ούτε κάνας παίδαρος. Δεν έχω τέτοια προβλήματα. Ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν ξέρω, αλλά δεν τά’χω.
Στη συνέντευξη σου, ας πούμε, που δημοσιεύεις στο βιβλίο σου, περιγράφεις το πώς πήγες στη συναυλία των Rolling Stones, φουλάρι για ζώνη, γυαλιά με λουλουδάκια κλπ.
Κοίταξε, όλοι δοκιμάζουμε διάφορα πράγματα. Όσο ήμουν έξω, ακολουθούσα την εποχή. Όταν χορεύεις, δεν σημαίνει ότι είσαι και ανέμελος. Ίσα – ίσα, ο χορός και η μουσική είναι μεσ’ στο σώμα μας, μεσ’ στη φύση μας, δεν μπορείς να τα απεμπολήσεις. Τους ανέμελους ποιοι είναι, τους ξέρουμε. Κάθε πρωί είναι μεσ’ στο σπίτι σου, ο κατινισμός που ξεκινάει νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Κι απ’ το βράδυ ως το πρωί, πάλι τα ίδια. Τσόντα – μπάλα – τζόγος είναι το τρίπτυχο!
Κάποτε, που μου’δωσε συνέντευξη ο Τζίμης Πανούσης, του είπα πως αν έχει σκοπό να κάνουμε μόνο πλάκα, καλύτερα να μη γίνει συνέντευξη.
Ναι, αλλά τα πιο σοβαρά λέγονται με την πλάκα. Όπως και το πιο δύσκολο είδος είναι η κωμωδία για κάθε ηθοποιό. Το δράμα είναι ίδιο για όλους.
Βέβαια, ο Πανούσης παραδέχτηκε πως τις πιο πολλές συνεντεύξεις τις έγραφε μόνος του, δεν υπήρχε δηλαδή συνομιλητής. Εσύ, πάλι, λες πολύ σοβαρά πράγματα στις συνεντεύξεις σου.
(γελάει) Ναι, αλλά με αστείο τρόπο, σκωπτικό.
Θα τη βαριόσουν μία συνέντευξη που δεν θα’χε σκωπτικό στοιχείο;
Να μην έχει, από ποιον; Εγώ το καθοδηγώ αυτό. Όσο πιο σοβαροφανείς θα’ναι οι ερωτήσεις, τόσο πιο σκωπτικές θα’ναι κι οι απαντήσεις.
Μίλησε μου για τη σχέση σου με τον γραπτό λόγο. Πότε ξεκίνησε, τα πρώτα σου κείμενα, τα πρώτα ποιήματα.
Στο σχολείο, στα Νέα Ελληνικά, όταν γράφαμε εκθέσεις, ήμουν εντελώς απ’ έξω, ενώ διάβαζα. Ο πατέρας μου είχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη, αλλά έγραφα ίσα ίσα, μια σελίδα και δυο αράδες, για να είμαι στα νόμιμα πλαίσια. Εντελώς ξερά – στεγνά, δεν ήξερα, δεν με είχε απασχολήσει όσο το σινεμά, το οποίο με γοήτευε. Όπως και η μουσική, άλλωστε, αλλά δεν τό’χα με το γραπτό λόγο. Ξαφνικά ήρθε ένας καθηγητής Νέων Ελληνικών και δεν ξέρω πώς, αλλά με έκανε να γράψω!
Θυμάσαι τ’ όνομα του;
Πως δεν το θυμάμαι…Σακελλαρίου! Αυτός έφτασε να γίνει πρόεδρος της Ακαδημίας, δίδασκε Ιστορία στη Θεσσαλονίκη. Συντηρητικός άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω πώς, τα κατάφερε να μου εμφυσήσει αυτή την ανάγκη. Κι έτσι ξεκίνησα κι έγραφα.
Μια σχέση με το γραπτό λόγο που καλά κρατεί μέχρι σήμερα.
Ναι, με τραγούδια, με γελοιογραφίες, με θεατρικά έργα, με διάφορα…
Στα μέσα του ’60 δημοσίευσες στο «Πάλι», που έγραφαν μέσα Ταχτσής, Αραβαντινού, άνθρωποι με μια λογοτεχνική καριέρα.
Εμείς τότε δεν τους βλέπαμε έτσι. Ο Ταχτσής φίλος μου ήταν, αλητάμπουρας, τι ήτανε; Η Αραβαντινού, εντάξει, ήταν πιο λόγια, ο Ταχτσής όμως δεν ήταν λόγιος. Τους σιχαινόταν τους λόγιους, όπως και τα πολιτικώς ορθά. Καμιά φορά μερικοί ντρεπόντουσαν που ήταν γκέι, όπως το λέμε σήμερα, κι αυτός τους έλεγε: «Μη με λέτε ομοφυλόφιλο, είμαι πούστης».
Και ο Τσαρούχης το ίδιο, νομίζω.
Την ιστορία με τον Τσαρούχη την ξέρεις; Είχε πάρει μερικά τεκνά κάποτε κι απ’ έξω ήταν ο Ταχτσής και φώναζε: «Ε, είμαι κι εγώ εδώ, αφήστε και τίποτα για τον Ταχτσή» (γέλια) Ωραίοι άνθρωποι ήταν αυτοί, ελεύθερα πνεύματα… Ξέρεις, υπάρχει ακόμα όλη αυτή η υποκρισία…Ο Όργουελ είπε πως όταν η σκέψη διαφθείρει τις λέξεις, το αποτέλεσμα θά’ναι και οι λέξεις να διαφθείρουν τη σκέψη. Είναι το «unspeak», όπως λεν οι Αγγλοσάξονες, το «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε». Δεν λέμε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, λέμε δομές φιλοξενίας! Όταν διαφθείρεις την ουσία και ο πιο αδαής, όπως είναι ο περισσότερος κόσμος, απ’ αυτό πιάνεται.
Αυτό δεν έχει να κάνει και με μια λογοκρισία του ενστίκτου;
Ε, ναι, υπάρχει η τάση να βάλεις τον άλλο να αυτολογοκριθεί. Ασκήσεις υπακοής είναι όλα αυτά από ηλίθιους για ηλίθιους κι από κρετίνους για κρετίνους. Ακόμα και ο αντικαπνιστικός νόμος, άσκηση υπακοής είναι. Λέει πουθενά στο Σύνταγμα ότι είναι υποχρεωμένος ο πολίτης να έχει λογαριασμό σε τράπεζα για τις συναλλαγές του; Άσε που μπορεί να έχεις ένα κομπόδεμα στην τράπεζα κι οι τραπεζίτες να κάνουν διάφορες απατεωνιές και να το χάσεις. Δεν παθαίνουν τίποτα αυτοί! Βρίσκονται σε απόλυτη ασυλία, έχει ψηφιστεί αυτό και πέρασε στο ψιλοντούκου. Αυτοί είναι που μας τυραννάνε περισσότερο, γιατί έχουν πιασμένους απ’ τ’ αρχίδια και τους πολιτικούς, που όλοι χρωστάνε ένα σκασμό λεφτά.
Ακόμη κι ο ιός που σκορπίζει τον πανικό απ’ τους Κινέζους, δεν σε κάνει να σκεφτείς πως η παντοδύναμη Αμερική είναι καταχρεωμένη στην Κίνα τα τελευταία χρόνια;
Βέβαια, δε θέλει και πολύ. Ο φόβος, η φτώχεια και η αρρώστια αυτομάτως ελευθερώνουν τα κατώτερα ένστικτα. Και κάποια καλά, βέβαια, γιατί μεσ’ στην περιδίνηση υπάρχουν και πράγματα σαν την αυταπάρνηση, την αλληλεγγύη, που δεν φαίνονται όμως, γιατί η κακή είδηση φέρνει πελατεία.
Όταν έγραφες στο «Πάλι», όντας 20χρονος, υπήρχε η φιλοδοξία μιας λογοτεχνικής καριέρας;
Όχι. Γενικά η λέξη καριέρα δεν με απασχόλησε ποτέ.
Μιας πορείας έστω, σταδιοδρομίας;
Ούτε. Δεν συνέδεα το ότι γράφω κάποια πράγματα με το τι θα γίνω στο μέλλον.
Ποια ανάγκη σε εξώθησε σήμερα να βγάλεις το πρώτο σου βιβλίο; Ήταν προσωπική επιθυμία σου;
Όχι, καμία.
Έγινε από κάποιους που σου έλεγαν ότι πρέπει να βγάλεις βιβλίο;
Ακριβώς, μου το έφεραν έτοιμο. Ε, τι νά’λεγα, ξέρεις, τόσο κόπο που έκαναν οι άνθρωποι. Καλά παιδιά είναι!
Είσαι όμως κι αναβλητικός άνθρωπος. Το θες ένα σπρώξιμο.
Έχω το κακό πως άπαξ και σκεφτώ κάτι, δεν με πολυαπασχολεί σώνει και καλά να το πραγματοποιήσω. Πιο πολύ μ’ ενδιαφέρουν τα τραγούδια, γιατί εκεί μέσα μπαίνει και η μουσική, παίζω κιόλας ο ίδιος. Μπορείς να πεις τα πράγματα πιο περιεκτικά, πιο «μαζεμένα» με τη μελωδία και με τη μουσική. Έχω κι αυτή την απέχθεια απέναντι σ’ όλη τη λογιότητα. Το «διανοούμενος» ξέρεις είναι μια λέξη περίεργη. Ποιος δεν διανοείται; Και ο βλαξ διανοείται, βλακείες έστω, πάντως διανοείται. Έχουμε μήπως καμιά εγγύηση ότι οι «διανοούμενοι» διανοούνται ορθώς; Ποιος ξέρει, ας πούμε, τι μαλακίες σκέφτονται κι αυτοί! Ο φυσιολογικός άνθρωπος είναι ο απλός λαϊκός άνθρωπος, ο «tabula rasa» που λέγαμε πριν, γι’ αυτό λείπει και το καφενείο στις μέρες μας.
Ως χώρος συλλογικότητας εννοείς.
Ναι, αφού η καφετέρια δεν είναι το ίδιο. Το καφενείο είναι άλλο πράγμα!
Κι εσύ το έζησες για τα καλά το καφενείο, όπως το παλιό «Βυζάντιο».
Καλά, η απώλεια του «Βυζαντίου» είναι μεγάλη, σαν να γκρεμίστηκε ένα πανεπιστήμιο. Και ποιος δεν πέρναγε από κει. Ο Χατζιδάκις, ο Μινωτής, ο Κατράκης, ο Ακριθάκης, διάφοροι αλητάμπουρες, κάποιοι σφάχτες απ’ την Ομόνοια, πουτάνες απ’ τον Πειραιά. Όλοι συνυπήρχαν. Σαν ουδετέρα ζώνη!
Επιζούν ακόμη, βέβαια, ορισμένα συνοικιακά καφενεία.
Ξαναδημιουργούνται τώρα. Υπάρχει πολύς γηράσκων πληθυσμός και οι συνταξιούχοι δεν είναι και πολύ της καφετέριας. Και στην επαρχία, και σε γειτονιές, όπως λες, υπάρχουν διάσπαρτα καφενεία, ξεφυτρώνουν λόγω κρίσης. Κρίση, που λέει ο λόγος, γιατί κρίση υπάρχει πάντα, απλά τώρα συνηθίσαμε να τη λέμε παντού. Έχω ζήσει τόσους πρωθυπουργούς που μία φορά δεν βγήκε ένας να πει να μη σφίγγουμε το ζωνάρι. Τώρα δεν το πολυχρησιμοποιούν αυτό και το λένε αλλιώς, λίγο πιο ευρωκρατικά.
Σε απασχολεί ακόμη το σεξ; Έχουμε διαβάσει απόψεις ουκ ολίγων, ακόμη και νεότερων σου ηλικιακά, που λένε πως το γήρας τους απάλλαξε απ’ αυτή τη λαχτάρα – ανάγκη.
Δεν νομίζω. Δυστυχώς ή ευτυχώς θα μας βαρέσει. Κανονικά σε ταλαιπωρεί μέχρι που θα πεθάνεις. Μπορεί η συχνότητα ή κάποια διάρκεια, ας πούμε, να μειωθεί, αλλά υπάρχουν τρόποι να τα υποκαταστήσεις αυτά μέσα σε μία καλή σχέση. Είναι βάσανο, σίγουρα, αλλά αυτά έχει η ζωή. Ο έρωτας και ο θάνατος! Όλα τα άλλα είναι πασατέμπος, για να περνά η ώρα. Μερικοί, δε, ισχυρίζονται πως άμα σταματάει να σου σηκώνεται, λύνονται και τα προβλήματα σου, αλλά δε νομίζω πως ισχύει αυτό.
Και ο Χατζιδάκις, που ξέρω ότι τον συμπαθείς, έλεγε πως το αληθινό τραγούδι θέλει έρωτα και θάνατο, ούτε εμβατήρια, ούτε τίποτα άλλο.
Σίγουρα, σίγουρα. Συμφωνώ. Ο Χατζιδάκις, συν τοις άλλοις, ήταν φιλόσοφος. Και καλός φιλόσοφος!
Αν δεχτούμε το ότι είσαι ένας καλλιτέχνης της φαντασίας και του ονείρου, είχες ποτέ φαντασιώσεις που να αξίζει να τις μοιραστείς;
Οι βιωματικές εμπειρίες είναι δύσκολο να περιγραφούν, απ’ όπου κι αν τις πιάσεις. Οπότε, δεν το κάνεις. Μπορείς, όμως, να φτιάχνεις ιστοριούλες. Φαντασιώσεις είχα και έχω με την έννοια της φαντασίας, που’ναι σημαντικότερη απ’ τη γνώση. Εξάλλου, δεν υπάρχει γνώση χωρίς φαντασία. Αυτοί που ασχολούνται με τα ζώα, λένε πως το πρώτο, για το οποίο ξεχωρίζει η εξυπνάδα τους είναι η περιέργεια που δείχνουν. Τα ζώα είναι ζώα, δηλαδή καθόλου ζώα! Πιο ζώο απ’ τον άνθρωπο δεν υπάρχει! Το ζώο δεν έχει ματαιοδοξία, είναι αυτό που είναι. Ο άνθρωπος ποτέ δεν αρκείται σ’ αυτό που είναι, θέλει να παραστήσει κάτι άλλο.
Αληθεύει ότι στην Κρήτη κάποτε επικοινωνούσες με ένα ψαράκι;
Ένας κοκοβιός ήταν. Υπήρχαν κάτι χαμηλά κοιλώματα με οχτώ – δέκα πόντους νερό, μικροβραχάκια με τρυπούλες. Κάθε απόγευμα, την ώρα που τον βάραγε ο ήλιος, ο κοκοβιός έβγαινε και λιαζόταν. Για μέρες, προσπαθούσα να τον πλησιάσω, αλλά ο κοκοβιός είναι χαλαρό ψάρι. Έτσι, κάποια στιγμή τον άγγιξα και του χάιδεψα το κεφαλάκι. Κι έχει και πλακουτσωτή μούρη, σαν σκυλάκι έμοιαζε. Τον θυμάμαι που με κοίταγε με τα μάτια του και κάθε απόγευμα ερχόταν και πήγαινα και τον χάιδευα. Φιλία με κοκοβιό, κατάλαβες;
Υπάρχουν μυστικοί κώδικες επικοινωνίας σου με τα ζώα;
Μπα, εντάξει, δεν είμαστε και Ντόκτορ Ντούλιτλ, αλλά έχω καλή σχέση με τα ζώα. Οι γάτες συνήθως έρχονται και κάθονται πάνω μου. Τα σκυλάκια, επίσης, πάντα. Έχω μεγαλώσει και με σκυλιά.
Είχατε στο πατρικό σου;
Στο Φάληρο, στους παππούδες μου. Μέχρι το ’49 – ’50, όσο διήρκεσε ο Εμφύλιος, επειδή στην τότε πλατεία Αγάμων πέφτανε κουμπουριές, με άφηναν για ασφάλεια στον παππού και στη γιαγιά απ’ την πλευρά της μάνας μου. Εκεί υπήρχαν γάτες γύρω – γύρω και σκύλος. Ο γαλατάς ερχόταν με άλογο και με έπαιρνε και μένα καμιά βόλτα και χτύπαγα την κουδούνα, το μπουτόν, αυτό που τό’χαν και τα παλιά τραμ. Πηγαίναμε και το πατάγαμε για πλάκα και τσαντίζονταν οι τραβαγιέρηδες. Καροτσέρης – τραβαγιέρης, πλάκα είχανε. Τώρα τελευταία είδα ένα ρεπορτάζ με πιτσιρικάδες γαντζωμένους πίσω απ’ τα λεωφορεία, λόγω έλλειψης χρημάτων, αλλά και για πλάκα.
Υπάρχει και μια τέτοια σκηνή στο «Ποτέ την Κυριακή» του Ντασέν.
Έτσι, ναι. Το κάναμε κι εμείς, Κολιάτσου – Παγκράτι ή στο «πράσινο».
Η καθημερινή επιβίωση εμπεριέχει μια ζημία, αλλά και ένα κέρδος ταυτόχρονα;
Εννοείται. Υπάρχουν αντίρροπες δυνάμεις στη ζωή. Τα’πε ο Ηράκλειτος, ίσως ο πιο σοβαρός απ’ όλους, αλλά το βλέπουμε και στη ζωή του Διογένη, που είναι κατά ένα τρόπο το, κατά 180 μοίρες, ανάποδο του Ηράκλειτου, γιατί αυτός ήταν και αριστοκράτης. Βέβαια, από καλή οικογένεια ήταν και ο Διογένης, αλλά είχαν κάνει κάτι με τον πατέρα του στη Σινώπη. Από κει ήρθε στην Κόρινθο, που μέχρι δούλο τον είχανε. Νομίζω είχαν πλαστογραφήσει το εκεί νόμισμα και τους μπουζουριάσανε.
Πες μου τι θα ήθελες να έχεις πετάξει από πάνω σου.
Τίποτα…Γιατί να πετάξω; Τα περισσευούμενα, θα έλεγα, τα περιττά, τα πολλά αντικείμενα…Ούτε αρχεία κρατάω, ούτε τίποτα…Να, όπως τώρα που μου έφεραν ένα βινύλιο, που έβγαλαν οι βλάκες χωρίς καν να με ρωτήσουν. Από τα δύο CD με τίτλο «Αδέσποτα σκυλιά» πήγαν και έκαναν ένα μονό βινύλιο. Ένας φίλος μού είπε: «Ρε συ, ωραίος ο δίσκος σου»…Ιδέα δεν είχα…Θα σου δώσω το ένα, μου έφεραν δύο (σ.σ. σηκώνεται και από ένα ράφι στη βιβλιοθήκη τραβάει το ένα βινύλιο)
Κάτσε, μου το δίνεις μετά, πριν φύγω.
Μετά μπορεί να το ξεχάσουμε.
Μη σ’το στερήσω, όμως.
Όχι, έχω δύο (σ.σ. παρατηρώ το βινύλιο και βλέπω πως πρόκειται για «επανέκδοση» από την MLK του Κάππου του δίσκου που’χε βγει το 2004 στην MBI, η οποία με τη σειρά της πέρασε στους Modern Times του Γιαννίκου) Να, του Γιαννίκου ήταν, απατεώνα κοινού ποινικού δικαίου. Τον ξέρω απ’ όταν είχε τη Seven Arts και την έλεγα Seven Farts Production. Είναι πολύ κοντά, εξάλλου, αυτές οι δύο έννοιες, art και fart. Εξ ου και η έκφραση άρτσι – φάρτσι! Σε σχέση, πάντως, με τα αρχεία, τα περισσότερα είναι περιττά, ειδικά άμα σκεφτείς πως στο τέλος δεν θα πάρεις τίποτα μαζί σου.
Το σκέφτομαι κι εγώ αυτό, ν’ αρχίσω να χαρίζω βινύλια και βιβλία. Βέβαια, με βοηθάνε στη δουλειά μου καμιά φορά…
Κοίταξε, αυτά είναι χρήσιμα, διάβασμα και μουσική. Είναι αυτά ακριβώς που πλέον δεν είναι χρήσιμα.
Που δεν θεωρούνται, θες να πεις.
Που δεν είναι χρηστικά μάλλον. Που είναι τελικά τα πιο απαραίτητα στη ζωή.
Πιστεύεις ότι βαστάς εσύ ο ίδιος τα χαλινάρια κόντρα στα ελαττώματα σου;
Σίγουρα! Οι περισσότεροι άνθρωποι, νομίζω.
Στο πλαίσιο μιας αυτοσυντήρησης;
Όχι. Ότι σκεφτόμαστε εγώ κι εσύ, μπορεί να το σκεφτεί κι ο οποιοσδήποτε άλλος. Εάν οι άνθρωποι ομολογούσαμε τα βίτσια μας και τις αμαρτίες μας, θα ήμασταν καλύτεροι σαν κοινωνία. Πιο απελευθερωμένοι, πιο ανεκτικοί, να ξέρουμε που βρισκόμαστε, ενώ τώρα δεν ξέρουμε. Βλέπεις πέντε κυρίους με κοστούμια, ας πούμε, όπως τό’πε και ο Πορδοσάλτε: «Κατσαπλιάδες είναι αυτοί που δεν φοράνε κοστούμι και γραβάτα»! Ακούς;
Ο Νικόλας Άσιμος μια φορά είχε βγει στο δρόμο φορώντας 17 γραβάτες, «για νά’μαι 17 φορές κύριος», έτσι τό’λεγε.
Ακριβώς, 17 φορές κύριος, καλά έλεγε!
Αν πας πίσω στη νιότη σου, που θα την έλεγες έξαλλη, θα έβλεπες σήμερα έναν μαζοχισμό;
Δεν θα τό’λεγα. Δεν έχω τέτοια βίτσια. Μαζοχισμός υπάρχει στη ζωή, γιατί αναγκαστικά υπομένεις και κάποια χούγια ανθρώπων, με τους οποίους ζεις μαζί. Ούτως ή άλλως, εκ φύσεως εμπεριέχεται ένας σαδομαζοχισμός- θα έλεγα- στις ανθρώπινες σχέσεις. Στα νόμιμα πλαίσια, βέβαια.
Βρέθηκα τις προάλλες με τον Δημήτρη Αποστολάκη των Χαΐνηδων, που σε συμπαθεί…
Κι εγώ τον συμπαθώ αυτόν.
Μου είπε, λοιπόν, πως «με τον Πουλικάκο περάσαμε στιγμές μαζί, ζήσαμε αγελαία». Αν σου αποδώσουμε έναν αγελαίο τρόπο ζωής, δεν είναι και βασανιστικό ως προς την απόκτηση της γνώσης;
Να πω την αλήθεια, δεν με πολυαπασχολεί η κατάκτηση ή η απόκτηση της γνώσης. Όλα έχουν ένα ενδιαφέρον.
Μην κολλάς, αν χρησιμοποιώ βαρύγδουπες λέξεις. Το ίδιο ακριβώς λέμε, το ότι όλα σε ενδιαφέρουν, είναι η απόκτηση της γνώσης.
Μ’ ενδιαφέρουν, αλλά όχι με τη λόγια έννοια. Δρόμος είναι και στο δρόμο παρουσιάζονται όλα. Οι πιο φιλοσοφημένοι άνθρωποι είναι του δρόμου και κυρίως οι χασικλήδες, οι οποίοι- αν το πάρουμε και στατιστικά- είναι πραγματικά η πιο φιλοσοφημένη κοινωνική ομάδα. Αταξικοί πρώτα απ’ όλα και ήπιοι, χαλαροί άνθρωποι, αν και εξαιρέσεις υπάρχουν παντού. Καθόλου κοιμισμένοι ή αποχαυνωμένοι, επίσης.
Θυμάμαι τον συχωρεμένο τον Στέλιο Βαμβακάρη. «Εγώ είμαι για να κάθομαι να πίνω τα τσιγαράκια μου και να φτιάχνω τα τραγουδάκια μου» μού’λεγε. «Τα άλλα όλα ας τα κάνουν οι άλλοι».
Ισχύει, έτσι. Αν είσαι αυτό, βέβαια και ισχύει…Το πιο δύσκολο είναι να’σαι αυτός που είσαι, ειδικά άμα λίγο εκτρέπεσαι, παρεκκλίνεις, βγαίνεις απ’ το πλαίσιο του ζουρλομανδύα.
Αισθάνθηκες ποτέ κομμουνιστής; Με όποια έννοια αντιλαμβάνεσαι τον όρο.
Έχω ζήσει σε κοινόβια. Η αλληλεγγύη είναι μέσα στο κομμουνιστικό πνεύμα, το να μη σ’ ενδιαφέρει το χρώμα, η φυλή, παρά μόνο από περιέργεια και ως έναυσμα για συζήτηση, για κουβέντα, να γίνει νταλαβέρι. Τι να το κάνεις, όμως; Βλέπεις κι αυτοί, οι κομμουνιστές, έχουν καταντήσει σαν αίρεση. Νομίζω ότι ο Μαρξ δεν έλαβε υπόψιν του τα ανθρώπινα πάθη, εκεί απέτυχε. Μην κοιτάς τώρα που οι αριστεροί ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, τα παλιά κομμουνιστικά καθεστώτα ήταν πιο αυστηρά με τη μικροεγκληματικότητα, με τις ουσίες και γι’ αυτό έβγαινε μονοκούκι σχεδόν η δεξιά.
Έχει διατυπωθεί η άποψη πως κανένα ψυχοδηλωτικό δεν είναι εθιστικό. Ισχύει, πιστεύεις, έναντι μιας κατασυκοφάντησης των ουσιών;
Κοίταξε, ούτε το μαύρο είναι εθιστικό, μιλώντας για σωματική εξάρτηση και όχι ψυχολογική, που αυτή ισχύει εν μέρει. Εννοώ πως δεν πονάς άμα δεν έχεις να «πιείς», δεν ιδρώνεις, δεν πέφτεις χάμω. Μόνο στην Κρήτη άμα πας λένε «Είμαστε χαρμάνηδες», λες και υπάρχει χαρμάνα απ’ το μαύρο. Ούτε και το LSD είναι εθιστικό, ούτε η μεσκαλίνη, ούτε το πεγιότ είναι εθιστικά.
Εκεί υπάρχει πιο δυνατός ο ψυχολογικός παράγοντας;
Όχι, δεν νομίζω…Εγώ μία περίοδο για κάμποσους μήνες…(σκέφτεται) Off the record, αλλά και on the record, στα αρχίδια μου (γελάμε). Είχα φάει πάνω από 3.000 τριπάκια, δυο την ημέρα, για το ’67 μιλάω. Ξαφνικά το σταμάτησα, δεν έπαθα τίποτα, δεν είχα καμία συνέπεια. Όσο για τα άλλα, την ηρωίνη, ας πούμε, δεν σε καταστρέφει η ίδια. Ίσα – ίσα, γιατρικό είναι. Το τράβηγμα σε καταστρέφει, να μην έχεις λεφτά να πάρεις τη δόση σου, να σου δώσουνε καμιά μαλακία να πιεις…Το τράβηγμα εννοώ, να είσαι πρεζάκιας και να μην έχεις λεφτά, εκεί καταστρέφεσαι. Άμα έχεις λεφτά, μπορείς να πίνεις μέχρι να πας 120 χρονών και με άριστη υγεία, τηρουμένων των αναλογιών βέβαια.
Έχεις ονειρευτεί ποτέ ότι πετάς;
Πολλές φορές. Μικρός ειδικά, έβλεπα ότι πετούσα. Κι ακόμα, όμως, καμιά φορά.
Είναι ευχάριστη η αίσθηση;
Πολύ! Γενικά εφιάλτες δεν έχω δει ποτέ στη ζωή μου.
Ποτέ; Σοβαρά τώρα;
Νομίζω μόνο δυο- τρεις φορές που ήμουν μικρός, άρρωστος, και με είχαν με το οξυγόνο. Έβλεπα την κηδεία της γιαγιάς μου, που ακόμα δεν είχε πεθάνει. Απ’ τον πυρετό κι απ’ την αρρώστια θα ήταν μάλλον…Ποτέ άλλοτε, όμως, τόσα χρόνια δεν έχω δει εφιάλτη. Στον ξύπνιο μου βλέπω, βέβαια (γελάμε) Και πολλούς κιόλας!
Οι ψυχολόγοι λένε πως ένας άνθρωπος που δεν βλέπει εφιάλτες, συνήθως τά’χει καλά με το μέσα του.
Γενικά, ψύχραιμος είμαι, αλλά άμα καμιά φορά γυρίσει το μάτι μου, αρπάζομαι, με πιάνει και το μανιάτικο…
Σωστά, Μανιάτης στην καταγωγή γαρ.
(σ.σ. στο σημείο αυτό, ο Πουλικάκος πηγαίνει μέσα. Διακόπτω την ηχογράφηση. Επιστρέφει με ένα καφέ φίλτρου για μένα και ένα ποτήρι ανθρακούχο νερό για τη φωτογράφο μας. Πατάω πάλι record και εκφωνώ: «Πουλικάκος, μέρος 2ο»)
Κάνεις αναδρομές στην παιδική σου ηλικία;
Όσο μεγαλώνεις, χάνεις το μεσοδιάστημα κι εγώ πια έκλεισα πρόσφατα τα 77. Δηλαδή πας πιο συχνά στα παιδικά σου χρόνια, εξ ου και «παλίμπαις».
Είναι οργανικό δηλαδή το θέμα;
Νομίζω πως το μυαλό τα κάνει αυτά.
Άρα, οργανικό.
Όπως και οι σκέψεις. Τις ελέγχεις, αφού πρώτα σου έχουν έρθει. Μετά τις τακτοποιείς, ειδεμή έρχονται μόνες τους. Έχει να κάνει με την ιδιοσυγκρασία και τη διάθεση σου.
Είσαι κι εσύ γονιός. Το να’σαι σωστός ως γονιός σχετίζεται με μία παιδεία και με μία γνώση του «αντικειμένου»;
Τη φύση των πραγμάτων πρέπει να ξέρεις. Από κει και πέρα, ότι τον φωτίσει τον καθέναν το κεφάλι του. Εκ του παραδείγματος μαθαίνει ο άνθρωπος, ότι και να του πεις. Όπως και όλα τα ζώα. Από που μαθαίνουν οι μαϊμούδες να σπάνε τα coconuts με μία πέτρα; Τη μάνα τους έβλεπαν που το έκανε ή κάποιον άλλο.
Στο βιβλίο σου υπάρχει μια μεγάλη ποιητική σύνθεση για τον Πιτ Κουτρουμπούση, που έφυγε σχετικά πρόσφατα από τη ζωή. Μαθαίνεις να συνηθίζεις τις απώλειες;
Ανάγκα και οι θεοί πείθονται (γέλια). Η σκέψη του ανθρώπου σε όλους τους λαούς είναι λίγο – πολύ η ίδια. Μέτρον Άριστον, τα είπε όλα με τέσσερις λέξεις ο Χίλων ο Λακεδαιμόνιος, ενώ οι άλλοι τώρα θέλουν 800 σελίδες για να σου τα εξηγήσουν αυτά, οι φιλόσοφοι του αμφιθεάτρου. Για να πει βέβαια «Μέτρον Άριστον», σημαίνει πως η ανάγκη τον εξώθησε, επειδή ακριβώς δεν υπήρχε μέτρο. Κι εμείς ως λαός κάνουμε την τρίχα τριχιά, ειν’ αυτό που λένε «Σου έδωσε ο θεός ένα κομμάτι λάστιχο κι εσύ τό’κανες σφεντόνα». Δεν τις πολυχρησιμοποιούμε πια αυτές τις εκφράσεις, αλλά υπάρχουν. Πολλές απώλειες βιώνω, αλλά με τον Παναγιώτη ήμασταν κολλητοί για ένα πολύ μεγάλο διάστημα. Βγάλαμε κι εκείνη την εποχή το περιοδικό, μέναμε μαζί στο Λονδίνο για καιρό, ταινιούλες έχουμε γυρίσει μαζί…
Μία άλλη μεγάλη απώλεια ήταν του Νάνου Βαλαωρίτη.
Και ο Βαλαωρίτης, βέβαια…
Ξέρεις τι μου’χε πει για σένα; «Ο Πουλικάκος σαν να μην έχει επίγνωση του μεγέθους του».
Τι λες, ρε παιδί μου; Ποιο είναι το μέγεθος μου; Ε, μωρέ, δε βαριέσαι, συχωρεμένος νά’ναι (έχουμε σκάσει στα γέλια) Θεός σχωρέστον! Καλός ήταν, είχαμε ρίξει πολλά γέλια στο σπίτι στην Αναγνωστοπούλου. Ειδικά μαζί με τον Κουτρουμπούση, τον Γιώργο Μακρή και τον Τάσο Δενέγρη, ήμασταν το κονκλάβιο που μαζευόμασταν εκεί, στου Νάνου, αφού μέναμε σε κάτι κρύα υπόγεια, και πίναμε κάνα μαύρο. Κοίταξε, βλέπω ανθρώπους που είναι προβεβλημένοι στην κοινωνία και λέω ότι παντού ο άνθρωπος είναι με λίαν πεπλανημένη ιδέαν περί της σημαντικότητος του.
Αν θες, Μήτσο, μίλα λίγο πιο δυνατά…
Εντάξει, μωρέ, αρπάζουν αυτά (σ.σ. εννοεί το κινητό μου τηλέφωνο/ γέλια)
Αποζητάς την επαφή με νέους ανθρώπους;
Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να πω ότι αποζητώ ακριβώς τίποτα, αλλά μού’ρχονται (γέλια). Δεν έχω πρόβλημα, ενώ είμαι ντροπαλό παιδί, συνεσταλμένο γενικά άτομο, έχω μια τριβή με τη δουλειά που κάνω, έχω μάθει κι έχω αποθρασυνθεί. Άλλωστε μετά τα 70φεύγα, δεν χρειάζεται νά’σαι και πολύ συνεσταλμένος.
Αν πας σήμερα από το Notting Hill του Λονδίνου και το δεις να μην έχει καμία σχέση με την ψυχεδέλεια του ’67 και του ’68, τι θα κάνεις; Θα νοσταλγήσεις, θα μελαγχολήσεις ή θα αρχίσεις να εξερευνάς άγνωστες γωνιές του;
Τα παίρνω όπως έχουν τα πράγματα. Δεν προσπαθώ…Για να προσπαθείς, γίνεται περίπλοκο το πράγμα. Μπορεί καμιά φορά να κλάψω με μία ταινία, με ένα μελό, αλλά θα παίζει ρόλο η στιγμή. Βέβαια, άμα πάω τώρα στο Notting Hill και μόνο που θα’μαι εκεί, θα μου αρέσει ούτως ή άλλως. Ασχέτως αν μπορεί να θυμηθώ, να πω «Α, εδώ ήτανε του ”Smiths” κι εκεί ήταν το ρεστοράν ”Mercury”, που πηγαίναμε και τρώγαμε με τον Κουτρουμπούση και κάτι φίλους Τζαμαϊκανούς, όπως και τον Φρανκ Ο’ Κόντα από την Κένυα».
Περίγραψε μου μια ευτυχισμένη εικόνα απ’ οποιαδήποτε περίοδο στη ζωή σου.
Ποια απ’ όλες; Δεν μπορώ να ξεχωρίσω…Είναι όπως καμιά φορά με ρωτάνε ποιο είναι το αγαπημένο μου τραγούδι ή δίσκος. Δεν μπορώ έτσι. Έχω αρκετές ευτυχισμένες και αρκετές δυστυχισμένες στιγμές. Υπάρχει μια σχετική ισορροπία, γι’ αυτό και είμαι αλέγρο παιδί.
Χωρίς να κρίνεις από σένα, πιστεύεις πως οι ροκάδες είναι κατά βάθος συντηρητικοί άνθρωποι;
Πως ορίζεται, όμως, ο συντηρητικός και από ποια άποψη; Δηλαδή παλιότερα έβλεπα κάποια ντοκιμαντέρ με κάτι χεβιμεταλλάδες Αμερικανούς, που ζούσαν σαν μικροαστοί. Αυτά είναι και προσωπικά του καθενός. Όσο για τον χαρακτηρισμό του ροκά, μπορεί να μου’λεγε κάτι το ’60, αλλά τώρα λέω πάντα αυτό το κλασικό παράδειγμα, που το είδα με τα μάτια μου: Σε κάποιο απ’ αυτά τα ριάλιτι, μπαίνει μία με μαύρη μπλούζα που είχε μια τεράστια νεκροκεφαλή απάνω όλο στρας. Πετάγεται μία απ’ το πάνελ: «Πολύ ροκ σε βλέπω απόψε, χρυσή μου» (έχουμε σκάσει στα γέλια) Χλαπ, αμέσως διαγράφεται ο «ροκάς», γι’ αυτό και έχω κρατήσει τον όρο «ροκ εν ρολ». Είναι και πιο κοντά στο ορίτζιναλ του πράγματος. Το «ροκ εν ρολ» είναι κι αυτό ένας όρος που εφευρέθηκε από τον Άλαν Φριντ για να παραπλανούνται οι λευκοί γονείς, αφού στην ουσία ήταν το blues. Για να μην πουν δηλαδή blues, που ήταν απ’ τους μαύρους, εφηύραν τον όρο για να διεισδύσει στα σπίτια των λευκών η μουσική αυτή.
Θέλω να μου πεις αν πιστεύεις κάπου, σε κάτι.
Σε πολλά πράγματα. Όχι σε θεούς, όμως. Ή, αν θέλεις, πιστεύω σε πολλούς θεούς, σε χιλιάδες θεούς. Όλα θεϊκά είναι αν το πάρεις έτσι.
Θεόσταλτα;
Θεόσταλτα, δεν ξέρουμε. Όπως και για πολλά ξέρουμε ότι δεν είναι σίγουρα θεόσταλτα. Έφαγε η άλλη το μήλο, ok. Τους είπε «Θα πονάς όταν γεννάς, εσύ θα βγάζεις το ψωμί σου με ιδρώτα», εντάξει. Τις μύγες τι τις χρειαζότανε; (γέλια) Τα κουνούπια, να πούμε, τις σκνίπες, τι τα ήθελε; Γι’ αυτό σου λέω περί θεών.
Πιο απελευθερωτική είναι η τέχνη της ποίησης ή της συγγραφής;
Της μουσικής! Η μουσική τα’χει όλα μέσα, τα συναισθήματα άμεσα και χωρίς λόγια. Πρώτα έρχεται η μουσική, ο ήχος, και μετά η γλώσσα. Από πολλούς θεωρείται η μουσική ως η πιο ολοκληρωμένη τέχνη.
Παλιότερα μου’χες πει πως αν ήθελες να γίνεις κάτι, αυτό θα ήταν σκηνοθέτης.
Είμαι σκηνοθέτης. Ωραίο και το σινεμά, δε λέω, αλλά η εικόνα είναι καθοριστική. Η μουσική, όμως, είναι στον αέρα, σου γεννάει τις δικές σου εικόνες, ενώ στο σινεμά, όσο ωραίο κι αν είναι, άλλος σε κατευθύνει. Σου αφηγείται μια ιστορία με εικόνες, αλλά και με μουσική, με ήχους.
Έχεις γράψει κινηματογραφικά σενάρια;
Ναι, έχω γράψει, του Ζερβού το «Σουβλίστε τους». Μαζί το γράψαμε, αλλά εκεί είχα διάφορες ιδέες που δεν υλοποιήθηκαν. Είχα μια σκηνή με ένα περιπολικό που έπεφτε από μια γέφυρα κάπου στη Βουλιαγμένη πάνω σ’ ένα μαγαζί με πολυελαίους, αλλά ήταν πολύ δαπανηρή, δεν γινόταν να γυριστεί (γέλια).
Τώρα που ανάφερες τον Ζερβό, δεν μπορώ να μη σε ρωτήσω τι έχουν πάθει οι άνθρωποι αυτοί κι έχουν γίνει βασιλικότεροι του βασιλέως; Βάλε και τον Σπανουδάκη μέσα, που’ ναι επίσης παλιός φίλος και συνεργάτης σου.
Τους αγαπάω όλους και τους βρίζω έναν – έναν, με αγάπη όμως! Ο Σπανουδάκης μ’ αγαπάει, αλλά κι εγώ τον αγαπάω. Τι να πω, τι να πω…Ποιος να ξέρει τις σκέψεις τους…Οι καημένοι…(σκάμε πάλι στα γέλια) Τους αγαπάω, όμως, το ξαναλέω, τους αισθάνομαι φίλους μου. Τον Σπανουδάκη «Μπούμπη» τον λένε, αλλά κι ο άλλος Μπούμπης είναι. Δεν είναι τυχαίο που τον γάτο του, τον λέει Μπούμπη.
Η ελληνική γλώσσα σε απασχολεί πολύ και καταγγέλεις πάντα τον βιασμό της.
Τον εκφυλισμό της, σωστότερα. Η γλώσσα είναι ένα γενικότερο πολιτισμικό θέμα. Δεν μιλάμε για παρακμή, που μπορεί να’χει κι ένα ενδιαφέρον, αλλά για εκφυλισμό. Κι ο εκφυλισμός έχει ενδιαφέρον, κι εκεί θα βρεις πραγματάκια, αλλά η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι τραγική. Κανένας δεν είναι αλάθητος κι εμείς στη γλώσσα μας έχουμε λέξεις ή εκφράσεις από διάφορες άλλες γλώσσες. Όπως παλιά, που χρησιμοποιούσαμε πολλές τούρκικες εκφράσεις, οι οποίες τώρα έχουν αντικατασταθεί από αγγλικούρες.
Όπως;
Το project, το meeting, το event, το concept, μια τσάντα Boho. Παλιά, ας πούμε, το Boho το λέγαμε Boheme. Το Boho αυτομάτως γίνεται μπόχα, άμα του αλλάξεις ένα γράμμα. Δεν μπορείς δηλαδή να μην το αντιλαμβάνεσαι αυτό, είναι άσχημο να ζητάς τσάντα Boho – σού’ρχεται Boho, μπίχλα – ενώ το Boheme έχει μια γαλλική φινέτσα.
Και ο συγγραφέας Έρμαν Έσσε κανονικά προφέρεται Χέρμαν Χέσσε. Μας το έκρυβαν!
Κοίταξε, δεν είναι ακριβώς Χέσσε, είναι Χέ-εσσε (σ.σ. το προφέρει γερμανικά, με αχνό «χι») Είναι σαν τον Καραμανλή που έλεγε «Απ’ τας Shέρρας» (γέλια) Τώρα, βλέπεις, πάνε όλοι στην Κολάμπια, εκεί που εμείς το μάθαμε Κολούμπια. Ψιλά γράμματα…Δε γαμείς…
Αυτό που ορίζουμε ελληνικότητα, έχει να κάνει με τη χρήση της γλώσσας;
Κοίταξε, τα ελληνικά είναι μία γλώσσα που τη μιλάνε όμως διαφορετικά φύλα. Οι Έλληνες δεν είναι δηλαδή ένα φύλο, είναι πολλά. Οι Θράκες, ας πούμε, κάποτε δεν λογίζονταν ως Έλληνες, ούτε καν οι Μακεδόνες. Θυμάμαι που διάβαζα κάπου ότι οι αντιλήψεις των Μακεδόνων για τις προγαμιαίες σχέσεις ήταν διαφορετικές απ’ αυτές των Ελλήνων. Η γλώσσα είναι η πατρίδα σου και αν μιλάς κι άλλες γλώσσες, έχεις πολλές πατρίδες. Το θέμα είναι να σκέφτεσαι σ’ αυτές τις γλώσσες που μιλάς.
Πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι αυτό;
Σαν τη φωτογένεια, ή τό’χεις ή δεν τό’χεις. Και σε σχέση με την προφορά, επίσης. Ο πατέρας μου, ας πούμε, ήξερε καλά γερμανικά, καλύτερα απ’ το 80% των Γερμανών, αλλά δε μπορούσε να τα μιλήσει. Είχε κακή προφορά και δυσκολευόταν να σκεφτεί γερμανικά. Ενώ η μητέρα μου, που ήξερε τα μισά γερμανικά απ’ τον πατέρα μου, τα μιλούσε ροδάνι. Και με καλή προφορά! Ενώ ο πατέρας μου ήταν καλός μίμος, δεν τό’χε με την προφορά καθόλου.
Λες πράγματα που δεν τα’χεις ξαναπεί τώρα.
Ναι, έπαιζε και μαντολίνο. Απ’ αυτόν πρέπει να πήρα ή, μάλλον, και απ’ αυτόν. Έπαιζε και πιάνο, το οποίο μου είχε απαγορεύσει να πλησιάζω στα δύο μέτρα.
Για να μη γινόσουν μουσικός, ε;
Όχι, για να μην του το μαγαρίσω! (γέλια) Οι σχέσεις με τον πατέρα μου διερράγησαν κάπου μεταξύ προεφηβείας και εφηβείας. Τον ενοχλούσε η αίσθηση της κοινοκτημοσύνης μεταξύ των φίλων, αφού εμείς δίναμε ο ένας στον άλλο κάνα καπελάκι, ένα μπουφάν, ένα ζευγάρι παπούτσια, γραβατούλες, αυτά…Εκεί άρχιζε να τσινάει, «Πως μπορείτε αυτή την κοινοκτημοσύνη;» έλεγε. Από τότε την έμαθα τη λέξη αυτή, γιατί ήμουν και μικρός τότε, δεν θα τη σκεφτόμουν ποτέ τέτοια λέξη.
Έχεις ένα ευρύ καλλιτεχνικό έργο. Αν το έβλεπες αποστασιοποιημένα, έγινε για να εκφράσει την εποχή του ή βασίστηκε σε διαχρονικά αισθητικά κριτήρια;
Τι μου λέτε, κύριε; Τι ειν’ αυτά που μου λέτε; Εγώ δεν ξέρω απ’ αυτά (γέλια).
Να την ξανακάνω την ερώτηση;
Για δοκίμασε…(σ.σ. ξανακάνω την ερώτηση επί λέξει) Κοίταξε, για να σου απαντήσω κάτι, φαντάζομαι πως αν έβλεπα κάποια πράγματα και δεν ήμουν εγώ που τα’χα κάνει, θα έλεγα πιθανώς ότι αυτός ο τύπος έχει πλάκα. Αν ήμουν, όμως, κάνας άλλος ακόμα, μπορεί να’λεγα «Πω, ρε πούστη μου, πα πα πα»…Έχει απ’ όλα ο μπαξές.
Το δημόσιο προφίλ σου αντανακλά τον ιδιωτικό σου κόσμο;
Τι να σου πω τώρα…Ταμάμ! Που και που έχουν έρθει παιδιά, σαραντάρηδες ή και μικρότεροι, που μου διηγούνται τη ζωή μου! Βέβαια, σπασμένο τηλέφωνο, όπως θα ξέρεις. Κάθε φορά λέω «Κοίτα να δεις, ενδιαφέρον! Να’ρθω καμιά μέρα να μου πεις κι άλλα πράγματα για μένα, να ξέρω κι εγώ τι έχω και τι δεν έχω κάνει». Πλάκα έχουν αυτά.
Η ζωή είναι ανελέητη;
Σίγουρα! Η φύση η ίδια είναι, το πως θα έρθουν τα πράγματα για όλους μαζί και για τον καθένα. Είναι περίεργη κι αυτή η ψηφιακή τεχνολογία των τελευταίων χρόνων, τα «Matrix» κλπ. Η ζωή είναι μια σφαίρα που γυρίζει γενικώς γύρω – γύρω, γύρω απ’ τον εαυτό της, γύρω απ’ τον ήλιο και γύρω απ’ άλλα σύμπαντα. Πηγαίνει σε μια κατάσταση «expansion» το όλο πράγμα. Μακροκοσμικά αν το δεις, υπάρχει μια κοινή μοίρα, ειμαρμένη. Από κει και πέρα, σε κάθε πόλεμο έχουμε παράπλευρες απώλειες – σου είπα, έχει απ’ όλα ο μπαξές.
Θα σου πω μερικούς χαρακτηρισμούς για το άτομο σου και θέλω να μου τους σχολιάσεις.
Άλλους δεν θα πρέπει να ρωτήσεις;
Το βρίσκω πιο ενδιαφέρον στο πλαίσιο ενός αυτοπροσδιορισμού σου.
Καλά, πάμε!
Χορτασμένος.
Ναι, κατά ένα μεγάλο μέρος. Δεν έχω παράπονα, παρόλο που καμιά φορά γκρινιάζω.
Τυχερός.
Μου φαίνεται, ναι. Μεσ’ στην ατυχία μου, σίγουρα.
Και που έγκειται η τύχη σου αυτή;
Στο ότι είμαι αλέγρο παιδί, όπως σου είπα πριν. The Good Humoured Man!
Είσαι ακόμη…(ψάχνω να βρω τη λέξη)
Γκέι; (γέλια) Ρώτα με, μη διστάζεις! Εν πάση περιπτώσει, όχι, δεν είμαι γκέι.
Κυκλοθυμικός, αυτή τη λέξη έψαχνα.
Όχι, δεν είμαι, συνήθως όπως κοιμάμαι, ξυπνάω. Καλοδιάθετος. Το πρωί μπορεί να σηκωθώ νωρίς άμα έχω να κάνω καμιά δουλειά (σ.σ. η ηχογράφηση διακόπτεται και πάλι, καθώς χτυπάει ένα τηλέφωνο. Συνεχίζουμε αμέσως μετά. Εκφωνώ «Πουλικάκος μέρος 3ο» και το βρίσκει τρομερά αστείο). Γενικά, είμαι χάχας, όχι όμως πως δεν μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι με διάφορα που ακούω και βλέπω. Το ρίχνω στο σκωπτικό, γιατί αλλιώς δεν σώζεσαι, θα χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο.
Βασανισμένος.
Ε, δεν θα τό’λεγα. Βασανισμένη ψυχή, που λένε; (γέλια) Όλοι οι άνθρωποι είναι βασανισμένοι ή αυτοβασανίζονται. Η ζωή γενικά είναι βάσανο με λίγα διαλείμματα δυστυχίας – αυτό το λέει ο συνάδελφος ο Νίκος Σπυρόπουλος.
Με τον Σπυρόπουλο παίζετε τακτικά live τα τελευταία χρόνια.
Ναι, εδώ και χρόνια, δυο κιθάρες – δυο φωνές, ως Προστατευόμενοι Μάρτυρες. Έχουμε γυρίσει όλη την Ελλάδα.
Στο εξωτερικό;
Όχι. Κι εδώ καλά είναι. Εγώ θα γούσταρα στην Αυστραλία να πήγαινα ή στο Νότο στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Μεξικό. South of the Rio Grande! Πάντως, ενώ λέω «Πω, πω, να ήμουν εκεί», να έκανα κάνα ταξιδάκι, βλέπω ένα ντοκιμαντέρ και ξεχνιέμαι. Παρακολουθώ το σινεμά, αλλά έχει αλλάξει κι αυτό, όλο μπλοκμπάστερ βλέπεις με εφέ και κάτι χαζόφατσες.
Πως σχολιάζεις το ότι η ταινία του Σεφερλή έκοψε το πρώτο τετραήμερο 85.000 εισιτήρια;
Είδε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του! Να ξεκαθαρίσω ότι τους αγαπώ τους γύφτους και μόνο για το ότι έχουν κρατήσει τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους μέσα στη μαλακία και στα σκοτάδια που μας περικυκλώνουν. Τους έχω απόλυτο σεβασμό. Άντε πήγαινε τώρα σε έναν γύφτο και πες τον «Ρομά», θα φας καμιά σφαλιάρα. Είναι όπως οι μαύροι λένε ο ένας στον άλλο: «My nigger». Οι ίδιοι! Τον Σεφερλή, τώρα, τον έχουμε δει και ως Μεγαλέξανδρο. Όπως τον θυμάμαι, είναι και κλάψας ο πούστης, ας πούμε. Μια εποχή που τρία – τέσσερα κανάλια έπαιζαν δικά του, βγήκε σε μία συνέντευξη και παραπονιόταν μεσ’ στο κλάμα ότι είναι «κομμένος». Γνωστό ότι εκφράζει όλο αυτό το εθνικορατσιστικό, την καφρίλα θα λέγαμε. Όχι και πως η καφρίλα δεν έχει ώρες – ώρες τα ωραία της, αφού δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει υποπέσει στην καφρίλα. Το σωστό είναι να μην είσαι έτσι στην καθημερινότητα σου και στο πως σκέφτεσαι για τους άλλους. Ο πολιτισμένος άνθρωπος μπορεί προς στιγμήν, άμα χρειαστεί, να γίνει κάφρος. Ένας κάφρος, όμως, ούτε προς στιγμήν δεν μπορεί να γίνει πολιτισμένος.
Πες μου μερικούς αξιόλογους ανθρώπους που γνώρισες στη ζωή σου.
Α, νόμιζα ότι θα με ρωτούσες μερικούς κάφρους που γνώρισα (γέλια). Μπορώ να σου πω και για τα δύο! Πολλοί είναι, αλλά δεν βάζω τους ανθρώπους σε βάθρα. Δεν θέλω να έχω μη ανθρώπινη σχέση, γι’ αυτό και σε πράγματα που διαβάζω, μ’ ενδιαφέρει να ξέρω και γι’ αυτόν που έγραψε ή που ζωγράφισε ή που γύρισε μία ταινία. Μη σου πω ότι αυτό μ’ ενδιαφέρει περισσότερο. Μπορείς έτσι όχι να τους εξηγήσεις, αλλά να τους καταλάβεις κάποιους ανθρώπους. Μέσα από τα βίτσια τους και όχι την καθημερινότητα τους. Planet of the Apes!
Τότε πες μου ποιους σκηνοθέτες εκτιμάς απ’ όσους δούλεψες μαζί τους. Για τον Αγγελόπουλο, θυμάμαι, δεν είχες και την καλύτερη γνώμη.
Αν θέλω να δω εικαστική τέχνη, πάω και στο μουσείο. Να βλέπω πίνακες και χωρίς να με ταλαιπωρεί κανένας. Στα γυρίσματα, στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού», τον πείραζα κιόλας κι ήμουν ο μόνος που το’χε κάνει. Αυτόν και τον Κακογιάννη. Ο Κακογιάννης έβριζε τον κόσμο χυδαία. Ο Άλεξ Μυλωνάς, που μόλις είχε έρθει απ’ τη Νέα Υόρκη, τον έβλεπε που ερχόταν μόνο σε μένα για να μου δώσει οδηγίες στ’ αυτί και μετά με ρώταγε: «Μα, τι του κάνεις;» Του απαντούσα: «Κοίταξε, αυτός είναι παλιός πούστης, ξέρει το μάτι του άλλου. Αν μου πει καμιά κουβέντα, θα του τραβήξω κάνα φούσκο, οπότε πάνε κι ο τσαμπουκάς, πάνε κι όλα». Μα, τώρα να βρίζει χυδαία τον Ανδρέα Μπέλλη τον διευθυντή φωτογραφίας; Ξέρεις, όλους αυτούς εγώ τους φώναζα «Μαιτρ» ή «Καλλιτέχνη» – και τον Αγγελόπουλο έτσι τον φώναζα – και ψάρωναν, καμάρωναν, αλλά το συνεργείο γελούσε κρυφά.
Πως αντιδρούσε στο χιούμορ σου ο Αγγελόπουλος;
Σχεδόν σαν άνθρωπος! Νομίζω πως με τα χρόνια και μ’ όλη αυτή την επιβράβευση, είχε εξανθρωπιστεί αρκετά κι είχε χάσει μπόλικη απ’ την έπαρση του. Την έπαρση μαζί με μιζέρια συγχρόνως, που δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα. Ο Αγγελόπουλος – φαντάσου – ήταν ερωτευμένος με τη φωνή του! Εδώ ντούμπλαρε τον Μαστρογιάνι με τη δική του φωνή! Ξεχωρίζω τον Νίκο Παναγιωτόπουλο και τον Γιώργο Πανουσόπουλο απ’ τους σκηνοθέτες που δούλεψα. Τον Νίκο Περάκη, επίσης, που ενώ είναι γερμανικής σχολής, έχει κάνει τις καλύτερες κωμωδίες. Και με τον Βούλγαρη δουλέψαμε καλά στο «Happy Day» που είχε δύσκολα γυρίσματα. Κάτι που’ναι άγνωστο είναι πως ο Κούνδουρος μου’χε πει να παίξω στο «Μπουρδέλο» του (σ.σ. εννοεί την ταινία «Μπορντέλο»). Εγώ ήμουν active εκείνη την εποχή, γι’ αυτό με ήθελε να κάθομαι σε μια γωνιά και να κάνω τον πιανίστα στο μπουρδελάκι. Είπα όχι. Δεν θύμωσε, γέλαγε θυμάμαι. Από κει και πέρα, ο Ζερβός είναι Ζερβός, καλό παιδί και- πίστεψε με -καθόλου φασίστας.
Σ’ απασχολεί η αναμέτρηση με το χρόνο;
Με το χρόνο αναμετριέσαι ανά πάσα στιγμή. Δεν το σκέφτομαι, ούτε καν την έννοια του χρόνου δεν μπορώ να συλλάβω. Είμαι χαλαρός κι αυτό το βλέπεις κι απ’ τη δισκογραφία μου, τη συχνότητα της. Έχω εκατοντάδες, για να μην πω χιλιάδες κομμάτια. Κάτι γράφουμε κάθε τόσο, τώρα, με τον Νίκο Σπυρόπουλο και με άλλους. Τουλάχιστον κάποια πράγματα να γίνουν, ότι προλάβαμε. Ο χρόνος είναι δανεικός, ειδικά άμα γεράσεις. Από μια ηλικία και μετά, κάθε μέρα είναι δανεικιά. Έτσι δεν λεν και στην αποτοξίνωση; «Day by day», μέρα τη μέρα!
Θυμάμαι τον Νίκο Κούνδουρο που σε τραπεζώματα έκανε το σταυρό του κι έλεγε «Δόξα τω Θεώ, κλέψαμε άλλη μια μέρα του Χάρου».
Ο Νίκος, έτσι; Επειδή είπες ότι έκανε το σταυρό του…Ο αδερφός του, ο Γιώργος ο Κούνδουρος, δεν θα τό’κανε. Καλός ήταν κι ο Νίκος, ανήσυχο πνεύμα! Παλιά λέγαμε αντιδραστικούς τους συντηρητικούς και τώρα αντιδραστικοί είναι το αντίθετο ακριβώς. Και με τους hipsters απ’ τα late 40s, το ίδιο έγινε. Hipster ήταν ο αλητάμπουρας, ο μαύρος της Νέας Υόρκης, που ήξερε να ελιχθεί στο δρόμο. Καμιά σχέση με το γιο του μπαμπά του, με τη γραβατούλα, με το ψαλιδισμένο μούσι και το κάμπριο. Είναι όπως τό’πε η άλλη: «Πολύ ροκ σε βλέπω απόψε, χρυσή μου». Το ίδιο πράγμα είναι. «Είπες τό’να, είπες τ’ άλλο, κάτσε κάτω να σ’τη βάλω» (γέλια). Μη νομίζεις, αυτό είναι το ελληνικό ροκ εν ρολ, οι εκφράσεις που χρησιμοποιούσαμε για να πειράζουμε ο ένας τον άλλο στην εφηβεία μας.
Ονειρεύτηκες ποτέ το Woodstock;
Όχι, το είδα στο σινεμά μόνο. Επί χούντας, επεισοδιακή προβολή. Είχαμε πάει με τη Λιλή, τη μακαρίτισσα, και με τον Μέντη Μποσταντζόγλου, τον Μποστ, με την κυρία του. Είδαμε το «Woodstock» σε μια αίθουσα στο Παγκράτι, αν κι εγώ το όλο κλίμα το γνώριζα απ’ την Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία. Ήταν εντυπωσιακό, πραγματικά. Βλέπεται ακόμα σαν ένα είδος «milestone», χαρακτηριστικό μιας εποχής. Έχει πινακίδα το πακέτο, κατάλαβες;
Πες μου μια συναυλία που είδες και τη θυμάσαι ακόμα.
Πολλές! Είδα live τους Pink Floyd όταν πρωτοπαίξανε με τον Syd Barrett. Ήμουν στην ομάδα που έφτιαχνε διάφορες μικροδράσεις στις συναυλίες τους. Θυμάμαι στο Roundhouse, που έπαιζαν στη μια μεριά οι Pink Floyd και στην άλλη οι Soft Machine. Σκέψου νά’σουν στη μέση και νά’χες πάρει κάνα τριπάκι. Ποιος ξέρει τι θά’βλεπες…Στο Λονδίνο πήγαινα και ψώνιζα από ένα μεγάλο μπακάλικο που είχε ο Ελληνοκύπριος πατέρας του Cat Stevens, ξέρεις, καμιά φετούλα, όταν υπήρχαν λεφτά. Μια μέρα, στο δρόμο, στη γωνία, πέτυχα τον Jimmy Page με την κιθάρα παραμάσχαλα, αφού λίγο παρακάτω ήταν το στούντιο. Δύο μέρες μετά είδαμε τους Led Zeppelin στο Παρίσι μαζί με τον Δημήτρη Πολύτιμο. Μιλάω για το ’69, μόλις είχαν βγάλει τον πρώτο τους δίσκο. Είχα γνωρίσει και, μάλιστα, φιλοξένησα κάποτε και τον Chris Jagger, τον μικρό αδερφό του Mick. Αυτός είναι μουσικός επίσης και τότε έκανε παρέα με τον συχωρεμένο Ανδρέα Βελησσαρόπουλο, τον σκηνοθέτη. Και τους Cream, που μου άρεσαν πολύ, είχα γνωρίσει. Αυτοί έμεναν λίγο παρακάτω από κει που ζούσα εγώ, στο Notting Hill, κοινοβιακά, κόσμος δηλαδή μπαινόβγαινε στο σπίτι τους. Είναι ωραίο πράγμα να θυμάσαι όμορφα πράγματα που έχεις ζήσει. Να τα θυμάσαι, όμως, άμα δεν έχεις πάθει άνοια ή κάνα αλτσχάιμερ…
Το φοβάσαι το αλτσχάιμερ;
Όχι. Συνήθως το αλτσχάιμερ σε πιάνει νωρίτερα. Περπατάω ήδη στα 78 εγώ. Υπάρχει βέβαια και η γεροντική άνοια, αλλά νομίζω πως μέχρι στιγμής δεν κινδυνεύουμε άμεσα. Υπάρχει και τ’ άλλο: Άμα το πάθεις, εσένα στα αρχίδια σου, δεν σε νοιάζει. Άλλοι τραβάνε το ζόρι. Όπως ένας πρώην πεθερός μου, που τον ρωτάγαν για μένα «Τον θυμάσαι;» κι απαντούσε «Πως δεν τον θυμάμαι, τον Κώστα δεν θυμάμαι;» (γέλια) Να η καφρίλα που λέγαμε πριν! Δεν είναι πολιτικώς ορθό, δεν κάνει να γελάμε με έναν άνθρωπο που έχει αλτσχάιμερ, αλλά το κάνουμε χωρίς να είμαστε κάφροι. Γινόμαστε προς στιγμήν, αφήνουμε τον εαυτό μας να γίνει.
Πως να μην τον αφήσουμε, όμως, ρε γαμώτο;
Ε, ναι, δε γίνεται. Γιατί η Εκκλησία λέει, νομίζεις, πως το γέλιο είναι του διαβόλου; Διότι συνήθως το γέλιο πηγάζει από κάτι που’ναι εις βάρος κάποιου άλλου.
Υπάρχει η σκέψη για έκδοση δεύτερου βιβλίου;
Γιατί, μήπως υπήρχε για πρώτο; (γέλια) Όλα είναι πιθανά, σίγουρο μόνο ένα!
Ποιο ειν’ αυτό;
Ο θάνατος! Μόνο που το θάνατο δεν μπορείς να τον πεις ζωή.
Δεν είναι μέρος της;
Όχι. Η ζωή «ζει», δεν υπάρχει στο θάνατο, άρα δεν είναι μέρος της. Αν δεν έχεις ζήσει, δεν μπορείς και να πεθάνεις.
Πως λες να’ναι ο θάνατος σαν συνθήκη; Όπως όταν κοιμόμαστε και δεν καταλαβαίνουμε τίποτα;
Ε, άμα κοιμάσαι και βαριά (γέλια). Η διαφορά είναι ότι δεν θα ξυπνήσεις.
Ισχύει τελικά αυτό, ε;
Που να ξέρω…Άμα πεθάνω θα σου πω…Δύσκολα, αλλά που ξέρεις, μπορεί να τον βρω τον τρόπο.
Το πιστεύεις ότι μπορείς;
Ε, λίγο χλωμό…(γέλια)
Για φαντάσου, όμως, να γίνεις ο πρώτος άνθρωπος που νίκησε το θάνατο!
Τι λες! Τέτοιο πράγμα, ε; Είναι να μη σου τύχει! Θα σε πιάσουν μετά στο στόμα τους η Τατιάνα, να πούμε, η Ζήνα, ο Λιάγκας, γάμησε τα…Απ’ αυτή την άποψη, καλύτερα ζωή παρά θάνατος!
Θα ήθελες να μπεις κάποια στιγμή σε ένα σινεμά που θα έπαιζε τη ζωή σου σε ταινία;
Την έχω δει live ούτως ή άλλως! Εκτός αν την είχε γυρίσει κάνας φίλος…Και από περιέργεια, όμως, μπορεί να πήγαινα, όπως καμιά φορά βλέπω κάνα επεισόδιο απ’ τους «Αυθαίρετους».
Όταν ακούς τη λέξη Πρωθυπουργός τι σου έρχεται στο μυαλό;
Αυτό που θα σου πω: Σκέψου ότι είχαμε πρωθυπουργούς έναν Κινέζο, τον Κωστάκη, τον ΓΚΑΠ, τον Τεν – Τεν, όπως λέω εγώ τον Τσίπρα, και τώρα τον Κούλη με πρόεδρο τον Πάκη, ο οποίος είχε μείνει Παυλόπουλος. Εκφυλιστικά φαινόμενα είναι αυτά…Ενός Πάκη μύρια έπονται! Πως γίνεται οι υπηρέτες του λαού να καθαρίζουν οχτώ με δέκα χιλιάρικα το μήνα και ο άρχων λαός να βγάζει 500 ή 700 ευρώ το μήνα; Γιατί, όμως; Γιατί είμαστε μαλάκες!
Πάντως, αλησμόνητη έχει μείνει εκείνη η παρουσία σου στον Πρετεντέρη, στο MEGA, μαζί με τον Βορίδη.
Κατά λάθος, κάνανε λάθος και με φώναξαν. Μάλλον δηλαδή, εκ του αποτελέσματος. Είναι τόσο απλό να τους βραχυκυκλώσεις όλους αυτούς…Είχες ξαναδεί τον Βορίδη να μην αρθρώνει λέξη; Έμεινε μ’ ένα χαμογελάκι κι έλεγε «Ανοίγει ένα θέμα εδώ ο κ. Πουλικάκος» και διάφορα τέτοια.
Ελπίζω αυτοί που σε κάλεσαν κατά λάθος, να το χάρηκαν.
Εγώ ελπίζω να μην έχασαν τη δουλειά τους οι άνθρωποι.
Δεν θα τό’λεγα, η εκπομπή έκανε τρελή τηλεθέαση.
Είχα δει ότι μετά από δυο- τρεις μέρες η εκπομπή είχε μισό εκατομμύριο views στο YouTube. Μετά τη σπάσανε σε κομμάτια να μην παίρνουμε και πολύ θάρρος…«Καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» έλεγε, οπότε εγώ του κάνω: «Με συγχωρείτε, ίδια είναι η βία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με τη βία του Σπάρτακου; Πως είναι το ίδιο;» Κάτι άλλο πήγε να μου πει και συνέχισα: «Εσείς διαδεχτήκατε τον Μιχαλολιάκο στην ΕΠΕΝ, τη νεολαία του Παπαδόπουλου, συν του ότι επιτίθεστο με το μπαλταδάκι στους αντιπάλους σας. Αποκηρύσσετε μετά βδελυγμίας, τώρα που είστε βουλευτής, τις μέρες σας με το μπαλταδάκι;» Δεν απάντησε τίποτα!
Αναρωτιόμουν τι να σκεφτόσουν όση ώρα ήσουν ομοτράπεζος του Βορίδη.
Τίποτα, τι να σκεφτόμουν…Ο πιο ενδιαφέρων, παρόλα αυτά, ήταν ο Βορίδης. Ο Πρετεντέρης ήταν ο Pretendέρης, όπως τον λέω, ο μικρός ο Ανδρουλάκης του ΚΙΝΑΛ ήταν ένας βλάκας και μισός, που σε κάποια στιγμή δεν άντεξα και του είπα «Κάτι ξέρουν εκεί στο ΠΑΣΟΚ και σας εκτρέφουν». Την απόλαυσα εκείνη την εκπομπή αν και είχα πάει άρρωστος, με 38 μισό πυρετό. Ειδεμή θα’μουν ακόμη πιο παρεμβατικός. Εντάξει, κι άλλοι βγαίνουν και τα λένε ωραία, μην πάμε στη λίαν πεπλανημένη άποψη περί σημαντικότητος. Εδώ στην Ελλάδα συνηθίζεται να θεοποιούμε κάποιον για να μπορούμε ανά πάσα στιγμή να τον δείξουμε και να πούμε «Έλα, μωρέ, τι να μας πει κι αυτός ο μαλάκας;»
Απάνθρωπο δεν είναι, όμως;
Όχι, απεναντίας το βρίσκω πολύ ανθρώπινο, αφού αυτό ειν’ ο άνθρωπος: Απάνθρωπος! Ο άνθρωπος με τη φιλοσοφική έννοια δεν έχει καμία σχέση με τον άνθρωπο, όπως τον ξέρουμε σαν σύνολο τουλάχιστον.
Θα τον έλεγες σοφή κατασκευή τον άνθρωπο;
Μάλλον περί λάθους πρόκειται. Καταρχάς δεν είναι αυτοδύναμος, πρέπει δηλαδή ν’ αναπληρώνει την ενέργεια που καταναλώνει. Για να πεις σοφό ένα κατασκεύασμα, πρέπει να’ναι το τέλειο.
Πήρες θέση στο πρόσφατο θέμα με τα πνευματικά δικαιώματα των συναδέλφων σου;
Κοίταξε, οι καλλιτέχνες – εντός και εκτός εισαγωγικών «καλλιτέχνες» – είναι συνήθως ρεμπετασκέδες. Βάλε και το ότι είμαστε στην Ελλάδα, το πρόβλημα πάει στη νιοστή. Σαφώς και έχουν δίκιο στον αγώνα τους όλοι αυτοί οι συνθέτες, οι τραγουδοποιοί, οι στιχουργοί, οι επονομαζόμενοι δημιουργοί, αν και μην τρελαθούμε κιόλας, δημιουργός είναι βαριά κουβέντα – εντάξει, είπαμε, τραγουδάκια φτιάχνεις. Έχουν δίκιο, όμως, ειδικά αν δεις τη Μενδώνη, που’ναι σαν παπαδιά. Βάλε από δίπλα την άλλη την Κεραμίδα, την Κεραμέως, βάλε κι αυτή με το λοφίο, την Παναγιωταρέα, μία και μία είναι, ένας κι ένας! Απ’ τον Μπογδάνο μέχρι τη Βούλτεψη! Τραγική κατάσταση και όχι δική τους, αλλά δική μας.
Θα πας μετά από έξι μήνες να ρωτήσεις πόσο πούλησε το βιβλίο σου;
Φαντάζομαι, κάτι θα μου πουν…Όχι, μπα…Δε νομίζω…Μπορεί και να ρώταγα από περιέργεια…
Σε ρώτησα πιο πολύ για να δω αν διεκδικείς γενικώς το δίκιο σου.
Και που να το βρεις;
Σωστό κι αυτό.
Άμα σκεφτείς ότι έχω κάνει και τρεις γάμους!
Με παπά – κουμπάρο;
Κανονικά, στην Αγιά Σωτήρα στην Πλάκα με παπά τον Μάριο τον Δαπέργολα. Ωραίος! Εκεί πηγαίναμε προσκοπάκια, πιτσιρικάδες, φρουρά στον Επιτάφιο. Ο παπα-Μάριος είχε παντρευτεί την αδερφή του αρχηγού της ομάδας και είχαμε σχέσεις. Κάποτε, σε μια εκδρομή στην Αυστρία, μέσω Γιουγκοσλαβίας, ήμασταν 42 άτομα μεσ’ στο πούλμαν και μόνο εγώ ήξερα γερμανικά. Καταλαβαίνεις τι τράβηξα! Ο Δαπέργολας, αμέσως μετά τα ορθόδοξα σύνορα, όταν μπήκαμε δηλαδή στην Αυστρία, έβγαλε τα ράσα κι έβαλε σταυρωτό κοστουμάκι με γραβατούλα και μπερεδάκι. Σαν boheme poeta ήτανε. Ο εγγονός του έπαιζε βιολί με τη μπάντα του Socos – ακόμα παίζει -, όταν κάναμε το δίσκο με τα ποιήματα του Εγγονόπουλου.
Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, πάντως, τον είχε περάσει γενεές δεκατέσσερις τον Socos, όταν τον είχα ρωτήσει για τις μελοποιήσεις που του έκανε.
Καλά, ο Χριστιανόπουλος βρίζει τον κόσμο όλο, σ’ αυτό μοιάζουμε. Κι εγώ βρίζω, αλλά το κάνω πιο χαριτωμένα. Ούτε γκρίνια, ούτε κατινιά. Ο Χριστιανόπουλος έχει τα ελαττώματα της γενιάς του.
Θυμάσαι τους ομηρικούς καυγάδες του με τον Ηλία Πετρόπουλο μέσω «Ελευθεροτυπίας»;
Ο Πετρόπουλος ήτανε παλικάρι, είχε μεγάλη πλάκα! Μέναμε ένα διάστημα μαζί, αυτός, εγώ, ο Γιώργος Μακρής, ο σκηνογράφος Νίκος Πολίτης, στο σπίτι του, στη Νεοφύτου Δούκα.
«Να φύγει αυτός ο χειμώνας» (μουσική- στίχοι- ερμηνεία: Δημήτρης Πουλικάκος) Οι στίχοι του τραγουδιού περιέχονται στο βιβλίο «Φρυκτωρίες ή Πόσο ζουν οι μύγες;»
Σου ζητάνε συμμετοχές σε δίσκους τους συνάδελφοι σου;
Ναι, έχω κάνει μερικές συμμετοχές από δω κι από κει. Με τον Σπυρόπουλο παίξαμε στους Χαΐνηδες, στο δίσκο «Ζήτω τα λαϊκά κορίτσια» του Παντελή Αμπαζή συμμετείχα και ένα κομμάτι του Στρόφαλη είπα για το σήριαλ «Δούρειος Ίππος». Κι άλλα θα’ναι που δεν τα θυμάμαι τώρα.
Είχες χαρακτηρίσει το έντεχνο κλαψομούνικο…
(με διακόπτει) Ναι, και επιπλέον τώρα υπάρχει ο όρος «έντεχνο ροκ»! Γάμησε τα δηλαδή…Δεν υπάρχει σωτηρία!
Κι αν ένας συνθέτης σαν τον Σταύρο Ξαρχάκο σου ζητούσε συνεργασία, θα δεχόσουν;
Εξαρτάται. Αν ήταν κάνα ωραίο κομμάτι, με καλή μουσική και κυρίως στίχο, γιατί όχι; Αν ήταν ψιλομαλακία, όχι θα τού’λεγα. Αν μου έλεγε, ας πούμε, να τραγουδήσω το «Καίγομαι – καίγομαι» που το’χε πει πολύ ωραία η Σωτηρία η Λεονάρδου, σίγουρα θα δεχόμουν! Δεν είναι εύκολο κομμάτι αυτό!
Τι θα σε διασκέδαζε σήμερα;
Υπάρχει τίποτα πιο διασκεδαστικό απ’ το να κάθεσαι κάπου και να βλέπεις φάτσες και συμπεριφορές; Τι σινεμά μου λες…Λίγη φαντασία να βάλεις, έχεις αμέσως μια ιταλική ταινία μπροστά σου! Μας έφαγε ο μαλάκας ο Αριστοτέλης με τη λογική του που τετραγώνισε το όλον πράγμα…Ήρθαν μετά κι οι καλβινιστές και γαμήθηκε το σύμπαν κι ακόμα γαμιέται…
Τι θα ήθελες να πεις στους αναγνώστες μας για το βιβλίο σου που μόλις κυκλοφόρησε;
Άμα το αγοράσατε ήδη, ας προσέχατε (γέλια) Να το διαβάσουν, τι άλλο; Κοίταξε, το καλό μ’ αυτά τα βιβλία είναι πως δεν κρατάς ένα μυθιστόρημα που έχει αρχή και τέλος. Μπορείς, αντίθετα, να το ξεφυλλίσεις, να διαβάσεις πεζά, ιστοριούλες, σοβαρά κείμενα, λιγότερο σοβαρά και μαλακίες, σοφίες, μεταφράσεις, διάφορα…Να πω, όμως, και ότι κανονικά η γνώση θα έπρεπε να είναι ελεύθερη και να μην αποτελεί εμπορεύσιμο προϊόν.
Τελευταία ερώτηση: Τι έχεις να πεις σ’ αυτούς που σε έχουν πει τεμπέλη κυρίως για την αραιή δισκογραφία σου;
Και λοιπόν; Καλοί μαλάκες είναι κι αυτοί! Και τι τους κόφτει; Η φύση αγαπάει τον τεμπέλη, διότι ο τεμπέλης εκ φύσεως θ’ αφήσει τη φύση να κάνει τη δουλειά της απρόσκοπτα. Άλλο που δε θέλει η φύση! Ο ελέφαντας μπορεί να καταστρέψει μια ολόκληρη έκταση και μετά να πάει αλλού. Όταν επιστρέψει μετά από χρόνια εκεί, το μέρος θα’χει αποκατασταθεί. Από ένστικτο κι από γνώση, ξέρει την οικονομία του πράγματος.
Δημήτρη Πουλικάκο, σ’ ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συζήτηση.
Εγώ ευχαριστώ, αλλά κοίτα: Μη μου γράψεις κάνα πρόλογο με τα δικά σου τα κουλτουριάρικα που γράφεις (γέλια)
* Το βιβλίο «Φρυκτωρίες ή Πόσο ζουν οι μύγες» του Δημήτρη Πουλικάκου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Opportuna
** Οι Προστατευόμενοι Μάρτυρες (Δημήτρης Πουλικάκος – Νίκος Σπυρόπουλος) ξεκινάνε τουρνέ από αύριο, Τρίτη 11/2 μέχρι και την Παρασκευή 14/2, σε Γιαννιτσά, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Σκύδρα.
Συνέντευξη στον Αντώνη Μποσκοΐτη, για το Κουτί Πανδώρας