«Στην Αθήνα τρώνε γάλους και στο μέτωπο Ιταλούς». Αυτό ήταν το αστείο που έλεγαν οι στρατιώτες μεταξύ τους τα Χριστούγεννα του ’40.
Εκείνες οι γιορτές βρήκαν τους Έλληνες ανήσυχους για την έκβαση του πολέμου.
Οι στρατιώτες ήταν μακριά από την οικογένειά τους στα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου.
Ο πόλεμος είχε ξεσπάσει δύο μήνες πριν και η Ελλάδα πολεμούσε με όλη της τη δύναμη τους Ιταλούς.
Όλοι γιόρταζαν συγκρατημένα και προσεύχονταν για τη νίκη.
Βομβαρδισμοί, τσουχτερό κρύο, ψείρες και πείνα μάστιζαν τους στρατιώτες.
Το πυροβολικό συνέχιζε τη δράση του και οι στρατιωτικές μονάδες προήλαυναν ασταμάτητες στην Ήπειρο.
Λίγες μέρες πριν είχαν καταλάβει το Αργυρόκαστρο, τους Αγίους Σαράντα και το Πόγραδετς.
Παραμονή Χριστουγέννων κατέλαβαν και τη Χειμάρρα και ο αγώνας καλά κρατούσε.
Τα εξώφυλλα των εφημερίδων ήταν διθυραμβικά για τις νίκες στο μέτωπο.
Παρά τις κακουχίες, οι φαντάροι πέρασαν την ημέρα των Χριστουγέννων με ανεβασμένη διάθεση.
Είχαν καταφέρει να αναγκάσουν τους Ιταλούς σε υποχώρηση, υπερασπίστηκαν την πατρίδα και είχαν λίγες απώλειες.
Στις 25 Δεκεμβρίου βρήκαν την ευκαιρία να χαλαρώσουν, αλλά στη γιορτή τα τραγούδια δεν ήταν τα συνηθισμένα. Ο Μουσολίνι ή αλλιώς ο Ντούτσε, είχε την «τιμητική» του, στα σατυρικά τραγούδια.
Ιερείς έψαλλαν τη Θεία Λειτουργία και φυσικά, η ευχή ήταν η Ελλάδα να κερδίσει τον πόλεμο.
Ωστόσο ήταν μια χριστιανική γιορτή. Η γιορτή της αγάπης και οι Έλληνες έφαγαν μαζί με τους Ιταλούς αιχμαλώτους. Αυτούς που είχαν έρθει για να κάνουν περίπατο μέχρι την Αθήνα. Περίεργο για τα ήθη του πολέμου, αλλά οι Έλληνες δεν τους μισούσαν και μοιράστηκαν το συσσίτιο μαζί τους.
Οι στρατιώτες έλαβαν τρόφιμα και δώρα από τα σπίτια τους.
Το πιο πολύτιμο φυσικά ήταν η αλληλογραφία από την οικογένεια και την αγαπημένη τους.
Μπορεί να ήταν ζωντανοί, αλλά κάθε γράμμα στο μέτωπο ήταν πολύτιμο, γιατί κατά βάθος όλοι ήξεραν πως κάθε γράμμα μπορεί να ήταν το τελευταίο.