Ο Τύπος και το Τρίγωνο των Βερμούδων
Του Παντελή Μπουκάλα
Πάνω στην άυλη σκυτάλη που παραλαμβάνουμε από τους παλαιότερους όταν αρχίζουμε να καταπιανόμαστε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία είναι γραμμένος, εκτός πολλών άλλων δεοντολογικών, ο εξής αφορισμός: «Οταν ο Τύπος γίνεται ο ίδιος είδηση, αντί να καταγράφει και να μεταδίδει ειδήσεις, τότε στις 99 από τις εκατό περιπτώσεις δεν είναι για καλό». Το αξίωμα αυτό διαμορφώθηκε σε καιρούς που κυριαρχούσε μονοπωλιακά ο χάρτινος Τύπος. Με την εμφάνιση και του γυάλινου Τύπου, και κατεξοχήν του ιδιωτικού-εμπορικού, το 99% αποδείχθηκε μετριοπαθές. Σήμερα, δεν φαίνεται να δικαιολογείται ούτε καν η επιφύλαξη ή η ελπίδα ότι έστω στη μία από τις εκατό περιπτώσεις που ο Τύπος γίνεται είδηση, κάτι καλό έχει συμβεί, σε κάτι ωραίο πρωταγωνίστησε ο ίδιος.
Μια επιφανειακή προσέγγιση όσων τραγελαφικών συνέβησαν τις τελευταίες ημέρες με τις εφημερίδες στο επίκεντρό τους, και με πρωτομάστορα τον αυτοκαταστροφικό κυβερνητικό εκπρόσωπο Στέλιο Πέτσα, είναι πιθανό πως θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι αυτή τη φορά ο Τύπος δεν ευθύνεται για τίποτε. Οτι ο φταίχτης είναι αποκλειστικά η μεγάλη Εξουσία, η πρώτη, και τα συνήθη μικροκομματικά-συμφεροντολογικά παίγνιά της. Μακάρι να ’ταν έτσι. Οι ευχές όμως δεν αλλάζουν τον κόσμο και την πραγματικότητα. Για να φτάσει ο χάρτινος Τύπος να έχει ανάγκη την κρατική επιδότηση για να επιβιώσει, έβαλε και ο ίδιος το χεράκι του. Αυτοτραυματίστηκε. Και αυτοεκτέθηκε στη δυσπιστία του αναγνώστη, συχνά και στην περιφρόνησή του. Δεν φταίει μόνο η παρατεταμένη οικονομική κρίση που το αγοραστικό κοινό τού έστρεψε την πλάτη του, με αποτέλεσμα να μη φτάνουν πια ούτε τις ογδόντα χιλιάδες φύλλα οι πωλήσεις όλων των ημερήσιων εφημερίδων, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή των χολερικά κίτρινων, των ροζ και των μακελάρικων μαυροκίτρινων. Δεν μπορεί, κάποιο μερίδιο ευθύνης έχουν και οι συμβαλλόμενοι στην παραγωγή μιας εφημερίδας, εκδότες και δημοσιογράφοι.
Αν καταβαραθρώθηκαν οικονομικά εφημερίδες με μακρά ιστορία, που έμοιαζαν γεροί οργανισμοί, θα φταίει σίγουρα και το γεγονός ότι παχυλά τραπεζικά δάνεια, που χορηγήθηκαν με εχέγγυο αυτήν ακριβώς την ιστορία, ή τον διαβόητο «αέρα», δεν χρησιμοποιήθηκαν για να βελτιωθεί το προϊόν. Αντίθετα, σπαταλήθηκαν για να εξυπηρετηθούν ιδιωτικές ανάγκες, αν όχι και πολυτελείς επιθυμίες. Το μαρτυρούν αυτό και οι εκπλειστηριαζόμενες βίλες αλαζόνων μεντιοκρατών, που ηγεμόνευσαν για καιρό στον ημερήσιο Τύπο ή στον περιοδικό. Και μάλιστα σ’ εκείνον τον περιοδικό Τύπο που κοκορευόταν ότι ο κύριος στόχος του ήταν να «ξεβλαχέψει» την Ελλάδα.
Για την αναξιοπιστία του Τύπου υπάρχουν άλλοι μάρτυρες, με τους οποίους συμφωνεί και η προσωπική εμπειρία του καθενός μας. Υπαρχει λ.χ. η έρευνα που έγινε στις αρχές του 2018 από το Pew Research Center, σε 38 χώρες. Θυμίζω κάποιους αποκαρδιωτικούς δείκτες: Ως προς την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τα ΜΜΕ, η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση. Δυστυχώς, δεν πρόκειται για τη μοναδική δυσάρεστη πρωτιά μας, αυτό όμως δεν την καθιστά και πιο ευκολοχώνευτη. Μόλις το 18% των πολιτών κρίνει ότι τα πολιτικά ζητήματα παρουσιάζονται αντικειμενικά, μόλις το 22% εκτιμά πως οι ειδήσεις μεταδίδονται στη σωστή τους διάσταση, μόλις το 25% πιστεύει τις ειδήσεις που αφορούν την κυβέρνηση και μόλις το 42% συμφωνεί ότι τα νέα που προβάλλονται είναι όντως τα σπουδαιότερα της ημέρας. Ακόμα κι αν βιαστούμε να αυτοπαρηγορηθούμε, λέγοντας ότι για τα ποσοστά αυτά ευθύνεται και η γενικευμένη καχυποψία ως σταθερή παράμετρος μιας κάποιας πατροπαράδοτης ελληνικότητας, δεν θα ανακτήσουμε την αξιοπιστία μας. Αξιοπιστία που φαίνεται ότι την καταπίνει το δικό μας τρίγωνο των Βερμούδων, που σχηματίζεται με κορυφές την Παραπληροφόρηση, την Αποπληροφόρηση και την Υποπληροφόρηση.
Αν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ήθελε να ενισχύσει και τις τρεις αυτές κορυφές, όταν κατέστρωνε τον κατάλογο των εφημερίδων που δικαιούνται ένα κάποιο βοήθημα, το γνωρίζει φυσικά ο ίδιος, οι συναρμόδιοι συνάδελφοί του στο υπουργικό συμβούλιο, τα κομματικά στελέχη που αποφασίζουν γι’ αυτά τα λεπτά ζητήματα εν κρυπτώ και παραβύστω, και οπωσδήποτε ο πολιτικός προϊστάμενος όλων: ο πρωθυπουργός. Να υποθέσουμε ότι ο κ. Πέτσας αυτοσχεδίασε, αποφασίζοντας μόνος του να υποκριθεί τον Αϊ-Βασίλη του Τύπου, μέρες που έρχονται; Δεν προκύπτει εκ των συμφραζομένων. Και ποια τα γλαφυρά συμφραζόμενα; Το ασφυκτικά πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο μιας ον-λάιν διακυβέρνησης.
Στον κατάλογο λοιπόν των δικαιούχων που δημοσίευσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος οι τίτλοι φαίνονται ατάκτως ερριμμένοι: φύλλα πολιτικά με φύλλα του τζόγου, φύλλα σοβαρά με φύλλα κατακίτρινα, φαιοκίτρινα ή αγρίως σεξιστικά, μισαλλόδοξα και ρατσιστικά, που μαγαρίζουν το χαρτί της εκτύπωσής τους και πληγώνουν καθημερινά το μάτι μας, φύλλα με πολυάριθμο προσωπικό με άλλα του ενός ή των τεσσάρων ατόμων, φύλλα που δεν χρωστάνε στους εργαζόμενούς τους, στην εφορία και στα ασφαλιστικά ταμεία με φύλλα που θα μπορούσαν να εκδίδονται υπό τον κοινό τίτλο «Φέσι». Ωστόσο, αυτή ακριβώς η φαινομενική αταξία αποκαλύπτει, με μια δεύτερη ανάγνωση και σκέψη, ότι το εσκεμμένα εξωφρενικό συνονθύλευμα κατασκευάστηκε από τον γνωστό καιροσκοπικό τακτικισμό, που αποτελεί συνήθως την αυτοθαυμαζόμενη ως μεγαλόπνοη και οραματική στρατηγική της μιας ή της άλλης κυβέρνησης.
Εφόσον ο ευγενής στόχος ήταν να υπηρετηθεί ο Τύπος που η υπόστασή του ταυτίζεται με το μελάνι, ο κ. Πέτσας χρησιμοποίησε μπόλικο μελάνι σουπιάς για να θολώσει τα νερά, τις προθέσεις του δηλαδή. Το δόγμα του «θα πάρουν όλοι, ώστε να μην γκρινιάξει κανένας» μοιάζει να υπηρετεί την ισοπολιτεία και την ισηγορία, αλλά το τέχνασμα είναι ολοφάνερο. Στην πράξη το «θα πάρουν όλοι» σήμαινε ότι θα πάρουν και εκείνοι που δεν δικαιούνται καμία κρατική ενίσχυση με κανένα στοιχειωδώς σοβαρό κριτήριο, σύννομο και δημοκρατικώς τίμιο και έγκυρο. Γιατί να πάρουν και αυτοί που και τυπικά και ουσιαστικά δεν στοιχειοθετούν κανένα δικαίωμα; Μα είτε επειδή μας είναι ήδη χρήσιμοι, «δικοί μας», είτε επειδή ενδέχεται να γίνουν χρήσιμοι μετά την ενίσχυσή τους, υψώνοντας ακόμα περισσότερο την υπέρ ημών φωνή τους ή αμβλύνοντάς την, αν τυχαίνει να είναι σχετικώς επιφυλακτικοί ή κριτικοί απέναντί μας. Απλά ελληνικά… Στα απλούστερα θα αρκούσε μία και μόνη λέξη: χειραγώγηση.
Ο κ. Πέτσας, προσπαθώντας να αμυνθεί μετά τις αντιδράσεις, προσέφερε ακόμα περισσότερα όπλα στους επικριτές του: ισχυρίστηκε ότι απλώς εφάρμοζε όσα είχε ψηφίσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο που ψευδόταν κατάφωρα, αφού τροποποίησε ή διέγραψε όλες τις αυστηρές προβλέψεις που υπήρχαν στην κοινή υπουργική απόφαση της προηγούμενης κυβέρνησης. Ενας υπουργός ως συνειδητός διακινητής fake news. Τα λεπτομερή αποκαλυπτήρια μπορεί να τα δει κανείς και στα ellinika hoaxes, μαζί με μια κόκκινη κάρτα στην κατηγορία «Παραπληροφόρηση». Ιδού η μία από τις κορυφές του τριγώνου της χειραγώγησης…
Πηγή: Η Καθημερινή