Περίπου πέντε χρόνια μετά την έναρξη της μεγάλης δίκης της Χρυσής Αυγής, η διαδικασία φτάνει σε μία ακόμη κρίσιμη καμπή της με την ανακοίνωση της πρότασης της εισαγγελέως Αδαμαντίας Οικονόμου.
Στην αίθουσα του Εφετείου από νωρίς το πρωί βρέθηκαν αρκετοί δημοσιογράφοι, ενώ όπως πάντα παρούσα ήταν και η μητέρα του Παύλου Φύσσα, Μάγδα. Έντονη ήταν επίσης η αστυνομική παρουσία, παρά το γεγονός ότι από την πλευρά του ακροατηρίου της Χρυσής Αυγής είχαν προσέλθει στο δικαστήριο ελάχιστα άτομα.
Επίσης στη δικαστική αίθουσα βρίσκονταν τέσσερις από τους κατηγορούμενους της δίκης, οι Καλπιτζής, Μαρίας Παπαδοπουλος και Στεριόπουλος.
Μια από τις μεγαλύτερες σε διάρκεια διαδικασίες στα ελληνικά δικαστικά χρονικά, χαρακτήρισε τη δίκη της Χρυσής Αυγής, η εισαγγελέας Αδαμαντία Οικονόμου κατά την έναρξη της πολυαναμενόμενης αγόρευσής της.
Όπως εξήγησε, η αγόρευσή της θα είναι ανά υπόθεση, όπως δηλαδή εξετάστηκαν και οι μάρτυρες της δίκης.
Σύμφωνα με το Κουτί Πανδώρας, κατά την αγόρευσή της η κ. Οικονόμου περιέγραψε τα όσα έγιναν το μοιραίο βράδυ της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, με βάση τα όσα έχουν καταθέσει στο δικαστήριο οι μάρτυρες και οι κατηγορούμενοι.
Περιγράφοντας τη στιγμή της δολοφονίας, η κ. Οικονόμου σημείωσε ότι «από το αυτοκίνητο αποβιβάστηκε ο Ρουπακιάς που ο Φύσσας πήγε να του χώσει μπουνιά τη στιγμή που ο Ρουπακιάς, αγκαλιάζοντάς τον, του κατάφερε χτυπήματα με μαχαιρι με αποτέλσμα να πεσει αιμόφυρτος λέγοντας [ο Φύσσας] αυτός είναι».
Η εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή του Γιώργου Ρουπακιά, υποστηρίζοντας ότι μαχαίρωσε τον Παύλο Φύσσα με δόλο και με ξεκάθαρο σκοπό να τον σκοτώσει, ενώ απέρριψε τις αιτιάσεις του ότι βρισκόταν σε βρασμό ψυχής και σε αυτοάμυνα επειδή του επιτέθηκε ο Παύλος Φύσσας.
«Από τα στοιχεία προέκυψε ότι ο Ρουπακιάς αποφάσισε και εκτέλεσε την απόφασή του σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Η πρόθεση του κατηγορουμένου ήταν να φονεύσει τον Φύσσα. Τα χτυπήματα (μαχαιρώματα) έγιναν με μανία. Ενεργώντας με πρόθεση και σε ήρεμη ψυχικη κατασταση τόσο κατα τον χρονο λήψης της αποφασης και κατα την εκτέση επληξε τον Παύλο Φύσσα δυο φορές», τόνισε στην αγόρευσή της η Αδαμαντία Οικονόμου.
«Καθαροί» οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι
Αίσθηση προκάλεσε το γεγονός ότι από την πρόταση της εισαγγελέως προκύπτει ότι οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι της υπόθεσης, οι οποίοι βρίσκονταν στο σημείο και προηγουμένως είχαν συμπλακεί με τον Παύλο Φύσσα, δεν έφεραν καμία ευθύνη για τη δολοφονία.
Μάλιστα υποστήριξε ότι από πουθενά δεν προκύπτει κάποια στοχοποίηση συγκεκριμένα του Παύλου Φύσσα, αλλά και ότι δεν θα μπορούσε να έχει υπάρξει εντολή από τα.. άνωθεν της Χρυσής Αυγής για τη δολοφονία. Αναρωτήθηκε μάλιστα «τι κέρδος θα μπορούσε να έχει ο Λαϊκός Σύνδεσμος Χρυσή Αυγή από κάτι τέτοιο; Ποιο θα ήταν το όφελος;».
Αναφέρθηκε μάλιστα συγκεκριμένα στον αρχηγό της οργάνωσης Νίκο Μιχαλολιάκο υποστηρίζοντας ότι «δεν προκύπτει ότι δόθηκε εντολή από τον Μιχαλολιάκο για τη δολοφονία», ενώ για τον Γιάννη Λαγό τόνισε ότι προσπάθησε να μάθει πληροφορίες μετά το συμβάν.
«Οι κινήσεις του Ρουπακιά δείχνουν ότι δεν είχαν σχεδιάσει εκ των προτέρων το σχέδιο της ανθρωποκτονίας […] ο Ρουπακιάς μόνος του κινήθηκε και αποχώρησε χωρίς κάποιοι να τον συνέδραμαν […] δεν ήταν ορατή η πράξη στους τρίτους […] ο Ρουπακιάς ήταν με την πλάτη στο απέναντι πεζοδρόμιο άρα δεν μπορούσε κάποιος να δει ότι κρατούσε μαχαίρι. […] Ακόμη και η Καραγιαννίδου κατέθεσε «δεν ξέρω αν εξαρχής ήθελε να τον σκοτώσει» […] Πώς γίνεται λοιπόν να γίνεται λόγος για οργανωμένο σχέδιο; Αν τα άτομα ήταν σε συνενόηση και σχεδιασμό δε θα είχαν επιτεθεί;», είπε χαρακτηριστικά η εισαγγελέας.
Η κ. Οικονόμου υποστήριξε μάλιστα ότι «η εμφάνιση του Ρουπακιά ήταν συμπτωματική. […] αν υπήρχε σχέδιο για τη δολοφονία θα ήταν ήδη στα γραφεία χωρίς να χρειάζεται τηλέφωνο από τον Δήμου».
Σε αυτό το πλαίσιο η εισαγγελέας πρότεινε την απαλλαγή πολλών κατηγορουμένων, μεταξύ των οποίων και οι Άγγος, Καζατζόγλου, Μιχάλαρος, Πατέλης, Τσακανίκας και Τσαλίκης, από την κατηγορία της συνέργειας στην ανθρωποκοτονία.
Πέραν αυτών, η εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή ορισμένων μόνο εξ’ αυτών για παράνομη οπλοκατοχή.
Η αγόρευσης της εισαγγελέως συνεχίζεται για την υπόθεση των επιθέσεων εναντίον των Αιγύπτιων αλλιεργατών και των μελών του ΠΑΜΕ.
Υποθέσεις Αιγύπτιων αλλιεργατών και μελών του ΠΑΜΕ – Εισαγγελέας: Αν ήθελαν να τους σκοτώσουν θα τους σκότωναν
Εξαιρετικά ανεκτική φάνηκε η κ. Οικονόμου και στην υπόθεση της δολοφονικής επίθεσης που δέχτηκαν στο σπίτι τους δύο αιγύπτιοι ψαράδες.
Παρά τη βαρβαρότητα με την οποία χτυπήθηκαν οι ψαράδες, προκαλώντας σοβαρά και χρόνια προβλήματα υγείας, η κ. Οικονόμου πρότεινε την ευμενή μετατροπή της κατηγορίας της απόπειρας ανθρωποκτονίας σε αυτή της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης.
«Δεν αποδεικνύεται ο ανθρωποκτόνος σκοπός των κατηγορουμένων. […] Οι πράξεις των κατηγορουμένων δεν έχουν στα χαρακτηριστικά την πρόθεση ανθρωποκτονίας με δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση […] Το έγκλημα της βαριάς σωματικής βλάβης μπορεί να επέλθει από αμέλεια όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο […] από το αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν σκοπό να τραυματίσουν και όχι να σκοτώσουν τον παθόντα και επομένως προτείνω την ενοχή τους ως τελέσαντες βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, αποδέχεται την παρουσία μελών της Χρυσής Αυγής στο τάγμα εφόδου που επιτέθηκε στους δύο ψαράδες.
Υπόθεση ΠΑΜΕ
Τέλος, η εισαγγελέας Αδαμαντία Οικονόμου ανακοίνωσε την πρόταση και επί της ενοχής των κατηγορουμένων στην υπόθεση της επίθεσης που δέχτηκαν μέλη του ΠΑΜΕ, λίγες μόνο ημέρες πριν τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Η κ. Οικονόμου παρουσίασε αναλυτικά τις ιατροδικαστικές εκθέσεις των εμπλεκομένων στην υπόθεση, παρουσιάζοντάς την σαν μια απλή συμπλοκή μεταξύ δύο αντίπαλων ομάδων.
Η εισαγγελέας τόνισε ότι από τις μαρτυρίες δεν προκύπτει ο ακριβής χρόνος που διήρκεσε η «συμπλοκή» καθώς άλλοι κάνουν λόγο για 1-2 λεπτά και άλλοι για περίπου 10 λεπτά.
Κατά την κ. Οικονόμου, ακολουθώντας το ίδιο σκεπτικό που είχε και στην περίπτωση των Αιγύπτιων αλλιεργατών, υποστήριξε ότι αν οι επιτηθέμενοι είχαν ανθρωποκτόνο σκοπό θα μπορούσαν να τον έχουν πετύχει. Με άλλα λόγια υποστήριξε ότι «αν ήθελαν να τους σκοτώσουν θα τους σκότωναν».
Μάλιστα, χρησιμοποιώντας τις μαρτυρίες των ίδιων των θυμάτων, και ιδιαιτέρως εκείνη του Σωτήρη Πουλικόγιαννη που δέχτηκε τη σφοδρότερη επίθεση, δήλωσε ότι αν και οι επιτηθέμενοι κατείχαν ρόπαλα με εφαρμοσμένες σιδερένιες λάμες, επέλεξαν να χτυπήσουν τα θύματα με τη βάση των ροπάλων και όχι με τις μεταλλικές απολήξεις.
Ή εισαγγελέας εκτίμησε τελικα ότι αυτό που ήθελαν ήταν να προκαλέσουν ζημιά στο συνδικάτο και όχι να σκοτώσουν.
Σε αυτό το πλαίσιο η εισαγγελέας Αδαμαντία Οικονόμου πρότεινε τη μετατροπή των κατηγοριών της απόπειρας ανθρωποκτονίας σε απόπειρα πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, ενώ σε άλλους για συνέργεια σε απόπειρα πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης.
Η εισαγγελέας αμφισβήτησε μάλιστα την εγκυρότητα ορισμένων θυμάτων της επίθεσης με το σκεπτικό ότι η σωματική τους κατάσταση δεν τους επέτρεπε να συγκρατήσουν τις λεπτομέρειες που κατέθεσαν.
Η εισαγγελέας πρότεινε επίσης την απαλλαγή των κατηγορουμένων από κατηγορίες όπως η διατάρραξη της κοινής ειρήνης και της βλαστημίας καθώς έχει καταργηθεί το αξιόποινο των συγκεκριμένων πράξεων.