«Ο στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα μπορούσε να έχει ήδη μειωθεί».
Κατά την ομιλία του στη Βουλή κατά την συζήτηση του Κρατικού Προϋπολογισμού του οικονομικού έτους 2020, ο Γιάννη Δραγασάκης, βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Β2 Δυτικού Τομέα Αθηνών, τόνισε τα εξής:
«Όπως έδειξαν και τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το δεύτερο τρίμηνο του 2019, η οικονομία αυξανόταν με ρυθμό 2,8%, όσος, δηλαδή, είναι και ο στόχος του Προϋπολογισμού για το 2020. Η επίδοση αυτή όχι μόνο εκθέτει με ηχηρό τρόπο την καταστροφολογία της ΝΔ όταν ήταν αντιπολίτευση, αλλά δημιουργεί κι ένα προηγούμενο, με το οποίο η κυβέρνηση καλείται ν’ αναμετρηθεί, κι αν όχι να το ξεπεράσει, τουλάχιστον να το φθάσει το 2020.
Έχουμε, πάντως, μια αλλαγή των συνθηκών. Ενώ εμείς παραλάβαμε, από την κυβέρνηση του κ. Σαμαρά, μια χώρα σε τέλμα και αδιέξοδο, η ανάκαμψη της οικονομίας που πετύχαμε και τα αποθέματα που δημιουργήσαμε, αναδεικνύουν σημαντικές δυνατότητες, και επιτέλους υπάρχει κάτι να «μοιραστεί».
Και αυτή είναι η βασική αντίφαση του Προϋπολογισμού και συνολικάτης κυβερνητικής πολιτικής. Ενώ υπάρχουν σήμερα μεγαλύτερες δυνατότητες, η κυβέρνηση αυτή περικόπτει αντί να διευρύνει όσα εμείς κάναμε υπέρ των αδυνάτων. Και το ερώτημα είναι εύλογο. Αφού, η οικονομία πάει καλύτερα, γιατί δεν κάνετε πιο γενναίες και δίκαιες φοροελαφρύνσεις και γιατί δεν αυξάνετε τις δαπάνες για παιδεία, υγεία και κοινωνικό κράτος; Γιατίαντίθετα μειώνετε δαπάνες για την πρόνοια κατά 400 εκ. μετά από 4,5 χρόνια συνεχούς αύξησης; Γιατί καταργείτε τη 13 σύνταξη, γιατί κόβετε προγράμματα απασχόλησης νέων επιστημόνων;
Η απάντηση προφανώς βρίσκεται στις νεοφιλελεύθερες συντεταγμένες της πολιτικής σας, τις δεσμεύσεις σας στα ισχυρά συμφέροντα που σας στηρίζουν, σε λάθη που απορρέουν από αυτά.
Το πρώτο λάθος της κυβέρνησης είναι ότι δεν προχώρησε σε μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων όπως εμείς, είχαμε σχεδιάσει και ανακοινώσει να κάνουμε από το 2020. Ο κ. Μητσοτάκης είχε δύο επιλογές. Η πρώτη ήταν να υιοθετήσει το σχεδιασμό της προηγουμένης κυβέρνησης και να αξιοποιήσει ένα μέρος των αποθεμάτων που είχαμε δημιουργήσει. Το πρωτογενές πλεόνασμα θα έμενε τυπικά στο 3,5% αλλά στην πράξη η μία μονάδα θα επέστρεφε στους πολίτες και θα καλυπτόταν από το απόθεμα. Έτσι θα υπήρχε ευρύτερος δημοσιονομικός χώρος για να αξιοποιηθεί για φορολογικές ελαφρύνσεις και ενίσχυση των κοινωνικών και αναπτυξιακών αναγκών.
Ο κ. Μητσοτάκης είχε και μια δεύτερη δυνατότητα: να ζητήσει τη μείωση των πλεονασμάτων κατά μια μονάδα λόγω αλλαγής των αντικειμενικών συνθηκών. Πράγματι, η αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού διεθνώς απαιτεί λιγότερους πόρους για την πληρωμή των τόκων για το δημόσιο χρέος, οπότε δεν είναι αναγκαίο πλέον το 3,5%. Άρα δεν πρόκειται για κάποια χάρη ούτε για αθέτηση κάποιου συμφωνημένου όρου, αλλά για αναγνώριση μιας πραγματικότητας. Άλλωστε, συμπληρωματικά προς αυτό θα μπορούσαμε να τοποθετούσαμε σε έναν ειδικό λογαριασμό ένα μέρος του αποθεματικού για ακόμη μεγαλύτερη ασφάλεια, αν κάτι πήγαινε στραβά.
Έτσι, επειδή ο κ. Μητσοτάκης δεν μείωσε το στόχο για τα πρωτογενή πλεονάσματα είτε με τον έναν τρόπο είτε με τον άλλο, οι περιβόητες φοροελαφρύνσεις, που τόσες φορές εξήγγειλε προεκλογικά, έμειναν αόρατες για τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού. Το συνολικό φορολογικό βάρος δεν μειώνεται αλλά αυξάνει και αναδιανέμεται. Ιδού οι αριθμοί από τον Προϋπολογισμό: Το 2019 το σύνολο των φορολογικών εσόδων του κράτους ήταν 51 δισ. και 392 εκατομμύρια ευρώ. Πόσα προβλέπονται για το 2020; 52 δισ. και 165 εκατ. ευρώ. Δηλαδή προβλέπεται αύξηση του φορολογικού βάρους κατά 773 εκατομμύρια ευρώ. Πού είναι λοιπόν η φορολογική ελάφρυνση σε συνολικούς όρους;
Το δεύτερο λάθος είναι, θα έλεγα, χειρότερο από το πρώτο, και αφορά στον άνισο και άδικο τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση μοίρασε τις περιορισμένες φοροελαφρύνσεις ανάμεσα στις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και ομάδες του πληθυσμού.
Είχατε να μοιράσετε 1,2 δισ. ευρώ ή 1.200 εκατομμύρια. Και τι κάνατε; Δώσατε τα 700, πάνω από το μισό δηλαδή, για να μειώνετε τη φορολογία στα κέρδη και τα μεγάλα εισοδήματα. Τι να μείνει για την υπόλοιπη κοινωνία;
Κι εδώ αναδεικνύεται ένα πρόβλημα προτεραιοτήτων. Ρωτώ ειλικρινά, θεωρείτε αυτή την ώρα ότι μέγιστη προτεραιότητα είναι η περαιτέρω μείωση κατά 50% της φορολογίας στα μερίσματα; Όταν δεν μειώνετε ούτε κατά 1% τη φορολογία κοινωνικών ομάδων με μεγάλα προβλήματα; Πιστεύετε πράγματι ότι θα έρθουν ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα, απλά και μόνο, επειδή θα πληρώνουν λιγότερο φόρο;
Το τρίτο λάθος είναι ακριβώς αυτό: η αυταπάτη ότι η μείωση της φορολογίας θα προσελκύσει επενδύσεις από το εξωτερικό. Αν ήταν έτσι, οι επενδύσεις θα κάλπαζαν στις γειτονικές μας χώρες που έχουν πολύ χαμηλούς συντελεστές. Όμως το πρόβλημα είναι πολύ πιο σύνθετο.
Όπως έγραψε ένα ειδικός, για το θέμα αυτό, στην εφημερίδα Καθημερινή «κανένα fundκαι καμία πολυεθνική, με τα οποία συνεργάστηκα, δεν αξιολόγησε μια πιθανή επένδυση στην Ελλάδα (ή άλλη χώρα) με κύριο γνώμονα τον ονομαστικό φορολογικό συντελεστή».
Άλλωστε μόλις δώσατε τη φορολογική ελάφρυνση στα κέρδη, ο ίδιος ο ΣΕΒ είπε, ότι, για να αυξηθούν οι επενδύσεις πρέπει να υπάρξουν ακόμη μεγαλύτερες φοροελαφρυνσεις, και μια μακρά λίστα άλλων προϋποθέσεων, με πρώτη μεταξύ αυτών τη μείωση του λεγόμενου εργασιακούκόστους.
Το τέταρτο λάθος είναι η εγκατάλειψη της ολιστικής Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής που είχε αρχίσει να υλοποιεί η προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι το κενό αναπτυξιακής στρατηγικής που έχει η νέα κυβέρνηση καλύπτεται από αποσπασματικά μέτρα, πελατειακές ρυθμίσεις, και λογικές του παρελθόντος. Σε μια εποχή τεχνολογικού άλματος και κλιματικής αλλαγήςη πολιτική της κυβέρνησης είναι σε πλήρη απόκλιση από τις αρχές της βιωσιμότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αναζητεί τις απαντήσεις στη φθηνή εργασία και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και όχι στην αξιοποίηση της γνώσης και τις δυνατότητες για παραγωγή υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Ενώ λοιπόν πράγματι η οικονομία έχει τις δυνατότητες να κινηθεί ανοδικά, η πολιτική της κυβέρνησης δημιουργεί αβεβαιότητες και σοβαρούς κίνδυνους.
Για τους λόγους αυτούς διαφωνούμε ριζικά με τη συνολική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, και καταψηφίζουμε τον Προϋπολογισμό για το 2020».