Η συζήτηση για τις Συμπράξεις Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) στον τομέα της Υγείας δεν είναι καινούργια. Δεν αποτελούν κάποια καινοτομία στην πολιτική Υγείας, ούτε είναι επινόηση της σημερινής κυβέρνησης. Υπάρχει ευρωπαϊκή εμπειρία εφαρμογής των ΣΔΙΤ, μόνο που δεν είναι και πολύ ενθαρρυντική.
«Εφευρέθηκαν» κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο επί Θάτσερ για την υλοποίηση νεοφιλελεύθερων αλλαγών και ιδιωτικοποιήσεων στην Υγεία. Η υιοθέτησή τους στηρίζεται στην παραδοχή ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι περισσότερο αποδοτικός από τον δημόσιο. Και παρότι οι ΣΔΙΤ προωθούνται συχνά ως λύση σε χώρες με δημοσιονομικά προβλήματα, ειδικά στον κλάδο των μεταφορών και των οδικών έργων, τα στοιχεία δείχνουν ότι μάλλον επιδεινώνουν αυτά τα προβλήματα και στην πράξη αποτελούν ένα δαπανηρό και αναποτελεσματικό τρόπο χρηματοδότησης υποδομών. Αλλωστε υπάρχει Ειδική Εκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (2018) με τίτλο «Συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα στην Ε.Ε: πολλαπλές αδυναμίες και περιορισμένα οφέλη».
Στον χώρο της Υγείας το κυρίαρχο μοντέλο ΣΔΙΤ είναι το βρετανικό, το οποίο ονομάζεται «Πρωτοβουλία Ιδιωτικής Χρηματοδότησης», στοχεύει στην κατασκευή δημόσιων νοσοκομείων και έχει τη μορφή της μελέτης-κατασκευής-χρηματοδότησης-λειτουργίας. Ο ιδιώτης επενδύει και το Δημόσιο καταβάλλει αμοιβές για το κεφαλαιουχικό κόστος και τις -υποστηρικτικές ή κλινικές- υπηρεσίες που παρέχει.
Τα εμπειρικά δεδομένα από την εφαρμογή των ΣΔΙΤ στα νοσοκομεία της Μ. Βρετανίας συνηγορούν στο συμπέρασμα ότι δεν εγγυώνται το «value for money» (ποιότητα για την τιμή) καθώς το κόστος τους είναι υψηλότερο σε σχέση με τον συμβατικό τρόπο χρηματοδότησης μέσω των δημόσιων επενδύσεων. Είναι μια ασφαλής ιδιωτική επένδυση, γιατί τους κινδύνους τους αναλαμβάνει το κράτος, ενώ αντίθετα επιβαρύνει το Δημόσιο σε βάθος δεκαετιών με «ενοίκια» που φτάνουν μέχρι και το 2% του ετήσιου προϋπολογισμού του NHS.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι σε ισχύ αυτή τη στιγμή 700 ΣΔΙΤ, αρχικού κεφαλαίου 60 δισ. στερλινών, με συνολική οφειλή περίπου 200 δισ. στερλίνες για τα επόμενα 25 χρόνια. Ακριβώς γι’ αυτό οι ΣΔΙΤ θεωρούνται πλέον «οικονομικό βαρίδι» για τα νοσοκομεία της χώρας και δεν είναι καθόλου δημοφιλείς.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι οι ΣΔΙΤ:
1. Επηρεάζουν τον σχεδιασμό ανάπτυξης των υπηρεσιών υγείας όχι με βάση επιδημιολογικά-νοσολογικά δεδομένα και ανάγκες υγείας του πληθυσμού, αλλά με οικονομικά κριτήρια και την προσδοκία κέρδους για τον ιδιώτη επενδυτή.
2. Μετακυλίουν χρηματοδοτικό βάρος στους χρήστες των υπηρεσιών μέσω της αυξανόμενης συνεισφοράς των ασθενών στο κόστος περίθαλψης.
3. Πιέζουν σε χαμηλότερα standards στελέχωσης των νοσοκομείων, σε συμπίεση του μισθολογικού κόστους και σε εργασιακή επισφάλεια.
4. Οδηγούν στον περιορισμό του φάσματος των παρεχόμενων υπηρεσιών, αποφεύγοντας τα περίπλοκα, μεγάλης βαρύτητας και υψηλού κόστους νοσηλείας περιστατικά.
5. Χαρακτηρίζονται από έλλειψη διαφάνειας, δημόσιας λογοδοσίας και κοινωνικής διαβούλευσης.
Αρα οι ΣΔΙΤ δεν αποτελούν «πανάκεια» για τα προβλήματα του Συστήματος Υγείας. Ισα ίσα ενισχύεται διεθνώς η κριτική για πολλαπλές παρενέργειές τους χωρίς κοινωνική ανταποδοτικότητα. Είναι μια μορφή επιθετικής ιδιωτικοποίησης της Υγείας που, ειδικά για την Ελλάδα, δεν απαντά στο μείζον πρόβλημα του Δημόσιου Συστήματος Υγείας που είναι η δυσκολία στην γρήγορη και επαρκή κάλυψη αναγκών σε ανθρώπινο δυναμικό υψηλής εξειδίκευσης για την αποδοτικότερη αξιοποίηση των υποδομών του, οι οποίες -παρά τη δημοσιονομική στενότητα- αναβαθμίζονται σταδιακά μέσω πολλαπλών χρηματοδοτικών εργαλείων (ΕΣΠΑ, ΠΔΕ, διασυνοριακά προγράμματα Interreg, πόροι Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης, δωρεές ιδιωτών και Ιδρυμάτων κ.λπ.).
Στο ερώτημα, λοιπόν, σε ποια υγειονομική ανάγκη απαντούν οι ΣΔΙΤ δεν υπάρχει απάντηση. Είναι προφανές ότι η προτεραιότητα στην ανάπτυξη της ΠΦΥ, της Επείγουσας Ιατρικής, των αυτόνομων ΤΕΠ, των ΜΕΘ, των κοινοτικών υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, των δομών Αποκατάστασης, των Μονάδων Ειδικών Λοιμώξεων, των Μονάδων Μεταμοσχεύσεων κ.λπ., δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υπηρετηθεί από αυτό το «εργαλείο». Πολύ απλά γιατί σε αυτούς τους τομείς δεν υπάρχουν περιθώρια υψηλής κερδοφορίας, άρα δεν πρόκειται να υπάρξει επενδυτικό ενδιαφέρον.
Η δημόσια συζήτηση στη χώρα μας για τις ΣΔΙΤ στην Υγεία εστιάζεται στην αγορά και διαχείριση ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού στο ΕΣΥ (π.χ. MRI, PET/CT, γραμμικοί επιταχυντές, αγγειογράφοι), στο outsourcing εργαστηριακών εξετάσεων, στο management των δημόσιων νοσοκομείων. Δηλαδή σε τομείς υψηλής απόδοσης, σε τμήματα-«φιλέτα» του Δημόσιου Συστήματος Υγείας, στα οποία ο ιδιώτης θα βάζει τα χρήματα για την υποδομή, το κράτος και ο ΕΟΠΥΥ θα καλύπτουν τα λειτουργικά κόστη, το προσωπικό και την «πελατεία», για να μπορεί ο επενδυτής να βγάζει κέρδος.
Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι η συζήτηση για τις ΣΔΙΤ συνοδεύεται με προτάσεις για «ευέλικτη» λειτουργία των νοσοκομείων και για αλλαγή του νομικού τους καθεστώτος (ΝΠΙΔ). Με άλλα λόγια, οι ΣΔΙΤ που προωθεί η κυβέρνηση δεν στοχεύουν στην ενδυνάμωση του Δημόσιου Συστήματος Υγείας και στην ενίσχυση της πολιτικής της καθολικής κάλυψης με περισσότερες και ποιοτικότερες υπηρεσίες, αλλά στην εκχώρηση «κερδοφόρων» τμημάτων του ΕΣΥ στην ιδιωτική αγορά, στη δημιουργία επενδυτικών ευκαιριών για τον ιδιωτικό τομέα, αυτή τη φορά εντός του «σκληρού πυρήνα» του ΕΣΥ και, συνακόλουθα, στην απόσυρση και συρρίκνωση του Δημόσιου Τομέα Υγείας.
Είναι απόλυτα επιβεβαιωμένο ότι η αναγκαία και αποδοτική συνεργασία του κράτους με ιδιώτες παρόχους και ο επικουρικός-συμπληρωματικός ρόλος του Ιδιωτικού Τομέα στην Υγεία προαπαιτούν έναν ισχυρό Δημόσιο Τομέα, ικανό να εγγυηθεί την καθολικότητα, ισότητα και αποτελεσματικότητα στη φροντίδα υγείας, αλλά και το δημόσιο συμφέρον.
Για όλους τους παραπάνω λόγους είναι προφανές ότι δεν προβλέπεται ούτε κοινωνική αλλά ούτε πολιτική συναίνεση για την προώθηση των ΣΔΙΤ Υγείας στην Ελλάδα.
* Ανδρέας Ξανθός, Βουλευτής, τομεάρχης Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ, τέως υπουργός Υγείας, Εφημερίδα των Συντακτών