Μετά τα ποικίλα σχόλια που απέσπασε το άρθρο του για τη Συμφωνία του Ελσίνκι, ο Κώστας Σημίτης με διευκρινιστική δήλωσή του «αδειάζει» «Τα Νέα» σχολιάζοντας ότι το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας τού αποδίδει χαρακτηρισμούς που ουδέποτε έχει χρησιμοποιήσει.
Δείτε: Κ. Σημίτης για ελληνοτουρκικά: «Για όλα φταίει ο Καραμανλής»
Ο πρώην πρωθυπουργός στη δήλωσή του διαχωρίζει τη θέση του από τον τίτλο του πρωτοσέλιδου «Καταπέλτης ο Κώστας Σημίτης για τα ελληνοτουρκικά: Για όλα φταίει ο Καραμανλής» και επισημαίνει ότι το άρθρο του φέρει τον τίτλο «Μια επιτυχία που δεν ολοκληρώθηκε»
«Προσωπικοί χαρακτηρισμοί για πολιτικούς, όπως εκείνος που αναφέρεται στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, μου ήταν πάντα ξένοι» υπογραμμίζει ο Κ. Σημίτης.
Στο άρθρο του ο πρώην πρωθυπουργός κάνει μία ιστορική αναδρομή με αφορμή τα είκοσι χρόνια από τη Συμφωνία του Ελσίνκι και ασκεί κριτική στην κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή που τον διαδέχθηκε.
Σχολιάζει ότι ο ίδιος από τον Δεκέμβρη του 1999 είχε δηλώσει στους Ευρωπαίους εταίρους ότι δεν μπορεί να συναινέσει στην ευρωπαϊκή υποψηφιότητα της Τουρκίας, καθώς το τότε προσχέδιο απείχε κατά πολύ από τις ελληνικές θέσεις. Στη συνέχεια θυμίζει τη διαδρομή που ακολουθήθηκε μέχρι την απόφαση του Ελσίνκι η οποία, όπως επισημαίνει, είχε εξοργίσει την Άγκυρα.
«Για αυτό και ο κ. Σολάνα μετέβη αμέσως στην Άγκυρα για να καθησυχάσει την τουρκική ηγεσία, το οποίο και πέτυχε» αναφέρει ο Κώστας Σημίτης και συνεχίζει «η Κύπρος εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση μαζί με 10 άλλες χώρες την 1η Μαΐου 2004. Η υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης έγινε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2003 όταν η Ελλάδα προήδρευε του Συμβουλίου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
«Το 2004, όταν πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με την απόφαση του Ελσίνκι, η Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες για να αποφασιστεί η έναρξη των συνομιλιών με την Τουρκία, την Ελλάδα εκπροσωπούσε ο νέος πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής. Στη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών αποφασίστηκε η εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας παρ΄ όλο που δεν είχε τακτοποιήσει τις διαφορές της με την Ελλάδα, όσον αφορά την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα. Ο Έλληνας πρωθυπουργός κατά τη συζήτηση, αν και είχε τη δυνατότητα, δεν πρόβαλε την ένσταση για την έλλειψη ανταπόκρισης της Τουρκίας στον όρο που είχε τεθεί στο Ελσίνκι -και αφορούσε την ύπαρξη διαφορών σχετικά με την έκταση της τουρκικής υφαλοκρηπίδας. Αντίθετα, επεσήμανε, ότι “οι ασφυκτικοί χρονικοί περιορισμοί δεν βοηθούν» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κώστας Σημίτης.
Κλιμακώνοντας περαιτέρω την κριτική του προς τον Κώστα Καραμανλή επισημαίνει ότι «απεδέχθη έτσι, την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία με ανεπίλυτες τις ελληνοτουρκικές διαφορές ως προς τα όρια των υφαλοκρηπίδων και αιγιαλίτιδων ζωνών τους. Ίσως σήμερα, με την εμπειρία των εξελίξεων στην Τουρκία προβληθεί το επιχείρημα ότι ο Ερντογάν δεν θα δεχόταν ποτέ την παραπομπή των υφισταμένων διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αδιαφορώντας για την ένταξη της Τουρκίας. Όμως το 2004, ο Ερντογάν δεν υποστήριζε ακόμη τις απόψεις για μια Τουρκία διάδοχο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία έχει δικαιώματα σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Τις απόψεις του αυτές πρόβαλε αργότερα, ιδίως μετά το 2016, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του. Το 2004, επιθυμούσε ιδιαίτερα την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
Καταλογίζει, επίσης, στον διάδοχό του στην πρωθυπουργία ότι δεν έδωσε συνέχεια στις ελληνοτουρκικές συζητήσεις που είχαν ξεκινήσει μετά τη συμφωνία του Ελσίνκι και υπογραμμίζει «το αποτέλεσμα της στάσης του 2004 είναι οι σημερινές απειλές και οι εκβιασμοί της Τουρκίας».
«Συμπληρωματικά πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, η προσφυγή στη Χάγη δεν αποκλείει ούτε την ανάπτυξη των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων των δύο χωρών, ούτε την πραγματοποίηση διερευνητικών συνομιλιών για την αντιμετώπιση των μεταξύ τους προβλημάτων. Είναι ένα μέσο για την ειρηνική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών», καταλήγει ο πρώην πρωθυπουργός.
Η Γεννηματά συμμερίζεται τις απόψεις Σημίτη
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι η Φώφη Γεννηματά, κατά την ομιλία της στην κεντρική επιτροπή του Κινήματος Αλλαγής, έκανε εκτενή αναφορά στις ευθύνες της ΝΔ για την εγκατάλειψη από τη κυβέρνηση Καραμανλή των συμφωνιών του Ελσίνκι, και συμμερίστηκε την ανάλογη δριμεία κριτική που ασκεί, ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Κώστας Σημίτης και στην ίδια πορεία συνέχισαν ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής τόνισε ότι «έχει μεγάλη αξία να αποκατασταθεί η αλήθεια για την τεράστια προσφορά του ΠΑΣΟΚ», συμπληρώνοντας: «Είμαστε η παράταξη που πέτυχε την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ και έβαλε την Κύπρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήταν κορυφαία στιγμή το Ελσίνκι το 1999, 20 χρόνια πριν, όπου η Ελλάδα, με τον Κώστα Σημίτη πρωθυπουργό και τον Γιώργο Παπανδρέου, υπουργό εξωτερικών, έδωσε το πράσινο φως να πάρει η Τουρκία καθεστώς “υπό ένταξη χώρας”, με την προϋπόθεση ότι η Κύπρος θα μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι η διαφορά μας θα επιλυθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Έναν όρο, τον οποίο απεμπόλησε η κυβέρνηση Καραμανλή το 2004 και επέτρεψε να προχωρήσει η έναρξη των συνομιλιών ένταξης της Τουρκίας. Χάθηκε έτσι μια ευκαιρία να πιεστεί η Τουρκία και να ρυθμιστεί το θέμα της υφαλοκριπίδας, το οποίο δυστυχώς το επαναφέρει κατά καιρούς προκαλώντας συνεχείς εντάσεις».
Η Φώφη Γεννηματά σημείωσε ακόμη ότι «η ιστορία διδάσκει» και πρόσθεσε: «Επιζητώντας τον διάλογο και τις λύσεις. Αλλά διάλογος δεν σημαίνει εκπτώσεις. Δεν διεκδικούμε τίποτε, αλλά και δεν παραχωρούμε τίποτε από ότι μας ανήκει. Η προάσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, η προάσπιση των συνόρων και της εδαφικής μας ακεραιότητας είναι ζωτικό για μας θέμα. Αποτελούν κόκκινες γραμμές που δεν θα επιτρέψουμε να παραβιασθούν. Αρκετά πια με τις παραχωρήσεις. Παραχωρήσαμε ως χώρα στις Πρέσπες, δώσαμε στον κ. Ερντογάν τα κλειδιά του προσφυγικού, παραχωρήσαμε τον δημόσιο πλούτο στο υπερταμείο της υποτέλειας. Ως εδώ. Όποιος θέλει παρά το δίκαιο, να ασκήσει βία για να καταπατήσει τα δικά μας νόμιμα κυριαρχικά δικαιώματα, οφείλει από τώρα να γνωρίζει ότι θα πληρώσει ακριβά το τίμημα».
Χαιρέτησε ως θετική την απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής της ΕΕ ωστόσο επεσήμανε ότι δεν είναι επαρκής γιατί δεν προβλέπει κυρώσεις στη περίπτωση που επιμείνει η Τουρκία να αμφισβητήσει εμπράκτως την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.