«Την δεκαετία του 1980 και του 1990 υπήρξε μείωση των “κρουσμάτων” που έδωσε την ψευδή εντύπωση στο Δυτικό κόσμο ότι η φυματίωση θα εξαλειφθεί εύκολα»
«Η φυματίωση δεν είχε εξαλειφθεί ποτέ, ούτε παγκοσμίως, ούτε στην Ελλάδα. Με την ευρεία χρήση συνδυασμού αποτελεσματικών φαρμάκων, την δεκαετία του 1980 και του 1990 υπήρξε μείωση των “κρουσμάτων” που έδωσε την ψευδή εντύπωση στο Δυτικό κόσμο ότι η φυματίωση θα εξαλειφθεί εύκολα», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Χαράλαμπος Μόσχος, Πνευμονολόγος-Φυματιολόγος, Επιμελητής Α’ στο Νοσοκομείο «Η Σωτηρία».
Εξηγεί ότι στην Ελλάδα οι ασθενείς ήταν κυρίως Έλληνες με παλαιά φυματίωση για την οποία δεν είχαν λάβει ποτέ αγωγή (κατοχή, εμφύλιος κτλ, λόγω μη ύπαρξης τότε αποτελεσματικής θεραπείας) και οι οποίοι λόγω ηλικίας ή ανοσοκαταστολής εμφάνιζαν σποραδικά αναζωπύρωση της παλαιάς νόσου.
Προσθέτει ότι η λήξη του «ψυχρού πολέμου» με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η επιδημία του AIDS (ειδικά στην Υποσαχάρια Αφρική), οι πολεμικές συρράξεις και οι μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμού έκαναν εμφανές ένα πρόβλημα που απασχολούσε κυρίως τις αναπτυσσόμενες χώρες. Επιπλέον, η κακή χρήση των αντιφυματικών φαρμάκων από ανεπαρκή-καταρρέοντα συστήματα υγείας οδήγησαν στην ανάπτυξη ανθεκτικών-υπερανθεκτικών στελεχών που αποτελούν ένα τεράστιο πρόβλημα με κοινωνικοοικονομικές προεκτάσεις. Αναφέρει ότι τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα υπήρχε μια σταθερή επίπτωση φυματίωσης σχετικά χαμηλή με ίση περίπου κατανομή περιστατικών μεταξύ Ελλήνων και αλλοδαπών.
Η Φυματίωση σε αριθμούς
Υπολογίζεται ότι περίπου 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι, έχουν σε κάποια στιγμή της ζωής τους μολυνθεί από το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης. Παρότι η συντριπτική πλειοψηφία -το 90%- αυτών δεν πρόκειται ποτέ να αναπτύξει ενεργό νόσο, αποτελούν «δεξαμενή» νέων περιστατικών ενεργού φυματίωσης. Μόνο το 2018, υπολογίζεται ότι σημειώθηκαν 10 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις και 1,5 εκατ. θάνατοι από φυματίωση. Η συχνότητα της νόσου ποικίλει τρομακτικά στις διάφορες περιοχές της γης. Έτσι, ενώ στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες και στην Ευρώπη αναφέρονται λιγότερα από 10 νέα περιστατικά ανά 100.000 πληθυσμού ετησίως, σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες ο ετήσιος αριθμός νέων περιστατικών είναι 20 έως και 50 φορές μεγαλύτερος.
Στην Ελλάδα, το 2018 δηλώθηκαν 432 νέες περιπτώσεις φυματίωσης, 218 εκ των οποίων σε μη γηγενείς, με την επίπτωση του νοσήματος να υπολογίζεται σε 4,02 περιπτώσεις ανά 100.000 πληθυσμού. «Ένα πολύ χαμηλό νούμερο που προφανώς υποτιμά σημαντικά το μέγεθος του προβλήματος. Είναι αδύνατο να υπολογιστεί η υποδήλωση του θεωρητικά υποχρεωτικά δηλούμενου αυτού νοσήματος. Η αληθινή επίπτωση υπολογίζεται από 3 ως 5 φορές πάνω από την επίσημη. Δυστυχώς, στη χώρα μας παρατηρείται διαχρονικά σοβαρή υποδήλωση του νοσήματος», υπογραμμίζει ο κ. Μόσχος.
Πώς μεταδίδεται η Φυματίωση
Η μετάδοση της φυματίωσης γίνεται μόνο από πάσχοντα, από ενεργό και με μεταδοτική μορφή φυματίωσης, δηλαδή πνευμονική και λαρυγγική μορφή φυματίωσης. Οι ασθενείς με θετική Mantoux που έχουν μολυνθεί στο παρελθόν και δεν νοσούν δεν μπορούν να μεταδώσουν με κανένα τρόπο τη νόσο, αναφέρει ο κ. Μόσχος. «Η μετάδοση γίνεται μόνο με την εισπνοή των μικροσταγονιδίων που περιέχουν το μικρόβιο και απελευθερώνονται στον αέρα κυρίως με το βήχα από τον πάσχοντα από ενεργό-μεταδοτική μορφή φυματίωσης. Η παραμονή των αιωρούμενων μικροσταγονιδίων και ζωντανών μικροργανισμών εντός αυτών στον αέρα, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, αλλά κυρίως από την ανανέωση του αέρα εντός του δωματίου. Δεν μεταδίδεται με τη σωματική επαφή, ούτε με άλλα σωματικά υγρά ούτε με αντικείμενα η κοινή χρήση ποτηριών κτλ. Από τη στιγμή που το μικροσταγονίδιο με το μικρόβιο επικαθήσει σε κάποια επιφάνεια, είναι σχεδόν αδύνατη η περαιτέρω μετάδοση (πχ από κλινοσκεπάσματα). Η χρήση χειρουργικής (απλής) μάσκας δεν προστατεύει ουσιαστικά από την μόλυνση αφού δεν φιλτράρει αποτελεσματικά τα μικροσταγονίδια που είναι υπεύθυνα για τη μετάδοση. Η χρήση της προστατεύει σε μεγάλο βαθμό όταν την φοράει ο πάσχων (κάτι που ισχύει και για τα ιογενή νοσήματα)».
Πρόληψη
Το βασικό εργαλείο πρόληψης της μετάδοσης της φυματίωσης είναι η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία μέσω της ενεργητικής αναζήτησης των πασχόντων στις ευπαθέστερες ομάδες πληθυσμού, και συγκεκριμένα, πρόσφυγες και μετανάστες, ηλικιωμένους, κρατούμενους, χρήστες παράνομων ουσιών, ασθενείς με HIV λοίμωξη και άλλα αίτια ανοσοκαταστολής.
Η ολοκληρωμένη πρόληψη περιλαμβάνει και τον προληπτικό έλεγχο των ασθενών με λανθάνουσα φυματίωση και αυξημένο κίνδυνο νόσησης, ώστε αυτοί να λάβουν «προφυλακτική» αγωγή και να μην νοσήσουν στο μέλλον.
Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μόσχος, «οι πρόσφυγες και οι μετανάστες αποτελούν μια τέτοια ευάλωτη ομάδα, ειδικά για μια χώρα σαν την Ελλάδα που αποτελεί πύλη εισόδου. Πολλές φορές η κοινότητα -ακόμα και η ιατρική- αντιδρά υπερβολικά σε οποιαδήποτε αναφορά σε περιστατικά φυματίωσης, λόγω του ιδιαίτερου στίγματος που ακολουθεί τη νόσο με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εντάσεις στις τοπικές κοινωνίες που δεν προσφέρουν στην επίλυση του υπαρκτού προβλήματος. Υπό οποιεσδήποτε συνθήκες και σε οποιαδήποτε χώρα οι άνθρωποι αυτοί θα έπρεπε να ελέγχονται αν όχι πριν, τουλάχιστον με το που έρχονται στη χώρα».
Εξηγεί ότι «ως τώρα η προσπάθεια ελέγχου για φυματίωση γίνεται -εφόσον είναι εφικτό- στα κέντρα υποδοχής με ερωτηματολόγια (που είναι αναποτελεσματική μέθοδος) ή/και με έλεγχο mantoux (που είναι λανθασμένη προσέγγιση). Η πολιτεία δεν έχει -ως όφειλε- ολοκληρωμένο σχέδιο διαχείρισης της φυματίωσης στους ευάλωτους πληθυσμούς και κυρίως αντιδρά στα προβλήματα που προκύπτουν μέχρι να κατασταλάξει ο θόρυβος». Ο κ. Μόσχος υπογραμμίζει ότι η Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρία έχει καταθέσει σχέδια για την διαχείριση του προβλήματος, ώστε να μην δημιουργούνται τέτοιες κρίσεις.
Πρόβλημα η συμμόρφωση των ασθενών στη φαρμακευτική αγωγή
Η θεραπεία της «ευαίσθητης» στα αντιφυματικά φάρμακα φυματίωσης είναι εξαιρετικά αποτελεσματική, καλά ανεκτή και διαρκεί συνήθως 6 μήνες. Το κόστος αυτής της 6μηνης θεραπείας είναι πολύ μικρό γιατί τα φάρμακα είναι χαμηλού κόστους. «Το κυριότερο πρόβλημα είναι η συμμόρφωση των ασθενών στη λήψη της μακροχρόνιας αυτής θεραπείας, ειδικά όταν αρχίζουν να αισθάνονται καλύτερα. Για τις ευάλωτες ομάδες θα έπρεπε να υπάρχει δυνατότητα επιτήρησης της λήψης της θεραπείας», αναφέρει ο κ. Μόσχος.
Προσθέτει ότι «τα πράγματα αλλάζουν παντελώς για την πολυανθεκτική φυματίωση (MDR και XDR-TB). Σε αυτές τις περιπτώσεις η θεραπεία με συνδυασμό πολλών, τοξικών και σχετικά αναποτελεσματικών φαρμάκων είναι αμφίβολη, με πολλές παρενέργειες, μακροχρόνια (περίπου 2 χρόνια) και εξαιρετικά ακριβή (δεκάδες χιλιάδες ευρώ μόνο το φαρμακευτικό κομμάτι)».
Σύμφωνα με τον κ. Μόσχο, είναι πολύ σημαντικό οι ασθενείς με υποψία ή διάγνωση ανθεκτικής φυματίωσης να απομονώνονται γρήγορα, ώστε να πάψουν να διασπείρουν τη νόσο και να γίνεται έναρξη της κατάλληλης αγωγής στα ελάχιστα ειδικά κέντρα. Είναι πολύ σημαντικό επίσης να υπάρχει έγκαιρη διαθεσιμότητα όλων αυτών των ακριβών και σπάνιων φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία της ανθεκτικής φυματίωσης γιατί παρατηρούνται συχνές μακροχρόνιες ελλείψεις που μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρότατα προβλήματα δημόσιας υγείας.
ΑΠΕ-ΜΠΕ